με ακολούθησες,
με κοιτούσες
μέσα από
τις τάβλες που είχαν σαπίσει
από τη βαρυχειμωνιά.
Ξαφνικά
ήταν τα δικά σου μάτια
εκείνα που κρυφοκοιτούσαν απ’ τις τρύπες.
Οι σταλαγματιές
τη νύχτα
επαναλάμβαναν
το ονοματεπώνυμό σου
ή, μερικές φορές,
η άδεια αλατιέρα,
το σκισμένο σακάκι,
τα τρύπια παπούτσια,
με προειδοποιούσαν.
Ήταν εκεί
παραμονεύοντάς με
τα όμοια με σαράκι δόντια σου,
τα μάτια σου, τέλματα σωστά,
η σταχτιά σου γλώσσα
που κόβει
τα ρούχα, το ξύλο,
τα κόκαλα και το αίμα,
ήσουν εκεί
ψάχνοντάς με,
ακολουθώντας με
στους δρόμους
από τότε που γεννήθηκα.
Κι όταν νοίκιασα ένα κούτσικο
δωμάτιο, στην άκρη της πόλης,
καθισμένη σε μια καρέκλα
με περίμενες,
ή όταν, έφηβος,
ανασήκωνα τα σεντόνια
ενός σκοτεινού ξενοδοχείου
δεν έβρισκα το άρωμα
του γυμνού τριαντάφυλλου,
αλλά το ψυχρό σφύριγμα
του στόματός σου.
Φτώχεια,
με ακολούθησες
στις γειτονιές και στα νοσοκομεία,
στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Όταν αρρώστησα χτυπήσαν
την πόρτα:
δεν ήταν ο γιατρός, παρά ερχόταν
ξανά η φτώχεια.
Σε είδα να βγάζεις τα έπιπλά μου
στο δρόμο:
οι άνθρωποι τ’ αφήναν
να πέσουν σαν τις πέτρες.
Εσύ, με αβάσταχτη στοργή,
απ’ όλη την εγκατάλειψη του κόσμου
στη μέση του δρόμου και κάτω απ’ τη βροχή
έφτιαχνες
έναν σαραβαλιασμένο θρόνο
και κοιτώντας τους φτωχούς
μάζευες από χάμω
το τελευταίο πιάτο μου να το κάνεις διάδημα.
Τώρα,
φτώχεια,
σ’ ακολουθώ εγώ.
Είμαι αμείλικτος
όπως ήσουν κι εσύ.
Μαζί
με κάθε φτωχό
θα με βρεις να τραγουδώ,
κάτω από κάθε σεντόνι
αδιανόητου νοσοκομείου
θα βρεις το τραγούδι μου.
Σ’ ακολουθώ,
φτώχεια,
σε παραμονεύω,
σε κυκλώνω,
σε στήνω στον τοίχο,
σε απομονώνω,
σου μπήγω τα νύχια,
σου σπάω
τα δόντια που σου απομένουν.
Βρίσκομαι παντού:
στον ωκεανό με τους ψαράδες,
στο ορυχείο
όπου οι άντρες,
σκουπίζοντας το μέτωπό τους
για να στεγνώσουν τον μαύρο ιδρώτα, βρίσκουν
τα ποιήματά μου.
Σχολάω κάθε μέρα
με την εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας.
Τα χέρια μου είναι κάτασπρα
απ’ το μοίρασμα του ψωμιού στους φούρνους.
Όπου κι αν πας,
φτώχεια,
το τραγούδι μου
τραγουδά,
η ζωή μου
ζει,
το αίμα μου
αγωνίζεται.
Θα καταρρίψω
τις ωχρές σου σημαίες
όπου κι αν υψωθούν.
Άλλοι ποιητές,
στο παρελθόν, σε αποκάλεσαν
αγία,
ασπάστηκαν το μανδύα σου,
τράφηκαν με αέρα
και χάθηκαν.
Εγώ
σε προκαλώ,
με σκληρούς στίχους σού ραπίζω το πρόσωπο,
σε σκάφος σε φορτώνω και σε εξοστρακίζω.
Εγώ μαζί με άλλους,
πάρα πολλούς άλλους,
σ’ εξορίζουμε
από τη Γη στη Σελήνη
για να μείνεις εκεί
παγωμένη κι αιχμάλωτη
κοιτώντας με μισό μάτι
το ψωμί και τα ελέη
που θα καλύψουν τη γη
από αύριο.
ήταν τα δικά σου μάτια
εκείνα που κρυφοκοιτούσαν απ’ τις τρύπες.
