Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Ο Δαβίδ υπήρξε ποιμένας, μουσικός, ποιητής, στρατιωτικός
διοικητής, προφήτης και βασιλιάς. Το όνομά του στα εβραϊκά
σημαίνει «αγαπημένος» ή «αγαπητός». Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά
μετά τον Σαούλ Βασιλιάς και ο μεγαλύτερος απ' όλους τους
βασιλιάδες του Ισραήλ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς
Διαθήκης ο Δαβίδ θα πρέπει να έζησε περίπου το 1040-970 π.Χ.
Βασίλευσε για 40 χρόνια, από το 1010-970 π.Χ.. Οι περισσότεροι
Ψαλμοί είναι γραμμένοι από τον Δαβίδ.
Ο Δαβίδ διακρίθηκε, επίσης, ως εξαιρετικός μουσικός. Ως
ψαλμωδός και ποιητής του Ισραήλ, απολάμβανε να ψάλλει ύμνους
δοξολογίας με ποικίλα θέματα. Ήταν επιδέξιος κιθαρωδός και
διάσημος για τις μουσικές του ικανότητες. Συνέθεσε ύμνους,
κατασκεύασε και εφηύρε όργανα για λατρευτική χρήση, δημιούργησε
την ορχήστρα του Ναού με 4.000 μουσικά όργανα και οργάνωσε τη
λατρεία στο Ναό. Έγραψε τουλάχιστον 73 ψαλμούς, οι οποίοι ακόμα
και σήμερα αποτελούν μέρος της λατρείας Ιουδαίων και
Χριστιανών.
Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βα- στάει στη ζωή. Γι΄ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γρά- ψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλ- λιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέ- ρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ' ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα ή δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως νοιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λό- για, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι - όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες- που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη, όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια, ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες, να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει, κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν, καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε. Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο· χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι’ άγκυρα κ’ ένα οικόσημο έχει, είν’ αλαφρύ, για πιάσε το· δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις». -Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρτο.
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος του τρώνε και το λίγο βίος
κι από το στόμα την μπουκιά πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
ο πετροπαιχνιδιάτορας
λίγο το στόμα του άνοιξε
κι ευθύς εμύρισε άνοιξη
Τα δέντρα κελαηδήσανε τα ζωντανά σουνίσανε
κι οι άνεμοι χρωματιστούς γεμίσανε χαρταετούς.
Ο ΗΛΙΟΣ Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω
παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ
Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι
Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι
Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε
γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε
Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά
το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά
Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα
έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα
Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα
του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα
Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά
κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα
Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς
τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους
Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη
που 'δωσε το σκοτάδι φως για να το πιει
Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου
Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται
Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε
Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο
Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση
όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση
Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή
δώσε την περηφάνια πάρε την οργή
Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα
δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα
Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί
νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι
Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά
Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός
να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός
Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»
όλα του κόσμου τ' άδικα ξε-χά-νο-νται.
ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ - Τραγούδι Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
1971
Λίγα λόγια για το έργο του Οδυσσέα Ελύτη
«Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας»
Ο ποιητής του Αιγαίου µέσα από τη µοναδική του πένα, περιγράφει την
πατρίδα µας σε όλες της τις στιγµές, χρησιµοποιώντας κατά βάση την
αλληγορία.
Ουσιαστικά πρόκειται για µια ιστορική αναδροµή µέσα στους αιώνες και
στις περιπέτειες που πέρασε ο τόπος µας.
Αυτό το ελληνικό κόσµηµα της λογοτεχνίας, που γράφτηκε από το
νοµπελίστα ποιητή, Οδυσσέα Ελύτη, καταδεικνύει τη φύση των αγώνων που έχει
αντιµετωπίσει ο ελληνισµός κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών.
Οι πρόγονοί µας, στα χρόνια των πολέµων αγωνίστηκαν για την πατρίδα
τους µε νίκες και µε ήττες.
Κεντρική και κυρίαρχη θέση, όχι µόνο στο συγκεκριµένο ποίηµα αλλά
γενικά στην ποίηση του Ελύτη, κατέχει, ο ήλιος, σύµβολο φωτός και δικαιοσύνης.
Αυτός ο ελληνικός, λαµπερός και φωτεινός ήλιος βοηθά τους ανθρώπους να
λύνουν τα προβλήµατά τους µε χαρά και αισιοδοξία.
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας είναι ένα λυρικό ποίηµα, το οποίο φανερώνει
την αγάπη του ποιητή για την Ελλάδα και έχει έντονα φυσιολατρικό
περιεχόµενο.
Η δοµή του έργου είναι θεατρική, καθώς συµµετέχουν ο ήλιος, ο
αφηγητής, ο χορός των γυναικών, οι άνεµοι, το κορίτσι και ο χορός των
αντρών. Τα οµιλούντα αυτά πρόσωπα προσδίδουν ύψιστη δραµατικότητα στο
ποίηµα.
Γράφτηκε το 1971 την εποχή δηλαδή, όπου στην Ελλάδα κυριαρχούσε το
καθεστώς των συνταγµαταρχών. Το έργο αυτό καταφέρνει να δείξει ότι, παρ’
όλες τις δυσκολίες που περνάει καθ’ όλη την πορεία της ιστορίας της η
Ελλάδα, υπάρχει πάντα ο Ήλιος ο Ηλιάτορας.
Αυτός ο Ήλιος δίνει την ελπίδα και δείχνει τον δρόµο, για ένα
καλύτερο αύριο, στους Έλληνες, οι οποίοι µε τη δύναµή τους, το κουράγιο
τους και την πεποίθησή τους, καταφέρνουν να καταπολεµήσουν όλες αυτές τις
δυσκολίες που έρχονται στο δρόµο τους.
Στην αρχή του έργου, ο Ήλιος, σύµβολο δικαιοσύνης, ελπίδας και
αισιοδοξίας, απευθυνόµενος στην ελληνική φύση, περιγράφει το τοπίο της
Ελλάδας, της ορεινής χώρας που βρέχεται σχεδόν ολόκληρη από τη θάλασσα και
δηλώνει την αγάπη του γι αυτόν τον τόπο.
Ο ποιητής ζωγραφίζει περίεργες εικόνες, σουρεαλιστικές, πλούσιες
σε χρώµατα. Απεικονίζει την Ελλάδα χρησιµοποιώντας από την παλέτα του το
πράσινο της ελπίδας, το κόκκινο του έρωτα και της αγάπης και το κίτρινο,
το χρώµα του φωτός, το χρώµα του Ήλιου.
Μέσα από το συµβολισµό των χρωµάτων παρουσιάζονται 2 αυτά που
κάνουν τη χώρα του ποιητή, µαζί µε τη φυσική της οµορφιά, ξεχωριστή, ενώ ο
προσωποποιηµένος και κοσµογυρισµένος Ήλιος, λάµποντας επάνω στη φανταστική
τροχιά του, αναγγέλλει πως η Ελλάδα µε τα κίτρινα χωράφια και τις
σµαραγδένιες της θάλασσες είναι η πιο αγαπηµένη του χώρα.
Ο χορός των γυναικών, αποκρίνεται πως η χώρα αυτή δεν είναι όπως
τη νοµίζουν πολλοί, αλλά µια φτωχή και βασανισµένη γη που τα παιδιά της τα
στέλνουν κάθε τόσο να σκοτωθούν στον πόλεµο.
Ο χορός των γυναικών λοιπόν, απευθυνόµενος στον Ήλιο, µιλάει µε λόγια
πικρά για την πείνα, τους πολέµους, την ξενιτιά, τους σκοτωµούς που
ταλαιπωρούν την Ελλάδα.
Ενώ, ο ήλιος ζητά αµέσως από τους τέσσερις ανέµους να τρέξουν πάνω στη
γη και να διαπιστώσουν αν όλα αυτά είναι αλήθεια.
Οι άνεµοι αναφέρουν ότι η Ελλάδα πραγµατικά είναι µια χώρα πίκρας, αλλά
ταυτόχρονα και µια χώρα παραδεισένιας οµορφιάς.
Ο ήλιος λοιπόν, στο έργο του Ελύτη, κατέχοντας εξέχουσα θέση, λίγο το
στόµα του άνοιξε κι ευθύς εµύρισε Άνοιξη, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο
Ελύτης, ενώ δηλώνει τη χαρά την ελπίδα και την αισιοδοξία για την
Ελλάδα.
Στο τέλος του έργου ο ποιητής ζωγραφίζει στη φαντασία µας, την
Ελλάδα.
