Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Τα βήματα του φθινοπώρου αντήχησαν νωρίς, κι είπε με πίκρα η αδελφή μου:
«Η νυχτερινή βροχή τα ρόδα μας τα μάδησε, αδελφούλη μου, και τώρα;» Ένα βιβλίο ρομαντικό θα συλλογίστηκε… Μα εγώ αναμέτρησα στο νου μου τις ιστορίες γύρω απ' αυτά τα ρόδα που πεθάνανε στη φύση ανάμεσα και στην καρδιά μου.