Οι σταλαγματιές
τη νύχτα
επαναλάμβαναν
το ονοματεπώνυμό σου
ή, μερικές φορές,
η άδεια αλατιέρα,
το σκισμένο σακάκι,
τα τρύπια παπούτσια,
με προειδοποιούσαν.
Ήταν εκεί
παραμονεύοντάς με
τα όμοια με σαράκι δόντια σου,
τα μάτια σου, τέλματα σωστά,
η σταχτιά σου γλώσσα
που κόβει
τα ρούχα, το ξύλο,
τα κόκαλα και το αίμα,
ήσουν εκεί
ψάχνοντάς με,
ακολουθώντας με
στους δρόμους
από τότε που γεννήθηκα.
Κι όταν νοίκιασα ένα κούτσικο
δωμάτιο, στην άκρη της πόλης,
καθισμένη σε μια καρέκλα
με περίμενες,
ή όταν, έφηβος,
ανασήκωνα τα σεντόνια
ενός σκοτεινού ξενοδοχείου
δεν έβρισκα το άρωμα
του γυμνού τριαντάφυλλου,
αλλά το ψυχρό σφύριγμα
του στόματός σου.
Φτώχεια,
με ακολούθησες
στις γειτονιές και στα νοσοκομεία,
στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Όταν αρρώστησα χτυπήσαν
την πόρτα:
δεν ήταν ο γιατρός, παρά ερχόταν
ξανά η φτώχεια.
Σε είδα να βγάζεις τα έπιπλά μου
στο δρόμο:
οι άνθρωποι τ’ αφήναν
να πέσουν σαν τις πέτρες.
Εσύ, με αβάσταχτη στοργή,
απ’ όλη την εγκατάλειψη του κόσμου
στη μέση του δρόμου και κάτω απ’ τη βροχή
έφτιαχνες
έναν σαραβαλιασμένο θρόνο
και κοιτώντας τους φτωχούς
μάζευες από χάμω
το τελευταίο πιάτο μου να το κάνεις διάδημα.
Τώρα,
φτώχεια,
σ’ ακολουθώ εγώ.
Είμαι αμείλικτος
όπως ήσουν κι εσύ.
Μαζί
με κάθε φτωχό
θα με βρεις να τραγουδώ,
κάτω από κάθε σεντόνι
αδιανόητου νοσοκομείου
θα βρεις το τραγούδι μου.
Σ’ ακολουθώ,
φτώχεια,
σε παραμονεύω,
σε κυκλώνω,
σε στήνω στον τοίχο,
σε απομονώνω,
σου μπήγω τα νύχια,
σου σπάω
τα δόντια που σου απομένουν.
Βρίσκομαι παντού:
στον ωκεανό με τους ψαράδες,
στο ορυχείο
όπου οι άντρες,
σκουπίζοντας το μέτωπό τους
για να στεγνώσουν τον μαύρο ιδρώτα, βρίσκουν
τα ποιήματά μου.
Σχολάω κάθε μέρα
με την εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας.
Τα χέρια μου είναι κάτασπρα
απ’ το μοίρασμα του ψωμιού στους φούρνους.
Όπου κι αν πας,
φτώχεια,
το τραγούδι μου
τραγουδά,
η ζωή μου
ζει,
το αίμα μου
αγωνίζεται.
Θα καταρρίψω
τις ωχρές σου σημαίες
όπου κι αν υψωθούν.
Άλλοι ποιητές,
στο παρελθόν, σε αποκάλεσαν
αγία,
ασπάστηκαν το μανδύα σου,
τράφηκαν με αέρα
και χάθηκαν.
Εγώ
σε προκαλώ,
με σκληρούς στίχους σού ραπίζω το πρόσωπο,
σε σκάφος σε φορτώνω και σε εξοστρακίζω.
Εγώ μαζί με άλλους,
πάρα πολλούς άλλους,
σ’ εξορίζουμε
από τη Γη στη Σελήνη
για να μείνεις εκεί
παγωμένη κι αιχμάλωτη
κοιτώντας με μισό μάτι
το ψωμί και τα ελέη
που θα καλύψουν τη γη
από αύριο.
Μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου
oanagnostis
Ode to Poverty
When I was born,
poverty,
you followed me,
you watched me
through the wooden boards
rotten by the deep winter.
Perhaps
it was your eyes,
that watched me from the holes.
The leaks,
at night,
repeated
your name and surname
or sometimes
the broken salt-cellar,
the torn suit,
the open shoes,
warned me.
They were stalking me
your woodworm teeth
your swampy eyes,
your grey tongue
that cuts
clothes, wood,
bones and blood,
there you were
looking for me
following me
in the streets
from my birth.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου