Σελίδες

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης — 1. Παρανοήσεις 2. Χειμωνιάτικες παρανοήσεις

«Παρανοήσεις»
   
   Και συχνά ενώ βαδίζεις ολομόναχος στον δρόμο, τραβάς με απο-
στροφή το χέρι σου σαν ν' άγγιξες την άκρη ενός εγκλήματος.
Έτσι έζησα όλη τη ζωή μου κρύβοντας τα χέρια μου σ' αυτά τα
κουρέλια.
   Κι ας νομίζουν οι άλλοι ότι επαιτώ.
Συλλογή: «Εγχειρίδιο Ευθανασίας», 1979
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 52
«Χειμωνιάτικες παρανοήσεις»

   Βέβαια, στο βάθος ήταν γελοίο – με τα δυο σακάκια που φο-
ρούσα όλοι νόμιζαν πως κρυώνω, «λάθος, βρε κακούργοι», τους
λέω, «αλλά πως θα θάψω γυμνόν
   αυτόν τον άλλον που σκοτώσατε μέσα μου;»

Συλλογή: «Ο Τυφλόςμε τον Λύχνο», 1983
                                            Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ.204

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Tων Αγγέλων και Αρχαγγέλων οι στίχοι

    Κατεβαίνουν άραγε οι άγγελοι κι οι αρχάγγελοι στη γη; 
Ανοίγουν τα φτερά τους πάνω από τις δικές μας ομαλές και… ανώμαλες προσγειώσεις; 
Και εισχωρούν άραγε στην καθημερινή πεζότητά μας με την ίδια ευκολία που κάθονται σαν λευκές πεταλούδες πάνω στους στίχους μας;
    Των Αρχαγγέλων σήμερα και η σκέψη μας σηκώνεται πιο ψηλά, ν' ανταμώσει τα ουράνια δώματα και τα μυστήριά του. 
Κι εκεί ν’ απαντήσει και στίχους με λευκά φτερά κι ακόμα πιο λευκές, αλέκιαστες ψυχές.
Επειδή
και η ανάσα μας καμιά φορά
μπορεί να λεκιάσει το αόρατο

(αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους ακούει
Αχ τι κρυφά που τα λένε οι άγγελοι
Και κανείς μας δεν τους άκουσε)

γι' αυτό κι οι αυτοκράτορες διακονούσαν
στις ερήμους
και χτυπούσαν θλιβερά τα σήμαντρα
στα μοναστήρια

και τα βγαλμένα μάτια τους είναι ακόμη τ’ άστρα
και της δικής μας της ζωής της σκοτωμένης.

σημειώνει χαρακτηριστικά ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου

Κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ψάχνοντας την κατάλληλη γλώσσα για να επικοινωνήσει με τον θαυμαστό αγγελικό κόσμο, γράφει: 

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξὺ τους μὲ μουσική.

Ο Ρίλκε, από την άλλη, υποδεικνύοντας στους στίχους του την έγνοια των αγγέλων για τον κόσμο των ανθρώπων, γράφει στο ποίημά του.

«Ο άγγελός μου»

Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας, το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ’ την γη, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.

Και θα ήθελε να φέρει πάλι,
πάνωθε απ των δασών τις θροΐζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.

Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.

Ο ποιητής της οδύνης όπως έχει χαρακτηριστεί, Μίλτος Σαχτούρης, στο ποίημά του «‘Αγγελος», σημειώνει πολύ παραστατικά:

Φοβόντουσαν, δεν τον εθέλαν αυτό τον ουρανό
—Μαύρος που είναι –λέγαν–σαν καυτό μπαμπάκι
σκάβανε τα μωρά τους βιαστικοί
άλλοι φωνάζαν:
—Γράμμα!
άλλοι:
—Τηλεγράφημα!
κι άλλοι φωνάζαν:
— Αλεξάντρα
όμως όλοι κοιτούσαντο φεγγάράκι έλεγαν:
—Ίσως κατέβει σήμερα
ο Άγγελος βαθιά με τα μακριά μακριά μαλλιά
και τα πνιγμένα δόντια»

Είναι επίσης γνωστός ο κυρίαρχος ρόλος των αγγέλων στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη
«Κω, Λέρος Σύμη, Αστροπαλιά, 
Κάρπαθος Τήλος Καστελόριζο…
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας 
τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του, 
άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης 
του Μυστικού που ξεχύνεται χρυσέαις Νιφάδεσσι.

Κεντρική μορφή ο άγγελος που μεριμνά και σκέπει:

Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς, 
πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι. 
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι.
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω. 

Ο. Ελύτης, Villa NatachaIII 

Συχνά στην ποίηση του Ελύτη ο άγγελος ταυτίζεται με τη γυναίκα:

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ’ τον γκρεμό.

(Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης από τη Μαρία Νεφέλη)

Eίναι, όμως, και οι «Ξυπόλυτοι ΄Αγγελοι» του Γιάννη Ρίτσου, ποίημα που γράφτηκε τον Οκτώβρη του 1940 για τους Έλληνες στρατιώτες, που στα μάτια του ποιητή, λαμβάνουν αγγελική υπόσταση μέσα στις κακουχίες του πολέμου.

Ο κόσμος μετριέται με καρδιά.
Με στη φωτιά γυμνάζουνται τα χρόνια μας.
Με φωτιά ράβουν τις σημαίες λουρίδα τη λουρίδα
κόκκινα και μαλαματένια κομμάτια φωτιά.

Μια φούχτα ανθρώποι, μια φούχτα ξυπόλυτοι άγγελοι,
με δυο φούχτες ήλιο στην κάθε τσέπη τους
με 21 μοναχά φυσίγγια στο ταγάρι τους
μ' ένα σκισμένο πουκάμισο ουρανό
τραβούσαν δώδεκα χιλιόμετρα δόξας σε κάθε δευτερόλεπτο
και δεν ξεπέζευαν ποτές απ' την ψυχή τους.
.......
Οι άλλοι φωνάζανε: Πού πάτε; Βουίζαν οι άνεμοι στη νύχτα. 
Πού θα πάμε;
Οι δρόμοι είναι γιομάτοι λάσπες.
Πέτρες κοφτές και πυρωμένα βόλια. Κάντε πίσω.
Στις πόρτες το πράσινο φαναράκι
στ' αγρυπνισμένα μάτια ο ίσκιος
μα στις καρδιές βαθιά εκεί μέσα
γαντζωμένο καλά το κόκκινο άστρο.
Και φεύγαν μες στις νύχτες οι ξυπόλυτοι άγγελοι.


    Άγγελοι, όντα άυλα και πνευματικά, αλλά και άγγελοι με ανθρώπινη μορφή, που η ζωή τούς καλεί να υψωθούν πάνω από τα επίγεια, σμίγουν στους στίχους των ποιητών μας, αποδίδοντας τη στενή σχέση ανάμεσα στα εγκόσμια και υπερκόσμια.

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ
, Επιθεωρήτρια Δημοτική

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Berthold Brecht — Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε / I hear you don’t want to learn anything./ Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen

Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
The Dinner Party Society Fashionable Rich People
Painting By Jules Grun Repro


Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε
μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα.. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.

Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.
   Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα ‘τανε υποχρέωσή σου.

Από τη συλλογή «Ποιήματα», μετάφραση:Νάντια Βαλαβάνη

👑👑👑👑👑

I hear you don’t want to learn anything. 
I gather from that: you’re millionaires. 
Your future is assured — it lies 
bright and clear before you. 
Your parents have fixed things so 
that your feet won’t get bruised on any stones. 
So you don’t need to learn anything. 
You can stay the way you are. 

Should some difficulties nevertheless arise 
— since the times, so I hear, are uncertain — 
you’ve got your Leaders, who’ll tell you exactly 
what you’ve go to do so things will go well for you. 
They’ve consulted the ones 
who know the truths 
that are valid for all time 
and the prescriptions that always work. 
   With so many who are for you 
you don’t need to lift a finger. 
Of course, if things were different, 
you’d have to learn. 
👑👑👑👑👑
Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen 
Ich habe gehört, ihr wollt nichts lernen 
Daraus entnehme ich: ihr seid Millionäre. 
Eure Zukunft ist gesichert — sie liegt 
Vor euch im Licht. 
Eure Eltern Haben dafür gesorgt, daß eure 
Füße An keinen Stein stoßen. 
Da müßt du Nichts lernen. 
So wie du bist Kannst du bleiben. 
Sollte es dann noch Schwierigkeiten geben, da doch die 
Zeiten Wie ich gehört habe, unsicher sind 
Hast du deine Führer, die dir genau sagen 
Was du zu machen hast, damit es euch gut geht. 

Sie haben nachgelesen bei denen 
Welche die Wahrheiten wissen 
Die für alle Zeiten Gultigkeit haben 
Und die Rezepte, die immer helfen. 
   Wo so viele für dich sind 
Brauchst du keinen Finger zu rühren. 
Freilich, wenn es anders wäre 
Müßtest du lernen. 

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Pablo Neruda — Ωδή στη φτώχεια / Ode to Poverty

Όταν γεννήθηκα, φτώχεια,
με ακολούθησες,
με κοιτούσες
μέσα από
τις τάβλες που είχαν σαπίσει
από τη βαρυχειμωνιά.
Ξαφνικά
ήταν τα δικά σου μάτια
εκείνα που κρυφοκοιτούσαν απ’ τις τρύπες.
Οι σταλαγματιές
τη νύχτα
επαναλάμβαναν
το ονοματεπώνυμό σου
ή, μερικές φορές,
η άδεια αλατιέρα,
το σκισμένο σακάκι,
τα τρύπια παπούτσια,
με προειδοποιούσαν.

Ήταν εκεί
παραμονεύοντάς με
τα όμοια με σαράκι δόντια σου,
τα μάτια σου, τέλματα σωστά,
η σταχτιά σου γλώσσα
που κόβει
τα ρούχα, το ξύλο,
τα κόκαλα και το αίμα,
ήσουν εκεί
ψάχνοντάς με,
ακολουθώντας με
στους δρόμους
από τότε που γεννήθηκα.

Κι όταν νοίκιασα ένα κούτσικο
δωμάτιο, στην άκρη της πόλης,
καθισμένη σε μια καρέκλα
με περίμενες,
ή όταν, έφηβος,
ανασήκωνα τα σεντόνια
ενός σκοτεινού ξενοδοχείου
δεν έβρισκα το άρωμα
του γυμνού τριαντάφυλλου,
αλλά το ψυχρό σφύριγμα
του στόματός σου.

Φτώχεια,
με ακολούθησες
στις γειτονιές και στα νοσοκομεία,
στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Όταν αρρώστησα χτυπήσαν
την πόρτα:
δεν ήταν ο γιατρός, παρά ερχόταν
ξανά η φτώχεια.

Σε είδα να βγάζεις τα έπιπλά μου
στο δρόμο:
οι άνθρωποι τ’ αφήναν
να πέσουν σαν τις πέτρες.
Εσύ, με αβάσταχτη στοργή,
απ’ όλη την εγκατάλειψη του κόσμου
στη μέση του δρόμου και κάτω απ’ τη βροχή
έφτιαχνες
έναν σαραβαλιασμένο θρόνο
και κοιτώντας τους φτωχούς
μάζευες από χάμω
το τελευταίο πιάτο μου να το κάνεις διάδημα.

Τώρα,
φτώχεια,
σ’ ακολουθώ εγώ.
Είμαι αμείλικτος
όπως ήσουν κι εσύ.
Μαζί
με κάθε φτωχό
θα με βρεις να τραγουδώ,
κάτω από κάθε σεντόνι
αδιανόητου νοσοκομείου
θα βρεις το τραγούδι μου.

Σ’ ακολουθώ,
φτώχεια,
σε παραμονεύω,
σε κυκλώνω,
σε στήνω στον τοίχο,
σε απομονώνω,
σου μπήγω τα νύχια,
σου σπάω
τα δόντια που σου απομένουν.

Βρίσκομαι παντού:
στον ωκεανό με τους ψαράδες,
στο ορυχείο
όπου οι άντρες,
σκουπίζοντας το μέτωπό τους
για να στεγνώσουν τον μαύρο ιδρώτα, βρίσκουν
τα ποιήματά μου.

Σχολάω κάθε μέρα
με την εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας.
Τα χέρια μου είναι κάτασπρα
απ’ το μοίρασμα του ψωμιού στους φούρνους.

Όπου κι αν πας,
φτώχεια,
το τραγούδι μου
τραγουδά,
η ζωή μου
ζει,
το αίμα μου
αγωνίζεται.

Θα καταρρίψω
τις ωχρές σου σημαίες
όπου κι αν υψωθούν.

Άλλοι ποιητές,
στο παρελθόν, σε αποκάλεσαν
αγία,
ασπάστηκαν το μανδύα σου,
τράφηκαν με αέρα
και χάθηκαν.

Εγώ
σε προκαλώ,
με σκληρούς στίχους σού ραπίζω το πρόσωπο,
σε σκάφος σε φορτώνω και σε εξοστρακίζω.

Εγώ μαζί με άλλους,
πάρα πολλούς άλλους,
σ’ εξορίζουμε
από τη Γη στη Σελήνη
για να μείνεις εκεί
παγωμένη κι αιχμάλωτη
κοιτώντας με μισό μάτι
το ψωμί και τα ελέη
που θα καλύψουν τη γη
από αύριο.
Μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου
oanagnostis

Ode to Poverty

When I was born,
poverty,
you followed me,
you watched me
through the wooden boards
rotten by the deep winter.

Perhaps
it was your eyes,
that watched me from the holes.
The leaks,
at night,
repeated
your name and surname
or sometimes
the broken salt-cellar,
the torn suit,
the open shoes,
warned me.

They were stalking me
your woodworm teeth
your swampy eyes,
your grey tongue
that cuts
clothes, wood,
bones and blood,
there you were
looking for me
following me
in the streets
from my birth.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης - Συγκομιδή

   Κι όταν με πλησίασαν με προτεταμένα όπλα, εγώ χαμογέλασα
με περιφρόνηση και σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά άρχισα να
μαζεύω τα μήλα της χρονιάς.
Συλλογή: «ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ», 1985
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 295

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Από την «Ωδή στον ήλιο»

Πάμε να περπατήσουμε την ψυχή μας σε Κείνον, 
να την ξεκουράσουμε. Ρίξε σαν κλωναράκι 
δαμασκηνιάς το γέλιο σου πάνω στο πρόσωπο σου, 
κράτα με το ένα χέρι σου το πλαστικό σου αρνάκι 
δείχνε με το άλλο γύρω σου ό,τι σου αρέσει, 
σήκωνε τα ματάκια σου. Παρ’ όλο που δεν είναι 
του σύμπαντος το κέντρο η γη, από πουθενά αλλού 
ο κόσμος του Θεού δεν φαίνεται καλύτερα. 

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

Νίκος Καββαδίας - Ο Σταυρός Του Νότου

Southern Cross Constellation - Marcy's Dream by gretzky
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ΄χεις μπει

Κούλικο στο στήθος σου τατού
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει
είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου
μου `πες με φωνή ετοιμοθανάτου
να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά

Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα
μάθημα πορείας νυχτερινό

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψες σαν φάρου αναλαμπή

Κάτω στις ακτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής




Σύντομο υπόμνημα 
Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στο “Πούσι” (1947) και αφιερώνεται στον Γιώργο Θεοτοκά, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί ο Φίλιππος Φιλίππου, τρία χρόνια πριν τη δημοσίευση αυτής της συλλογής, σε άρθρο του στο περιοδικό “Ορίζοντες” (τεύχος 9-10, 1944) είχε εκφραστεί θετικά για το νεανικό “Μαραμπού” (1933) θεωρώντας ότι η συλλογή αυτή εκπροσωπούσε την ελπίδα να ανθήσει κάποτε μια ελληνική ναυτική ποίηση. Η σχέση του Καββαδία πάντως με τη γενιά του 1930 ήταν προβληματική, αφού, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε το “Μαραμπού”, ο Καββαδίας θεωρούσε πως οι εκπρόσωποι της ποιητικής αυτής γενιάς δεν του απέδωσαν την αναγνώριση που του άρμοζε. Φέρεται μάλιστα να είχε ιδιαίτερο παράπονο από τον Σεφέρη (δείτε περισσότερασε αυτό το βίντεο).

Το ποίημα είναι αφηγηματικό και εφάπτεται σε πολλά σημεία με τα ποιήματα “William George Allum” και “Ένα Μαχαίρι” από το “Μαραμπού”. 

Το απροσδιόριστο Εγώ του ποιήματος αφηγείται, χρόνια μετά, την ιστορία της αυτοκτονίας ενός συντρόφου του στο καράβι. Ο σύντροφος αυτός, στον οποίο ο αφηγητής απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, όπως και ο William George Allum, άρρωστος και στο σώμα και στην ψυχή, αδυνατεί να αντέξει το βάρος της ερωτικής απουσίας. 
Το καράβι ταξιδεύει προς τον Νότο υπό το πνεύμα του καυτού Γαρμπή (του Λίβα), αλλά η πραγματική φωτιά μαίνεται στην ψυχή του αντικειμένου της αφήγησης. Ο Νότος είναι για το ποιητικό Εσύ η διακεκαυμένη ζώνη των ερωτικών αναμνήσεων που τον ταλανίζουν. Και πάλι όπως ο William George Allum, καταφεύγει στη φωτιά, για να καυτηριάσει την πληγή του (να διώξει από πάνω του τα κατάλοιπα της ερωτικής αποτυχίας, το τατουάζ). Η αποτυχία αυτού του εγχειρήματος στρέφει την απελπισία προς τα μέσα και προς τον Εαυτό.
To ποίημα μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και το συμπεριέλαβε στον ομότιτλο δίσκο. Ακούστε το από την Αιμιλία Σαρρή (πρώτη εκτέλεση), από τον Γιώργο Νταλάρα, από τη Ρίτα Αντωνοπούλου, από τον ίδιο τον Θάνο Μικρούτσικο σε ζωντανή εκτέλεση και από την Άννα Λινάρδου.


SOUTHERN CROSS

(Stavros Tou Notou)

In the nor-wester the waves boiled;
we were both bent over the map.
You turned and told me how in March
you'd be in other latitudes.

A Chinese tatoo drawn on your chest;
however you burn it, it won't come off.
They said that you had loved her once
in a sudden fit of blackest fever.

Keeping watch by a barren cape
and the Southern Cross behind the braces.
You're holding coral worry-beads
and chewing bitter coffee beans.

I took a line on Alpha Centaurus
with the azimuth compass one night at sea.
You told me in a deathly voice:
"Beware of the stars of Southern skies".

Another time from that same sky
you took lessosn for three whole months
with the captain's mulatto girl
in how to navigate at night.

In some shopin Nosy Be
you bought the knife - two shillings it cost -
right on the equator, exactly at noon;
it glittered like a lighthouse beam.

Down on the shores of Africa
for some years now you've been asleep.
You don't remember the lighthouse now
or the delicious Sunday sweet.
Nikos Kavvadias

Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Federico García Lorca - Ψυχή απούσα - Alma ausente

Ο Federico Garcia Lorca δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τις φασιστικές ορδές της πέμπτης φάλαγγας, μόλις στα τριανταεφτά του χρόνια, στις 18 Αυγούστου 1936
netakias

Ψυχή απούσα
Δε σε γνωρίζει  ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Δε σε γνωρίζει η ράχη της πέτρας,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζει η βουβή σου θύμιση
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με της ομίχλης τα σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να δεί
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.

Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.

Κανείς δε σε γνωρίζει. ΌΧΙ. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.

Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.
Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, τόσο πλούσιος σε περιπέτειες, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα στα λιόδεντρα.

Alma ausente
No te conoce el toro ni la higuera,
ni caballos ni hormigas de tu casa.
No te conoce tu recuerdo mudo
porque te has muerto para siempre.

No te conoce el lomo de la piedra,
ni el raso negro donde te destrozas.
No te conoce tu recuerdo mudo
porque te has muerto para siempre.

El otoño vendrá con caracolas,
uva de niebla y montes agrupados,
pero nadie querrá mirar tus ojos
porque te has muerto para siempre.

Porque te has muerto para siempre,
como todos los muertos de la Tierra,
como todos los muertos que se olvidan
en un montón de perros apagados.

No te conoce nadie. No. Pero yo te canto.
Yo canto para luego tu perfil y tu gracia.
La madurez insigne de tu conocimiento.
Tu apetencia de muerte y el gusto de su boca.

La tristeza que tuvo tu valiente alegría.
Tardará mucho tiempo en nacer, si es que nace,
un andaluz tan claro, tan rico de aventura.
Yo canto su elegancia con palabras que gimen
y recuerdo una brisa triste por los olivos
frosochatoglou

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

Γιάννης Ρίτσος — Εδώ είναι το φως το αδελφικό (Καπνισμένο τσουκάλι)

Εδώ είναι ένα φως αδελφικό,
απλά τα χέρια και τα μάτια.
Εδώ δεν είναι να 'μαι εγώ πάνω από σένα,
ή εσύ πάνω από μένα.
Εδώ είναι να 'ναι ο καθένας μας
πάνω από τον εαυτό του.
Εδώ είναι ένα φως αδελφικό,
που τρέχει σαν ποτάμι
δίπλα στον μεγάλο τοίχο.
Αυτό το ποτάμι το ακούμε
ως και μέσα στον ύπνο μας.
Κι όταν κοιμόμαστε,
το 'να μας χέρι κρεμασμένο απ' όξω απ' την κουβέρτα,
βρέχεται μέσα σε τούτο το ποτάμι.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Nâzım Hikmet - Τραγούδι / Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας.


Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας.
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
ω, μην τρομάζετε καθόλου που είμαι αθώρητη
κανένας μια μικρή νεκρή δεν μπορεί να δει.

Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
κι είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.

Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
όλη-όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.

Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
τι το παιδί που σαν κομμάτι εφημερίδα κάηκε
δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.

Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.

Ναζίμ Χικμέτ (απόδοση Γιάννη Ρίτσου)

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Μυρτιώτισσα — Σ’ αγαπώ. Μπρος στα πόδια σου εδώ / Με λαχτάρα σκορπώ / Τον πολύφυλλο ανθό / Της ζωής μου

Leonid Afremov- Rainy Wedding
Σ΄αγαπώ - δεν μπορώ
τίποτ' άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ώ μελίσσι μου, πιες
απ΄αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου - νά!
στα προσφέρω δετά,
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,

κ΄η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, καλέ,
πάρε όλην εμέ -
σβήσ΄τη φλόγα σε με
της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ΄αγροικώ
να κυλάει στο ρυθμό
της καρδιάς σου!..

Σ΄αγαπώ - τι μπορώ
ακριβέ, να σου πώ,
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;
"Κίτρινες φλόγες" Αθήνα, 1925

💖💖💖💖💖💖💖💖
Μυρτιώτισσα, η ποιήτρια της αγάπης:

Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) γεννήθηκε το 1885 σε προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλλ της Πλάκας.
περισσότερα εδώ

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Το άσβηστο φως της Αγάπης και της Ειρήνης

Το άσβηστο φως της Αγάπης και της Ειρήνης
«Την κατανόηση του ανθρώπινου δράματος, χωρίς όρια μέσα στον κόσμο, αυτό είναι που ονομάζω αγάπη.»
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στις Κροκεές της Λακωνίας το 1912. Σε ηλικία δέκα επτά ετών έρχεται στην Αθήνα και ξεκινάει σπουδές στη Νομική Αθηνών, αλλά εγκαταλείπει γρήγορα λόγω οικονομικών δυσχερειών. Αρχίζει να δουλεύει σε οποιαδήποτε δουλειά για να επιβιώσει και παράλληλα γράφει.

Το 1940 παίρνει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και το 1941 εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ. Το 1948 γνωρίζεται με τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο τους συνδέει βαθειά φιλία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1949 εξαιτίας της έκδοσης του έργου του «Δυο άνθρωποι μιλούν για την Ειρήνη του κόσμου» διεγράφη από το ΚΚΕ.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αυτοεξορίζεται στην Ευρώπη και όταν με τη μεταπολίτευση ξαναγύρισε, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη γενέθλια γη.

Πέρασε μια ζωή πλούσια σε δοκιμασίες και αγώνες αλλά πλούσια και σε δημιουργία και ποίηση. Ο ίδιος γράφει:
«Η ζωή υπήρξε δεσμοφύλακας και εγώ κρατούμενος, που ό,τι έγραψε στο πουκάμισό του, σε ώρες που έκλεβε, ποτέ σε μέρες ολόκληρες»
Τιμήθηκε με δυο κρατικά βραβεία(1941 και 1946) και με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1987 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Προτάθηκε επίσης τέσσερις φορές υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ στην ποίηση.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ύμνησε το φως, τον ήλιο, την αγάπη, την ειρήνη πολλές φορές στα ποιήματά του. Έγινε ειρηνιστής μέσα σε μια ανθρωπότητα βασανισμένη από πολέμους και αλληλοσπαραγμούς.
Ο Μιχάλης Σταθόπουλος αναφέρει στην εκφώνησή του κατά την αγόρευση του Νικηφόρου Βρεττάκου σε επίτιμο διδάκτορα του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Τον γνωρίσαμε προσηλωμένον στην ειρήνη και στα δικαιώματα του ανθρώπου, να κάνει πράξη αυτό που έλεγε, ο,τι αποστολή του ποιητή είναι να γίνεται απόστολος της ειρήνης»

Τον Αύγουστο του 1991 «κατέβηκε» στη γη των αιώνων αφήνοντας σε όλους εμάς παρακαταθήκη το έργο του, «το φως του ήλιου και της αγάπης» αστραφτερό, επίμονο και αβασίλευτο να συγκλίνει και να καθοδηγεί για πάντα ολόκληρη την ανθρωπότητα.

«Έχω αφήσει την καρδιά μου στη γη
να χτυπάει μονάχη της. (Αυτό είναι άλλωστε
η ποίηση) Να μπορούν να την έχουν
στις σάκκες τους τα παιδιά, να την μετακινούνε
οι ταξιδιώτες. Κ’ οι πικραμένοι
που ξέμειναν από ήλιο, ν’ ακούν
το φλοίσβο του μέσα της»

Ειρήνη είναι όταν
Σας χωρίζει ένα αδιόρατο χάσμα απ’ τον κόσμο.
Σας διέφυγαν πράγματα. Δεν τάχετε όλα
καλά λογαριάσει, δεν τάχετε δει,
ακούσει όσο πρέπει. Γι’ αυτό και σας φαίνεται
τόσο παράξενο, που κλείνω, ανοίγω
το παράθυρο κι άλλο δεν σας λέω:
«Ειρήνη!»

