Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Λίγο πριν την νύχτα

31 Μαρτίου 1958
Νιώθω παράξενα σήμερα. Κάπως
        Έτσι περίπου:
                        Όπως όταν ανοίγει
ένα παράθυρο στον ήλιο κανείς,
        νιώθω σα ν’ άνοιξα
            μια τρύπα στη γη
        και φωτίζω τον Άδη.
Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,
πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε.
Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν
ένα χρώμα ακαθόριστο. Ένα χρώμα από πνεύμα,
από φως, ένα αγίασμα.
                                    Νύχτωνε κι όμως
Θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,
σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο
βάθος ν’ ανταύγαζε. Τα μάτια σου δέσποζαν.
Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση
να πηγαίνει και να ‘ρχεται, δε μπορούσα να ειπώ
τι ακριβώς μου θυμίζανε. Μπορεί την Αγία
Άννα στους βράχους, ορθή, με του σύμπαντος
το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.
Μπορεί κάτι άλλο που τόχα συλλάβει
ο ίδιος εγώ, αλλά μούκαψε τη σκέψη και χάθηκε.
Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,
τη γιορτή της φωτιάς, τη γιορτή του νερού
και της βλάστησης.
                                     Κι όλα
μαζί, σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε
και χύνονταν επάνω στον γαλάζιο ουρανό,
σε δυο οροπέδια, που αχτιδίζαν δυο διάφανες
λίμνες: τα μάτια σου.
                                            Ποιος είναι άραγε
απ’ τους δυο μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;

Σε λίγο, βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας
πέρα στο βάθος. Είχεν απ’ ώρα
δύσει ο ήλιος. Πρίν να προφτάσει
γλυκός σαν μετέωρο μάτι παιδιού,
ν’ ανατείλει ο έσπερος, πήραν να γίνονται
πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.
Μέσα στο ημίφως σηκωνόνταν αυλαίες.

Άναψεν άξαφνα όλα τα μέσα
        φώτα του ο κόσμος.
Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Νικηφόρος Βρεττάκος — Από την «Ωδή στον ήλιο» - Πάμε να περπατήσουμε την ψυχή μας σε Κείνον, να την ξεκουράσουμε.

Πάμε να περπατήσουμε την ψυχή μας σε Κείνον, 
να την ξεκουράσουμε. Ρίξε σαν κλωναράκι 
δαμασκηνιάς το γέλιο σου πάνω στο πρόσωπο σου, 
κράτα με το ένα χέρι σου το πλαστικό σου αρνάκι 
δείχνε με το άλλο γύρω σου ό,τι σου αρέσει, 
σήκωνε τα ματάκια σου. Παρ’ όλο που δεν είναι 
του σύμπαντος το κέντρο η γη, από πουθενά αλλού 
ο κόσμος του Θεού δεν φαίνεται καλύτερα.