Σελίδες

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος — Το άσβηστο φως της Αγάπης και της Ειρήνης

Το άσβηστο φως της Αγάπης και της Ειρήνης
«Την κατανόηση του ανθρώπινου δράματος, χωρίς όρια μέσα στον κόσμο, αυτό είναι που ονομάζω αγάπη.»
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στις Κροκεές της Λακωνίας το 1912. Σε ηλικία δέκα επτά ετών έρχεται στην Αθήνα και ξεκινάει σπουδές στη Νομική Αθηνών, αλλά εγκαταλείπει γρήγορα λόγω οικονομικών δυσχερειών. Αρχίζει να δουλεύει σε οποιαδήποτε δουλειά για να επιβιώσει και παράλληλα γράφει.

Το 1940 παίρνει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και το 1941 εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ. Το 1948 γνωρίζεται με τον Άγγελο Σικελιανό με τον οποίο τους συνδέει βαθειά φιλία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1949 εξαιτίας της έκδοσης του έργου του «Δυο άνθρωποι μιλούν για την Ειρήνη του κόσμου» διεγράφη από το ΚΚΕ.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αυτοεξορίζεται στην Ευρώπη και όταν με τη μεταπολίτευση ξαναγύρισε, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη γενέθλια γη.

Πέρασε μια ζωή πλούσια σε δοκιμασίες και αγώνες αλλά πλούσια και σε δημιουργία και ποίηση. Ο ίδιος γράφει:
«Η ζωή υπήρξε δεσμοφύλακας και εγώ κρατούμενος, που ό,τι έγραψε στο πουκάμισό του, σε ώρες που έκλεβε, ποτέ σε μέρες ολόκληρες»
Τιμήθηκε με δυο κρατικά βραβεία(1941 και 1946) και με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1987 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Προτάθηκε επίσης τέσσερις φορές υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ στην ποίηση.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ύμνησε το φως, τον ήλιο, την αγάπη, την ειρήνη πολλές φορές στα ποιήματά του. Έγινε ειρηνιστής μέσα σε μια ανθρωπότητα βασανισμένη από πολέμους και αλληλοσπαραγμούς.
Ο Μιχάλης Σταθόπουλος αναφέρει στην εκφώνησή του κατά την αγόρευση του Νικηφόρου Βρεττάκου σε επίτιμο διδάκτορα του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Τον γνωρίσαμε προσηλωμένον στην ειρήνη και στα δικαιώματα του ανθρώπου, να κάνει πράξη αυτό που έλεγε, ο,τι αποστολή του ποιητή είναι να γίνεται απόστολος της ειρήνης»

Τον Αύγουστο του 1991 «κατέβηκε» στη γη των αιώνων αφήνοντας σε όλους εμάς παρακαταθήκη το έργο του, «το φως του ήλιου και της αγάπης» αστραφτερό, επίμονο και αβασίλευτο να συγκλίνει και να καθοδηγεί για πάντα ολόκληρη την ανθρωπότητα.

«Έχω αφήσει την καρδιά μου στη γη
να χτυπάει μονάχη της. (Αυτό είναι άλλωστε
η ποίηση) Να μπορούν να την έχουν
στις σάκκες τους τα παιδιά, να την μετακινούνε
οι ταξιδιώτες. Κ’ οι πικραμένοι
που ξέμειναν από ήλιο, ν’ ακούν
το φλοίσβο του μέσα της»

Ειρήνη είναι όταν
Σας χωρίζει ένα αδιόρατο χάσμα απ’ τον κόσμο.
Σας διέφυγαν πράγματα. Δεν τάχετε όλα
καλά λογαριάσει, δεν τάχετε δει,
ακούσει όσο πρέπει. Γι’ αυτό και σας φαίνεται
τόσο παράξενο, που κλείνω, ανοίγω
το παράθυρο κι άλλο δεν σας λέω:
«Ειρήνη!»

Ειρήνη, λοιπόν,
είναι ο,τι συνέλαβα μες απ’ την έκφραση
και μες απ’ την κίνηση της ζωής. Και Ειρήνη
είναι κάτι βαθύτερο απ’ αυτό που εννοούμε
όταν δεν γίνεται κάποτε πόλεμος.

Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή
γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος. Κι ο ήλιος
ψυχή μες στον άνθρωπο.