Ως ένας άλλος λυρικός ποιητής του 7ου αιώνα π.Χ. ζωγραφίζει την Ελλάδα
σαν βαπόρι.
Ο Αλκαίος τότε µιλούσε µε αλληγορικά λόγια για το τυραννικό καθεστώς της
Λέσβου, και παραλλήλιζε το κράτος του, το οποίο παράπαιε µε ένα καράβι που
θαλασσοδέρνεται.
Ο Ελύτης λοιπόν, µιλάει και αυτός µε αλληγορικό τρόπο για την Ελλάδα και την ζωγραφίζει σαν βαπόρι, γιατί είναι περιτριγυρισµένη από θάλασσα, να βγαίνει στα βουνά που
είναι το κύριο χαρακτηριστικό της πατρίδας µας. Βουνά, κουκουναριές,
θάλασσα είναι εικόνες γνωστές κι αγαπητές της ελληνικής γης.
Εικόνες σουρεαλιστικές, πλούσιες σε χρώµα και ήχους που µας προσφέρονται
σαν σε παραµύθι και µας γεµίζουν χαρά, αισιοδοξία και
νεανικότητα.
Σε αυτόν τον επίλογο του έργου ο Ελύτης χρησιµοποιεί τις αντιθέσεις για
να τονίσει τις αντιθέσεις της ελληνικής φύσης, που συσχετίζονται µε τους
Έλληνες και την ιστορία τους.
Από τη µια η Ελλάδα των ιστορικών δυσκολιών και από την άλλη η ονειρική
οµορφιά της ελληνικής γης και η ιστορική δόξα της.
Από τη µια ο αθώος και καλοκάγαθος Έλληνας κι από την άλλη το πνεύµα, του
πανέξυπνου και πολυµήχανου Οδυσσέα.
Η περιγραφή ολοκληρώνεται, µε µια αναφορά στη µακραίωνη και πολυτάραχη
ιστορία της Ελλάδας, που το φορτίο της, δεν είναι άλλο, παρά βάσανα και
αναστεναγµοί. ∆εν µπορεί όµως να µας µείνει η εντύπωση µιας διάχυτης
απαισιοδοξίας.
Παρακάτω τα πράγµατα αλλάζουν.
Έτσι, επικαλείται τον Κύριο.
Ο Χριστός, πάντα κοντά σ' αυτή τη χώρα και στους ανθρώπους της. Αυτόν καλεί και
τώρα ο ποιητής, να τον βοηθήσει να κατανοήσει, αυτά που συµβαίνουν γύρω
του, στην παράξενη αυτή γωνιά της γης. Κάνοντας λοιπόν έναν απολογισµό
της ιστορίας των Ελλήνων διαπιστώνει, µε απλή και αγνή περηφάνια, ότι
τόσες διακυµάνσεις και δοκιµασίες, δεν κατάφεραν να εξαφανίσουν την
Ελλάδα απ' το προσκήνιο της ιστορίας.
Στις δύσκολες στιγµές, µέσα στις πιο δραµατικές φάσεις της ιστορίας τους,
οι Έλληνες αγωνίστηκαν χωρίς να φοβηθούν, χωρίς να λυγίσουν και κατάφεραν
να επιβιώσουν και να περάσουν νικητές. Το έργο πραγµατικά κλείνει µε µια
δυνατή φωνή χαράς µε ένα δυνατό νικητήριο σάλπισµα.
Ο ήλιος, είναι για τον Ελύτη, σύµβολο χαράς της ελληνικής ψυχής, είναι η
επιβεβαίωση της πίστης του ποιητή στη δύναµη της ζωής, στην παντοτινή
λάµψη του ελληνικού πνεύµατος.
Αναζητά όµως και µια λέξη σπάνια και έντονη, που θα βάλει την προσωπική
του σφραγίδα και αυτή, στο "Τρελοβάπορο" , δεν είναι άλλη από τον "Ήλιο
τον Ηλιάτορα".
Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα Ιδρώνει
ο ήλιος τρέμει το νερό Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε Στάχυα ψηλά
λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.
Με χείλια μπρούντζινα κορμιά
γυμνά Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου Εέ! εέ!
Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες Στο λάδι της κατηφοριάς τ'
αλόγατα βουλιάζουν Τ' αλόγατα ονειρεύονται
Μια πολιτεία
δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να
χυθεί Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ' αυτιά τους Στα
ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις
καβαλίνες τους.
Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται
αγοροκόριτσα Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά Στα δόντια τους ο
ήλιος σπαρταράει Απ' τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο Κι
η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά Στην αζαλιά στην έλισσα και
στη μοσκοϊτιά!
Μια σημείωση του ποιητή Η ποιητική συλλογή Υπερώον γράφτηκε στην Αθήνα, απ' την 1 του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β’ γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1 του Μάη 1985.
🌼🌼🌼🌼🌼🌼🌼🌼
Π Ρ Ο Σ Ε Γ Γ Ι Σ Η
Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες, για σιωπηλά εφόδια, για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ’ το παράθυρο, όταν δυο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο λαθραία υφάσματα, όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες, κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως, κι η θάλασσα μας πλησιάζει όλους ανεξαιρέτως διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.
Αθήνα, 13.ΙΙΙ.85
ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Πίσω απ’ τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά, σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια, τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους ένα μικρό λουλούδι κίτρινο, σαν άστρο παραμελημένο, έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα. Μαζί κι εγώ.
Αθήνα, 14.ΙΙΙ.85
Ε Π Ι Τ Ε Λ Ο Υ Σ
Πριν από εσένα ήσουν εσύ; Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας. Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι πέταξα το ποτήρι απ’ το παράθυρο. Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».
Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85
Δ Ι Ε Ι Σ Δ Υ Σ Η
Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία, τα δες απ’ την κλειδαρότρυπα – λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα και μέσα στα παπούτσια σου. Καλύτερα λοιπόν να περπατάς ξυπόλητος μη σ’ ακούσουν.
Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85
ΤΟ ΑΔΙΑΒΑΤΟ
Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν· δεν το περηφανεύονταν ωστόσο. Έσπασε το θερμόμετρο, ο υδράργυρος σκόρπισε. Σαν φτάσαμε στα σύνορα μας σταμάτησαν. Τα ψεύτικα διαβατήρια ήταν έγκυρα. Εμείς δεν περάσαμε.
Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85
Ο ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ
Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φτηνότερα λόγια. Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε. Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε. Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα. Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός, φορώντας τις λευκές σου μπότες.
Αθήνα, 18.ΙΙΙ.85
ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος. Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
Αθήνα, 19.ΙΙΙ.85
Υ Α Λ Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Α
Οι φούρνοι των υαλουργείων· φλόγες, διαθλάσεις, κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία. Το σώμα της Άρτεμης διάφανο, ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα, τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία – μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους, πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε –είπε– αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, η διαψευσμένη, η προδοτική.
Αθήνα, 20.ΙΙΙ.85
Π Α Ρ Α Π Λ Α Ν Η Τ Ι Κ Ο
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις. Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο. Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. Η νύχτα διαστέλλονταν πάνω απ’ την πόλη. Κι εσύ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου, έχοντας μόνο σου άλλοθι ένα άστρο.
Αθήνα, 21.ΙΙΙ.85
Τ’ ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ
Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες καταδύσεις τ’ ανέβασες· με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι αυτό λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Αθήνα, 21.ΙΙΙ.85
🌼🌼🌼🌼🌼🌼🌼🌼
Το σημείωμα της Έρης Ρίτσου από την έκδοση
Υπερώον. Μια ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου. Μία απ’ τις πολλές, σχεδόν πενήντα, που άφησε πίσω, μετά το θάνατό του, ολοκληρωμένες, έτοιμες για έκδοση. Ορισμένες από αυτές εκδόθηκαν αμέσως μετά στον τόμο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» και κάποιες άλλες συμπεριλήφθηκαν αργότερα στους τόμους Ποιήματα που ακολούθησαν, με καθαρά χρονολογικά κριτήρια.
Στο διάστημα που προηγήθηκε, μετά την ανακοίνωση αυτής της έκδοσης, δέχτηκα διάφορα ερωτήματα σχετικά. Δύο είναι τα κυρίαρχα: Γιατί αυτή η συλλογή –ή και πολλές άλλες– δεν είχε εκδοθεί στη διάρκεια της ζωής του Ρίτσου; Γιατί η αυτόνομη έκδοση αυτής της συγκεκριμένης συλλογής τώρα;
Είναι γνωστό –ή τουλάχιστον εγώ το έχω ξαναπεί– πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές μέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως για λόγους πρακτικούς δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του μα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει τι θα εκδοθεί και τι όχι.