Ειρήνη, λοιπόν,
είναι ο,τι συνέλαβα μες απ’ την έκφραση
και μες απ’ την κίνηση της ζωής. Και Ειρήνη
είναι κάτι βαθύτερο απ’ αυτό που εννοούμε
όταν δεν γίνεται κάποτε πόλεμος.

Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή
γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος. Κι ο ήλιος
ψυχή μες στον άνθρωπο.

«… Ο δρόμος της ανόδου, μού είχε αποκαλυφτεί. Σήμερα μπορώ να το υποστηρίζω με απόλυτη βεβαιότητα. Ένας είναι ο δρόμος ανόδου στη γη. Αυτός που οδηγεί προς τον άνθρωπο. Το υψηλότερο σημείο του κόσμου, είναι κείνο που μπορεί να διακρίνει κανείς τον άνθρωπο σαν υπέρτατη έννοια και το πρόβλημά του σαν το μέγιστο πρόβλημα. Από το πλησίασμα λοιπόν του ανθρώπου, από το πλησίασμα του προσώπου σου πάνω στο πρόσωπο του άλλου ανθρώπου, από το βύθισμα των δικών σου χαρακτηριστικών μέσα στα δικά του χαρακτηριστικά, από την αποκάλυψη που σού δίνει η βαθύτερη παρατήρηση, αρχίζει η αγάπη. Την κατανόηση λοιπόν του ανθρώπινου δράματος, χωρίς όρια μέσα στον κόσμο, αυτό είναι που ονομάζω αγάπη.

» Ονομάζω αγάπη την κατανόηση της ιερότητας που έχει αποχτήσει ο άνθρωπος στην πάλη του με τη φύση και με τον ίδιο τον άνθρωπο. Αγάπη ονομάζω την ανάγκη να περιπτυχθείς τον άνθρωπο, όχι σαν μονάδα, αλλά σαν είδος, στο σύνολό του. Αγάπη εννοώ την κατανόηση του ανθρώπινου προβλήματος σ’ όλες τις υποθέσεις που προβάλλουν με αξιώσεις για τη λύση αυτού του προβλήματος. Αγάπη εννοώ την ανάγκη να σώσεις. Αγαπάς από τη στιγμή που η σωτηρία του ανθρώπου, γίνεται η οργανικότερη ανάγκη της ύπαρξης σου.
Αυτός αγαπάει, που ακούει, πιο ευδιάκριτα από τον άνεμο του μεσονυχτιού, το θρήνο των μαζών, όσο κι αν οι τελευταίες αυτές βρίσκονται μεθοδικά σκεπασμένες από την επίφαση του πολιτισμού του αιώνα μας.
»Αγαπώντας κανείς έχει κιόλας κερδίσει την ατομική του δικαίωση. Αγαπώντας κανείς, έχει πάρει κιόλας μια θέση απέναντι στον πόλεμο. Έχει πάρει κιόλας μια θέση απέναντι στην τυραννία. Έχει πάρει κιόλας μια θέση απέναντι στην ανισότητα.

» Έχει αποκριθεί στη μεγάλη κραυγή που ανεβαίνει από παντού. Στην κραυγή που είναι ένα μέρος από το σώμα του ανθρώπου και που υπάρχει παντού.

«Σώσε με! Εγώ είμαι! Είμαι τα χέρια σας! Είμαι η καρδιά σας! Είμαι το πρόσωπό σας! Είμαι τα ίδια σας τα πλευρά που ζητούν να τα αποσπάσουν! Κινδυνεύετε! Σώστε με!…»

»Αυτό το αίσθημα της αγάπης, είναι σαν ένα κλίμα αθανασίας μέσα στον άνθρωπο. Περισσότερο από τη μουσική, από την ποίηση κι από την επιστήμη, νομίζεις πως ενώνει τα τέσσερα σημεία του σύμπαντος μέσα σου. Αγάπη σημαίνει πληρότητα. Μια πληρότητα που ξεχυλίζει την ιερότητά της και πολλές φορές αναβλύζει σε δάκρυα. Με τα δάκρυα λοιπόν αυτά που αναβλύζουν τα μάτια μας για την τύχη του κόσμου, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να παραβληθεί κι αυτή ακόμα η πρώτη ανατολή των αστεριών στο στερέωμα. Ανατέλλουν κι αυτά από ένα βάθος μεγάλο και καθαρό. Ανατέλλουν και φωτίζουν την ελπίδα του κόσμου. Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του.»**

* (Ημερολογιακή καταγραφή 13/6/1962 «Ενώπιος ενωπίω» )
** Απόσπασμα από το έργο του «Δυο άνθρωποι μιλούν για την Ειρήνη του κόσμου»


Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Νίκος Γκάτσος — Αμοργός, Πόσο πολύ σε αγάπησα


Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Eγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.



Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.


Νίκος Γκάτσος
Αμοργός

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Νίκος Καρούζος — Σχέδιο για το μέλλον του ουρανού

Ουρανέ ολόκληρε ανοίγει το άνθος
της φωνής μου ψηλά
έφυγαν όλα τα πουλιά, μου τον χειμώνα
δεν προσμένω σ’ αυτούς τους τόπους ελευθερώνω
αγγίζοντας έρημος το γερασμένο τοίχο της βροχής
κι όπως έρχεται απ’ την αύριο
με το φάσμα του τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Λεν είναι, πια η Άνοιξη
δεν είναι καλοκαίρι μα εγώ
ας ανοίξω το βήμα κ’ εδώ λησμονημένος
να δείξω την αιωνιότητα.

Έχω άλλωστε τα φτερά ταξιδεύω
πάνω απ’ τα γλυκύτερα
βάσανα του καλοκαιριού την ομορφιά του έαρος.

Ακούω τους ήχους των τύμπανων σου Μελλοντικέ
όμως λυτρώσου από μας
πίσω δεν πάει ο καιρός μονάχα σέβεται
το κορμί με τ’ άνθη του
ιδού λοιπόν γιατί το συντρίβει.

Λησμόνησε μας.

Ακούω τη χαρά σου πολιτεία του Θεού υπάρχεις
αλήθεια και δρόμος αργυρόχρωμα
κλαδιά κάτω απ’ τη σελήνη
η μυρωμένη η πορτοκαλιά το ρόδι
ευτυχισμένο λάλημα του πετεινού.

Όταν λαλεί ο πετεινός πώς σχίζει την καρδιά μου
τι ερημιά διαλαλεί στο σάπιο μεσημέρι.

Από χειμώνα σε αισθάνομαι πολιτεία του έρωτα
ο ήλιος ανατέλλει και τους πεθαμένους ίσκιους
ένα φως πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
σε λάμψεις τη μουσική μου.

Μεγάλη η νύχτα κ’ η ποίηση
τόσο χαμηλή για τους αναγκασμένους.

Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στο κορμί μου.
Πού είναι τα χρόνια των υακίνθων…

Ο ήλιος σου μάτωνε τα γόνατα κ’ οι άνθρωποι
φαίνονταν ευεξήγητοι
σαν τα φυτά τη βροχή τον ουρανό!

Και τώρα να η μοίρα σου
στην πόλη μέσα τη φρικτή
μ’ ενάντιο σπίτι εναντίον άνεμο.

Έρημος τώρα ο βράχος της αγάπης —
μη με λησμονήσεις
πάνω του στα βραδινά πετρώματα
με το φεγγάρι καθαρό πουκάμισο.

Μη με λησμονήσεις βαθύτατε αέρα.
Τη νύχτ’ αναστενάζουμε.

Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τα πεύκα μου
έχει περάσει πια το μεσονύχτι
κ’ εγώ στρέφομαι στην πικρή κλίνη
είμ’ ένας έρημος με δάφνες ένας μοναχικός
που χάθηκε στους κρυστάλλινους μακρινούς ήχους.

Της καρδιάς μου τα πικρά και μαύρα φύλλα
πνοή που να ‘βγει απ’ τον ευλογημένο εντός μου
δεν τα κίνησε. Τώρα σε δίνες
έχω χαθεί κάποτε υπήρξα.
ο άγγελος των ορατών όπως αγάπησε βαθιά.

Σε ακούω Εκτυφλωτικέ —
πώς έρχεται η φωνή σου απ’ τον ύπαιθρο
ήχοι μου ταπεινοί πλαγιαύλων
υπάρχω κι ακούω το ελεγείο.

Εγώ τότε τραγουδούσα:
Έρωτα με κατοίκησες πολύ
φύγε απ αυτό το σπίτι.

Δεν έχει ούτ’ ένα παράθυρο να βγει.
στα δέντρα η ερημιά μου
σκόνες μονάχα και σύνεργα της ψυχής.

Οι άγιες εικόνες δεν υπάρχουν
έρωτα μη σημαίνεις-πια.

Πρέπει ν’ αρχίσω απ’ τη λησμονιά.

Μη δείχνεις — είμαι ο ανώφελος το ξέρω
σώμα για θάνατο και θάνατο
που ελπίζει σ’ ένα φύλλο δέντρου.

Η φωνή μου λυγίζει.

Αλλά δεν παραδίδομαι αντίκρυ
σ’ αυτή τη δύση τρομαγμένος
εγώ με όλο το αίμα μου
έτσι όπως πόνεσα στους δρόμους ατελείωτα
με τόσο σπαραγμό στα σύνορα μου.

Ο ουρανός είναι στον βαθυκύανο χειμώνα.

Το φως φωνάζει με τον κεραυνό.

Να με σώσουν τα όνειρα ή να με συντρίψουν
— ένα τ’ ονομάζω.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Pablo Neruda - Το Γέλιο Σου - Your Laughter

Salvador Domingo Felipe Jacinto Dalí i Domènech - Butterfly Boat
This 'ship of dreams' is one of Dali's most famous butterfly paintings.
Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις
Πάρε μου τον αέρα, όμως
Μη μου παίρνεις το γέλιο σου…

Μη μου παίρνεις το ρόδο
Την αιχμή της λόγχης σου
Το νερό που αίφνης
Στη χαρά σου αναβλύζει
Το ξαφνικό το κύμα
Το αργυρό που σε γεννά…

Ο αγώνας μου σκληρός και επιστρέφω
Κάποιες φορές με μάτια
Κουρασμένα απ’ το να βλέπω
Τη Γη που δεν αλλάζει
Αλλά σαν μπω στο γέλιο σου
Ανεβαίνει ως τα ουράνια να με βρει
Και μου ανοίγει όλες
Τις πόρτες της ζωής…

Αγάπη μου, την πιο σκοτεινή
Την ώρα δείξε την αιχμή
Του γέλιου σου, κι αν αίφνης
Δεις το αίμα μου να βάφει
Τις πέτρες του δρόμου
Γέλα, γιατί το γέλιο σου
Θα είναι για τα χέρια μου
Σαν δροσερό σπαθί…
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου
Πρέπει το γέλιο σου να υψώσει
Τον αφρισμένο καταρράχτη του
Και με την Άνοιξη, αγάπη
Το γέλιο σου το θέλω σαν
Το λουλούδι που περίμενα
Τον κυανό ανθό, το ρόδο
Της εύηχης πατρίδας μου…

Γέλα με τη νύχτα
Με τη μέρα ή με το φεγγάρι
Γέλα με τους στριφογυριστούς
Δρόμους του νησιού
Γέλα μ’ αυτό το αδέξιο
Αγόρι που σε αγαπάει
Όμως όταν εγώ ανοίγω
Τα μάτια και τα κλείνω
Όταν τα βήματα μου φεύγουν
Κι όταν γυρνούν
Να μου αρνηθείς ψωμί, αέρα
Φως και Άνοιξη
Αλλά το γέλιο σου ποτέ
Γιατί θα πέθαινα…


Your Laughter

Take bread away from me, if you wish,
take air away, but
do not take from me your laughter.

Do not take away the rose,
the lance flower that you pluck,
the water that suddenly
bursts forth in joy,
the sudden wave
of silver born in you.

My struggle is harsh and I come back
with eyes tired
at times from having seen
the unchanging earth,
but when your laughter enters
it rises to the sky seeking me
and it opens for me all
the doors of life.

My love, in the darkest
hour your laughter
opens, and if suddenly
you see my blood staining
the stones of the street,
laugh, because your laughter
will be for my hands
like a fresh sword.

Next to the sea in the autumn,
your laughter must raise
its foamy cascade,
and in the spring, love,
I want your laughter like
the flower I was waiting for,
the blue flower, the rose
of my echoing country.

Laugh at the night,
at the day, at the moon,
laugh at the twisted
streets of the island,
laugh at this clumsy
boy who loves you,
but when I open
my eyes and close them,
when my steps go,
when my steps return,
deny me bread, air,
light, spring,
but never your laughter
for I would die.

Pablo Neruda

Pablo Neruda - Σφιγμένη ψυχή - Clenched Soul

Girl Standing On Windy Grass Field Watching The Sunset
Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο
όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και σκέπαζε τον κόσμο.


Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στα χάη.

Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.

Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.

Λέγε μου, που ήσουνα;
Με τι κόσμο;
Και τι τους έλεγες;
Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου;

Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.

Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.


από τα ΕΙΚΟΣΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ

σε μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή


Clenched Soul

We have lost even this twilight.
No one saw us this evening hand in hand
while the blue night dropped on the world.

I have seen from my window
the fiesta of sunset in the distant mountain tops.

Sometimes a piece of sun
burned like a coin in my hand.

I remembered you with my soul clenched
in that sadness of mine that you know.

Where were you then?
Who else was there?
Saying what?
Why will the whole of love come on me suddenly
when I am sad and feel you are far away?

The book fell that always closed at twilight
and my blue sweater rolled like a hurt dog at my feet.

Always, always you recede through the evenings
toward the twilight erasing statues.

Pablo Neruda

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Γιάννης Ρίτσος - Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου

Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών
και των γρύλων – έλεγε, –
το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς 
αγκυροβολημένο στο
παλιό τζάκι της καλύβας,
η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς –
δε σου ζητούν αποδείξεις,
Wheatfield with Crows, 1890 by Vincent Van Gogh
οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση,
υπάρχουμε,
μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της
θερινής νύχτας,
τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα,
οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές,
τα κορίτσια ξύπνια,
η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της,
το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι.

Ο μικρός ακούρευτος βοσκός
ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων,
τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού,
το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του,
τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε,
έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο
και ξάπλωσε μόνος,
σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του,
(μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας),
κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα –
Άγνωστη γνώση
γνώση του σώματος,
άγνωστο σώμα.

Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, ΙΙΙ, εκδ. Κέδρος

Τάσος Λειβαδίτης — Πανάρχαιη αντιδικία

     Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω όλα, και 
μάλιστα χωρίς να ’ναι κανείς στην άλλη πλευρά του τραπεζι-
ού - κανείς; αστείοι που είμαστε – αντίκρυ μου εκεί, κάθε νύ-
χτα, στέκεται ο Θεός, εγώ προσπαθώ να του ξεφύγω, εφευρίσκω
πανουργίες, θανάσιμα αμαρτήματα, κάνω αποτρόπαιες σκέψεις, 
αλλά Εκείνος με διεκδικεί ολόκληρο, λυσσάω που δεν μπορώ να 
βρω μια υπεκφυγή, μια διέξοδο...
    Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το παράθυρο και 
άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για μια ακόμα φορά, με κέρδιζε 
με την καινούργια μέρα του.

Από την ενότητα «ΔΑΦΝΕΣ ΓΙΑ ΝΙΚΗΜΕΝΟΥΣ» 
της ποιητικής σύνθεσης «Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983)