Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
τα βουνά δε μπορούνε να μας χωρίσουν. Και φεύγοντας έρχεσαι. Και φεύγοντας έρχομαι.
Δεν υπάρχει άλλος χώρος έξω απ' το χώρο μας.
Κι ο άνεμος
είναι η αφή των χεριών μας. Καθώς ταξιδεύουμε, εσύ στο βορρά, εγώ προς το νότο, κοιτώντας
τον ήλιο, ο καθένας μας έχει τον άλλο στο πλάι του»...