Οι επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα «αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να λέγεται, αλλά εξαρτιόνταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη συγκυρία.
Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση. Έρη Ρίτσου
Έρημος σταθμός Μόλις πέθανα, βγήκα απ΄το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλε- γε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολουθού- σαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χε- ρια των τυφλών, που εντούτοις ανάβαν την λάμπα,
ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις, όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ΄ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο Θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί, φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχα- νε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μα κριά κι απ΄ τους νεκρούς κι ο αμαξάς των παιδικών καιρών έξω απ΄ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμα ρωμένα άλογα. Δολοφονία «Ποιος είναι;», « ησύχασε κανείς» είπε, οι μύγες πνίγονταν με- σα στ’ απομεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας με μαύρες κηλίδες τη λάμψη του φθινοπώρου, «που πάμε;» ρώτησα, « σ’ έπαιξα, είπε, κι έχασα» τ’ αγάλματα μου γνέφαν, μα ήταν κάτι το ανεξήγητο, που το ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόμουν, και τις νύχτες έσκυβα, « είσαστε καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς μου, η αμαρτία μου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωμένο, γέμισα ξανά τα ποτήρια, « πιες, κάθαρμα» είπα, παλέψαμε με λύσ- σα πάνω στο χαλί, όταν με πέταξε απ’ το παράθυρο, μια μακρι- νή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και με σκέπασε με τα βλέφαρα της, τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ, έπρεπε να κρύψω όλα αυτά τα πτώματα που πλημμύριζαν το υπόγειο – Θεέ μου, πόσες φορές με είχαν σκοτώσει, κι όπως άνοιξε την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυμένο κρασί το μακρινό μας ταξίδι, « αν ξανάρθω, θα συναντηθούμε, άρα- γε;» είπε, « ναι, του λέω, γιατί εγώ θα βρίσκομαι πάντα στην άκρη». Ο εφημέριος Την άλλη νύχτα ξανάρθε, κι όπως ανέβαινε, σκέφτηκα τα ραπί- σματα στο πρόσωπο του Ιησού, που αναλήπτονταν τώρα κι αυτά μαζί του, «επιτέλους, ποιος είσαι:» ρώτησα, «πάντα ήμουν αλλού» είπε, κι οι τοίχοι ράγισαν απ΄το θανάσιμο αμάρτημα, εγώ, γονατισμένος κάτω στο πάτωμα, έγλειφα αυτήν την κηλί- δα από μια παλιά παιδική γιορτή, δυνατός αγέρας φυσούσε στο διάδρομο, ο φωταγωγός είχε γεμίσει φωνές, ματωμένα πανιά, δού- λες βογκούσαν στο υπόγειο, κάποιο έγκλημα γινόταν χρόνια στο σπίτι, κι όταν το αίμα έτρε- ξε κι έφτασε μέχρι κάτω τα σκαλοπάτια, είδα τις μέρες μου σαν τις νεκρές ψείρες στο φτωχό φέρετρο των απόρων, και τις νύχτες ταξίδευα με τον παλιό καναπέ, ήταν βέβαια κι οι ανταύγειες του κεριού που ανοίγαν τους τοίχους, μα πιο πολύ βοη- θούσαν οι ταπεινώσεις, κι όταν έφεξε η αυγή, ο εφημέριος δίπλωσε σε μια εφημερίδα το κομμένο κεφάλι μου, σαν δανεισμένη εικόνα.
Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος… σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου καλούσε βοήθεια.
O ουρανός αμίλητος και σταχτύς το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους. Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων την πικρή θέληση να ζήσουν!
Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή. οι φίλοι είχαν χαθεί κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…
…και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες παιδικές ευπιστίες…
Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο των αγέννητων παιδιών… και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν. Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων.
Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…
Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους οχετούς.
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα απ’ το βάθος των περασμένων.
…Θέ μου πόσο ήταν όμορφη σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων… Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…
Η πλατεία θα μείνει έρημη σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή λίγη επιείκεια της την αρνήθηκαν.
Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πιά να μας προδώσουν…
Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση στη ζωή των άλλων. Ή ένα θάνατο για τη ζωή των άλλων…