«… Ο δρόμος της ανόδου, μού είχε αποκαλυφτεί. Σήμερα μπορώ να το υποστηρίζω με απόλυτη βεβαιότητα. Ένας είναι ο δρόμος ανόδου στη γη. Αυτός που οδηγεί προς τον άνθρωπο. Το υψηλότερο σημείο του κόσμου, είναι κείνο που μπορεί να διακρίνει κανείς τον άνθρωπο σαν υπέρτατη έννοια και το πρόβλημά του σαν το μέγιστο πρόβλημα. Από το πλησίασμα λοιπόν του ανθρώπου, από το πλησίασμα του προσώπου σου πάνω στο πρόσωπο του άλλου ανθρώπου, από το βύθισμα των δικών σου χαρακτηριστικών μέσα στα δικά του χαρακτηριστικά, από την αποκάλυψη που σού δίνει η βαθύτερη παρατήρηση, αρχίζει η αγάπη. Την κατανόηση λοιπόν του ανθρώπινου δράματος, χωρίς όρια μέσα στον κόσμο, αυτό είναι που ονομάζω αγάπη.

» Ονομάζω αγάπη την κατανόηση της ιερότητας που έχει αποχτήσει ο άνθρωπος στην πάλη του με τη φύση και με τον ίδιο τον άνθρωπο. Αγάπη ονομάζω την ανάγκη να περιπτυχθείς τον άνθρωπο, όχι σαν μονάδα, αλλά σαν είδος, στο σύνολό του. Αγάπη εννοώ την κατανόηση του ανθρώπινου προβλήματος σ’ όλες τις υποθέσεις που προβάλλουν με αξιώσεις για τη λύση αυτού του προβλήματος. Αγάπη εννοώ την ανάγκη να σώσεις. Αγαπάς από τη στιγμή που η σωτηρία του ανθρώπου, γίνεται η οργανικότερη ανάγκη της ύπαρξης σου.
Αυτός αγαπάει, που ακούει, πιο ευδιάκριτα από τον άνεμο του μεσονυχτιού, το θρήνο των μαζών, όσο κι αν οι τελευταίες αυτές βρίσκονται μεθοδικά σκεπασμένες από την επίφαση του πολιτισμού του αιώνα μας.
»Αγαπώντας κανείς έχει κιόλας κερδίσει την ατομική του δικαίωση. Αγαπώντας κανείς, έχει πάρει κιόλας μια θέση απέναντι στον πόλεμο. Έχει πάρει κιόλας μια θέση απέναντι στην τυραννία. Έχει πάρει κιόλας μια θέση απέναντι στην ανισότητα.

» Έχει αποκριθεί στη μεγάλη κραυγή που ανεβαίνει από παντού. Στην κραυγή που είναι ένα μέρος από το σώμα του ανθρώπου και που υπάρχει παντού.

«Σώσε με! Εγώ είμαι! Είμαι τα χέρια σας! Είμαι η καρδιά σας! Είμαι το πρόσωπό σας! Είμαι τα ίδια σας τα πλευρά που ζητούν να τα αποσπάσουν! Κινδυνεύετε! Σώστε με!…»

»Αυτό το αίσθημα της αγάπης, είναι σαν ένα κλίμα αθανασίας μέσα στον άνθρωπο. Περισσότερο από τη μουσική, από την ποίηση κι από την επιστήμη, νομίζεις πως ενώνει τα τέσσερα σημεία του σύμπαντος μέσα σου. Αγάπη σημαίνει πληρότητα. Μια πληρότητα που ξεχυλίζει την ιερότητά της και πολλές φορές αναβλύζει σε δάκρυα. Με τα δάκρυα λοιπόν αυτά που αναβλύζουν τα μάτια μας για την τύχη του κόσμου, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να παραβληθεί κι αυτή ακόμα η πρώτη ανατολή των αστεριών στο στερέωμα. Ανατέλλουν κι αυτά από ένα βάθος μεγάλο και καθαρό. Ανατέλλουν και φωτίζουν την ελπίδα του κόσμου. Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του.»**

* (Ημερολογιακή καταγραφή 13/6/1962 «Ενώπιος ενωπίω» )
** Απόσπασμα από το έργο του «Δυο άνθρωποι μιλούν για την Ειρήνη του κόσμου»


Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου