Σελίδες

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης — Εὐαγγελισμός - Ἑλληνισμός / «Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε, / τὸ θάνατο ὅσοι ἐγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».

Μὲ μιᾶς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οἱ κόσμοι ἐμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα ἀστράφτει... ἀκούονται ψαλμοὶ καὶ μελῳδία...
Πετάει ἕν᾿ ἄστρο... σταματᾶ ἐμπρὸς εἰς τὴ Μαρία...
«Χαῖρε τῆς λέει ἀειπάρθενε, εὐλογημένη χαῖρε!
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!»

Ἐπέρασαν χρόνοι πολλοί... Μία μέρα σὰν ἐκείνη
ἀστράφτει πάλι ὁ οὐρανός... Στὴν ἔρμη της τὴν κλίνη
λησμονημένη, ὁλόρφανη, χλωμὴ κι ἀπελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει ἁλυσωμένη.
Τὰ σιδερὰ εἶναι ἀτάραγα, σκοτάδι ὁλόγυρά της.
Ἡ καταφρόνια, ἡ δυστυχιὰ σέπουν τὰ κόκαλά της.
Τρέμει μὲ μιᾶς ἡ φυλακὴ καὶ διάπλατη ἡ θυρίδα
φέγγει κι ἀφήνει καὶ περνᾶ ἕν᾿ ἄστρο, μίαν ἀχτίδα.
Ὁ Ἄγγελος ἐστάθηκε, διπλώνει τὰ φτερά του...

«Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβοῦ, χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε.
Ὁ Κύριός μου εἶναι μὲ σέ, Ἑλλὰς ἀνάστα, χαῖρε».

Οἱ τοῖχοι εὐθὺς σωριάζονται. Ἡ μαύρ᾿ ἡ πεθαμένη
νοιώθει τὰ πόδια φτερωτά. Στὴ μέση της δεμένη
χτυπάει ἡ σπάθα φοβερή. Τὸ κάθε πάτημά της
ἀνοίγει μνῆμ᾿ ἀχόρταγο. Ρωτᾶ γιὰ τὰ παιδιά της...
Κανεὶς δὲν ἀποκρένεται... Βγαίνει, πετᾶ στὰ ὄρη...
Λιώνουν τὰ χιόνια ὅθε διαβεῖ, ὅθε περάσει ἡ Κόρη.

«Ξυπνᾶτε ἐσεῖς ποὺ κοίτεστε, ξυπνᾶτε ὅσοι κοιμᾶστε,
τὸ θάνατο ὅσοι ἐγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».

Οἱ χρόνοι φεύγουνε, πετοῦν καὶ πάντα ἐκείνη ἡ μέρα
εἶναι γραμμένο ἐκεῖ ψηλὰ νὰ λάμπει στὸν αἰθέρα
μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τ᾿ οὐρανοῦ. Στολίζεται ὅλη ἡ φύση
μὲ χίλια μύρια λούλουδα γιὰ νὰ τὴ χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθεὶς ἂς μεταλάβει
ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ σεῖς καὶ σεῖς οἱ σκλάβοι,
ὅσοι τὴ δάφνη στὴ καρδιὰ νὰ φέρετε φοβᾶστε,
ἀφορεσμένοι νἆστε.

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης — Ὁ βράχος καί τό κῦμα

Στὸν συμβολισμὸ τοῦ ποιήματος, βράχος εἶναι
ὁ κατακτητὴς Τοῦρκος καὶ κῦμα ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός.

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.

Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.

Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»

«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια...
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μὲ φόρτωσες κουφάρια...
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς... Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Ἡ στάχτη/«κι ἄλλοτε στέκομαι στό παράθυρο καί κοιτάζω τούς περαστικούς/νά πηγαίνουν στή λήθη»

Μικρές ἀσήμαντες λεπτομέρειες πού καθορίζουν σιγά σιγά
   τή ζωή σου,
ποιά ζωή σου; Φιλοδοξίες, ἔρωτες, ἐνοχές, πανάρχαια χρέη
σπατάλησαν τή ζωή σου, τί ἔμεινε;
ἡ στάχτη τῶν περασμένων κάθεται στά ἔπιπλα, θολώνει τά
   τζάμια, τούς καθρέφτες
καί πάνω τους γράφω καμιά φορά τά ὀνόματα ἐκείνων πού ἔφυγαν
κι ἄλλοτε στέκομαι στό παράθυρο καί κοιτάζω τούς περαστικούς
   νά πηγαίνουν στή λήθη
οἱ γυναῖκες κλαῖνε θυμούμενες τά ψιθυρισμένα λόγια ἀπό παλιά
   εἰδύλλια
ὅλοι ψάχνουμε ἀπεγνωσμένα να βροῦμε ἕναν δρόμο, γιά νά
   πᾶμε ποῦ;
λοιπόν, ποῦ ζήσαμε; οὔτ' ἐδώ, οὔτ' ἐκεῖ - φτηνά ξενοδοχεῖα σέ
   μακρινές συνοικίες
μέ τά τραχωματικά λαμπιόνια, τούς βρώμικους νιπτῆρες ὅπου
   πάνω τους ἀκούμπησαν κι ἔκλαψαν, ἀνύποπτοι ἀκόμα
μελλοντικοί δολοφόνοι ἤ αὐτόχειρες -

Μιά νύχτα τοῦ καλοκαριοῦ, παιδί ἀκόμα, βγῆκα ἀπ' τό σπίτι καί
   ξάπλωσα στόν κῆπο
κι ὅπως κοίταξα τόν Οὐρανό, Θεέ μου, τι ἀπεραντοσύνη, πόσα
   ἄστρα, μ' ἔπιασε πανικός.
Ἀπό τότε ξέρω πώς δέ θά προφτάσω.

Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου» Α
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 433

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Ἐκμυστηρεύσεις
«Καί μιά μέρα θέλω νά γράψουν στόν τάφο μου: ἔζησε στά σύνορα μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καί πέθανε γιά πράγματα μακρινά πού εἶδε κάποτε σ’ ἓνα ἀβέβαιο όνειρο.»

Hans Andersen’s Dreams by Anne and Janet Grahame Johnstone
   Μιά νύχτα καθώς κοιταζόμουν στόν καθρέφτη τρόμαξα, «κι ἄν
δῶ μέσα τόν ἄλλον;» σκέφτηκα, γιατί εἶναι ἀλήθεια πώς ὑπῆρχε
μιά συγκεχυμένη ἱστορία γύρω ἀπ' τό ἄτομό μου, λέγαν πολλά,
τι νά πρωτοπιστέψεις; Καί συχνά ἰσχυρίζονταν ὅτι παραμιλάω
ἐνῶ ἁπλῶς κουβέντιαζα μ' αὐτόν πού κρύβεται μές στίς σκιές.
   Τέλος τά χρόνια πέρασαν, ἐγώ χάθηκα σέ δύσκολους δρόμους,
κοιμήθηκα σέ βρώμικα δωμάτια καί τό πρωί ἅπλωσα τά σεντόνια
στό παράθυρο σέ μιά παράδοση ἄνευ ὅρων.  Καί θυμᾶμαι παιδί πού
ἐκμυστηρευόμουν τά βράδια στή μητέρα πώς στό σχολειό, στό διο 
θρανίο, καθόμουν μ' ἕναν ἄγγελο.
   Καί μιά μέρα θέλω νά γράψουν στόν τάφο μου: ἔζησε στά σύνο-
ρα μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καί πέθανε γιά πράγματα μακρινά
πού εἶδε κάποτε σ' να ἀβέβαιο όνειρο.


Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου» Α 
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 432

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Τό ἄστρο τοῦ ταξιδιώτη — «Ἀπό ἕνα χαμένο ὄνειρο ἐμεῖς ἔπρεπε νά φτιάξουμε ἕναν δρόμο γιά νά συναντηθοῦμε»

Moonlight on the River - Ralph Albert Blakelock
Ἀπό ἕνα χαμένο ὄνειρο ἐμεῖς ἔπρεπε νά φτιάξουμε ἕναν δρόμο γιά
νά συναντηθοῦμε
κι ὅταν μᾶς τέλειωσαν τά δάκρυα στείλαμε τά πουλιά στούς
πεθαμένους φίλους μας
χιόνιζε, φυσοῦσε ἀέρας καί χτίσαμε τό σπίτι μας μέ λίγη λησμονιά
κι ἀπ' ὅλες τίς τύχες προτιμήσαμε ἐκείνη τοῦ ταξιδιώτη πού δέν
ξέρει τό ἄστρο του ποῦ τόν ὁδηγεῖ
ὥσπου ἐξαγνιστήκαμε ὅπως αὐτοί πού ἔχουν πεθάνει ἐδῶ καί
χρόνια.

Ὦ ἐλπίδες τῆς νιότης μας μείνατε στή μέση τοῦ δρόμου. Έμεῖς
συνεχίσαμε
καί νά πού φτάσαμε ἀπόψε ἐδῶ σ' αὐτόν τόν ἄγνωστο τόπο,
χωρίς ποσκευές, μά μ' να τόσο ραο φεγγάρι.

Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου» Β
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 481

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Ἀντίο
«κι ἄν νικηθήκαμε δέν ἦταν ἀπ’ τήν τύχη ἤ τίς ἀντιξοότητες, ἀλλά
ἀπ’ αὐτό τό πάθος μας γιά κάτι πιό μακρινό»

Daisy Field, Oil, by Ian Macculloch

Κάποτε μιά νύχτα θ’ ἀνοίξω τά μεγάλα κλειδιά τῶν τρένων γιά
   νά περάσουν οἱ παλιές μέρες
οἱ κλειδούχοι θά ‘χουν πεθάνει, στίς ράγιες θά φυτρώνουν
   μαργαρίτες ἀπ’ τά παιδικά μας πρωινά
κανείς δέν έμαθε ποτέ πῶς ἔζησα, κουρασμένος ἀπό τόσους χειμῶνες
τόσα τρένα πού δέ σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια πού δέν
   εἰπώθηκαν,
οἱ σάλπιγγες βράχνιασαν, τίς θάψαμε στό χιόνι
ποῦ εἶμαι; γιατί δεν παίρνω ἀπάντηση στά γράμματά μου;
κι ἄν νικηθήκαμε δέν ἦταν ἀπ’ τήν τύχη ἤ τίς ἀντιξοότητες, ἀλλά
   ἀπ’ αὐτό τό πάθος μας γιά κάτι πιό μακρινό
κι ὁ ἀγέρας πού κλείνει ἀπότομα τίς πόρτες καί μένουμε
   πάντοτε ἔξω
ὅπως ἀπόψε σέ τοῦτο τό ἔρημο τοπίο πού παίζω τήν τυφλόμυγα μέ
   τούς νεκρούς μου φίλους.

Ὅλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, ἀντίο! Τά πιό ὡραία ποιήματα
   δέ θά γραφτον ποτέ...

Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή»,
1985
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 257

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — «Ἀλλά θά ‘ρθει μιά μέρα πού θά κλείσουμε εἰρήνη μέ τό ὄνειρο, αἰώνια κυνηγημένοι – ὥσπου τή νύχτα ἦταν ἀδύνατο νά μήν τούς συγχωρήσεις.»

"All human beings are also dream beings. Dreaming ties all mankind together."
Jack Kerouac
Πολλά χρόνια πέρασαν. Μάχες χαμένες κι λλες πού τίς
κερδίσαμε
χωρίς ποτέ νά τό μάθουμε, καί πάντα λησμονιά καί τά φύλλα
πού πεφταν.
λλά θά ‘ρθει μιά μέρα πού θά κλείσουμε ερήνη μέ τό νειρο,
αώνια κυνηγημένοι – σπου τή νύχτα ταν δύνατο νά μήν τούς
συγχωρήσεις.
Κι, χ, μόνο μ’ ατό ζήσαμε, μ’ ατό πού δέ θά βρεκανείς ποτέ
μέσα στίς στορίες μας.

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΡΑΞΗ (χορικό) 1974
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 2ος, σελ. 129