Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Ἄγγελος Σικελιανός — Γιατὶ βαθιά μου δόξασα

Edward Moran – Life Saving Patrol [c.1893]
Γιατὶ βαθιά μου δόξασα καὶ πίστεψα τὴ γῆ
καὶ στὴ φυγὴ δὲν ἅπλωσα τὰ μυστικὰ φτερά μου,
μὰ ὁλάκερον ἐρίζωσα τὸ νοῦ μου στὴ σιγή,
νὰ ποὺ καὶ πάλι ἀναπηδᾶ στὴ δίψα μου ἡ πηγή,
πηγὴ ζωῆς, χορευτικὴ πηγή, πηγὴ χαρά μου...

Γιατὶ ποτὲ δὲ λόγιασα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς,
μὰ ἐβύθισα τὴ σκέψη μου μέσα στὴν πάσαν ὥρα,
σὰ μέσα της νὰ κρύβονταν ὁ ἀμέτρητος σκοπός,
νὰ τώρα πού, ἡ καλοκαιριὰ τριγύρα μου εἴτε μπόρα,
λάμπ᾿ ἡ στιγμὴ ὁλοστρόγγυλη στὸ νοῦ μου σὰν ὀπώρα,
βρέχει ἀπ᾿ τὰ βάθη τ᾿ οὐρανοῦ καὶ μέσα μου ὁ καρπός!...

Γιατὶ δὲν εἶπα: «ἐδῶ ἡ ζωὴ ἀρχίζει, ἐδῶ τελειώνει...»
μὰ «ἂν εἶν᾿ ἡ μέρα βροχερή, σέρνει πιὸ πλούσιο φῶς...
μὰ κι ὁ σεισμὸς βαθύτερη τὴ χτίση θεμελιώνει,
τὶ ὁ ζωντανὸς παλμὸς τῆς γῆς ποὺ πλάθει εἶναι κρυφός...»
νὰ πού, ὅ,τι στάθη ἐφήμερο, σὰ σύγνεφο ἀναλιώνει,
νὰ ποὺ ὁ μέγας Θάνατος μοῦ γίνηκε ἀδερφός!...

(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, B´, Ἴκαρος 1966)


O Σικελιανός στο δοξαστικό αυτό ποίημα βιώνει ένα μυστικό συναίσθημα χαράς και αλληλεγγύης. 
Η συναισθηματική του αυτή διάθεση ενδυναμώνει την υψηλή ποιητική του πνοή και τον συμφιλιώνει ακόμα και με τον ακαταμάχητο εχθρό του ανθρώπου, το θάνατο
Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1938.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Γιῶργος Σεφέρης — Τὸ φῶς

Το Φως είναι 
η αλήθεια, 
η δικαιοσύνη 
και το «σπίτι».
Light, Water and Sky: The Paintings of Ivan Aivazovsky
Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια
πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-
καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες
φωνές,
βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-
ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,
τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς
ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.
Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,
ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου
ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου
τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-
ὁ δωρικὸς χιτώνας
ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,
εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ
σκοτάδι.
Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν
δοξάρια
καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο
κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα
ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι
καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-
τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια
πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,
σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς
μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,
καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες
πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-
ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ
πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ
οἱ ἄσπρες λήκυθοι.

Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,
γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης
πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του
ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.
Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα-
ἡ γλυφὴ γέψη τῆς γυναίκας ποὺ φαρμακώνει τὸ φυλακισμένο
βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κύμα δροσερὸ κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη
στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ᾿ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,
σκοτεινὴ κοπέλα-
ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,
ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,
κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες
τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης
ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾿ ἀγαπήσει,
στὸ φῶς-
καὶ εἶσαι
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ
νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ
καὶ τὸ τιτιβισμάτων πουλιῶν
θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
καὶ νότο
θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας
πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.



Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946


Αυτό το κομμάτι μοιάζει μ’ ένα βίντεο-κλιπ με σκηνές που αλλάζουν με ταχύτητα και σταματούν απότομα. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι μουσικές εικόνες (ο χορός, τα δοξάρια, τραγούδησε, τα τζιτζίκια)

Τι βλέπουμε; Πολλά πράγματα μαζί.


* Τη μοναξιά του ποιητή σε μια κατάσταση στην οποία η πλειοψηφία υιοθετεί ακραίες στάσεις και απόψεις

καθώς περνούν τα χρόνια…λιγότερες φωνές

* Τη δυσκολία να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα
Όπως τη νύχτα…μες στο σκοτάδι


* Την όμορφη αισθησιακή γυναίκα που όμως μοιάζει με απατηλή εικόνα
ξέρεις…γύμνια
και βγαίνει από τη θάλασσα όπως η Αφροδίτη
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι


* επαναλαμβάνεται η ιδέα του αγάλματος
ο δωρικός χιτώνας…στο σκοτάδι

* Τους νέους που πολεμούν και πεθαίνουν
κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα…οι άσπρες λήκυθοι

* τον εμφύλιο πόλεμο
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη

* την αγάπη και τον θάνατο
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη… μιλώ για την αγάπη
σκοτεινή κοπέλα


* και στο τέλος την «κάθαρση»
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει στο φως
και στη συνέχεια όλα εξαφανίζονται απότομα
πώς σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.


fryktories

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει

Reproduction of  famous artist Alma The Year's at the Spring
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα 'ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης - Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

Να βρούνε γωνιά ν' ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα 'ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.


Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να 'ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν' ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα 'ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.



I set the door open in the evening 

I hold the lamp up high 
so that all those who grieve in the world can see 
can come and find company 

find the table laid
a jug of water for grief to drink
and among us there will be standing
like our brother, the pain of the world

find a corner to lean into 

a stool for the blind man to sit
and there, while we are talking
into our company, Christ too will come.

Τάσος Λειβαδίτης — Περιμένοντας το βράδυ

Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
Κ’ η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες στον καθρέφτη
πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο και
ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο, το
παρελθόν ένα αίνιγμα,
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη. Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο
βάθος, άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό, οι
ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κ’ η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε, όταν δεν θα χρειάζεται πια καμιά
εξήγηση.

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.

Από την Ενότητα «ΣΚΙΕΣ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΝΑ ΦΩΤΑ»
της Συλλογής «ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ» (1985)

https://www.youtube.com/watch?v=yOvD9nwPmjc

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Μοναξιά δεν υπάρχει

Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένας άνθρωπος
σκάφτει ή σφυρίζει ή πλένει τα χέρια του.
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο
σαλεύει τα φύλλα του. Εκεί που ένα ανώνυμο
έντομο βρίσκει λουλούδι και κάθεται,
που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο,
εκεί που βαστώντας το μαστό της μητέρας του
μ’ ανοιγμένα τα δυο μακάρια χειλάκια του
κοιμάται ένα βρέφος, μοναξιά δεν υπάρχει.

Από τη συλλογή "Το βάθος του κόσμου" (1961)