Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί
την άγια σπάθαείσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών (ΑΘΗΝΑ, 1945-1947)
Στο ποίημα παρουσιάζονται όλες οι γωνιές της Ελλάδας μαζί με την ιστορία τους.
Η Κυρά διασχίζει τον τόπο και τον χρόνο.
Είναι η Παναγία, η Μπουμπουλίνα, η Περσεφόνη, η Μάνα και η περήφανη Αγωνίστρια.
Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί
την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
--------------
«Ο Ρίτσος, κυρίως με τα μεγάλα ποιήματα "Ρωμιοσύνη" και "Η Κυρά των Αμπελιών", στρέφεται προς το ελληνικό τοπίο, που κοντά του έζησε τα φωτεινά διαλείμματα των παιδικών του χρόνων, αλλά τώρα με καινούργια προοπτική.
Το τοπίο συμμετέχει κι αυτό στην ιστορική αυτογνωσία του Έλληνα. Έχει επάνω του χαραγμένη την ιστορία της ρωμιοσύνης, είναι η ίδια η ρωμιοσύνη.
Ο Ρίτσος προσπαθεί να μυηθεί και να μυήσει στο βαθύτερο νόημα που αποκτά ο ελληνικός χώρος και τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά και σε όλο το εύρος της ελληνικής ιστορίας. [...] Ο Ρίτσος ερμηνεύοντας τη γένεση του Επιτάφιου τονίζει ότι “κάθε φορά που μια χώρα κινδυνεύει από εξωτερικό κίνδυνο, από τη δράση ξένων παραγόντων, από κατοχή, για να διατηρήσει τη φυσιογνωμία της, καταφεύγει σε αναγνωρίσιμες από όλο το λαό μορφές”. Είναι η περίπτωση που αιτιολογεί και την τωρινή επανασύνδεση με γνώριμες στο λαό μορφές.... »
Διαλησμάς Στ., 1981, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα: Επικαιρότητα, σελ. 35-42
πηγή
-
00 — Απαγγελία από τον ποιητή
-
01 — Κυρά μελαχρινή που η αντηλιά σού χρύσωσε τα χέρια/σαν της Παναγιάς το κόνισμα...
-
02 — Σε βλέπαμε στο χέρι που έδειχνε τον κάμπο λέγοντας «το χώμα/είναι καλό» ή «ο Θεός μαζί σου»
-
03 — ... κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί/την άγια σπάθα/είσαι η ομορφιά κ' η λεβεντιά κ' είσαι η Ελλάδα.
-
04 — ... να μας φιλέψεις, άι, Κυρά, που καρτεράμε στην αυλή σου/να μας κεράσεις το χορό να σκάσουμε το χάρο.
-
05 — ... κι όταν απάνου στο τραπέζι μείνει μόνο το ψωμί σαν τη ψυχή/του κόσμου/το ξέρουμε πως πάλι Εσύ θα σεργιανίζεις την αυλή μας
-
06 — ... σταυρός, σπαθί και δόξα, αγνάντια σ' όλων/των εχθρών μας, μέσα κ' έξω, τα λεφούσια.
-
07 — Και πάνου από τη στέγη μας στέκει κάθε βραδιά η γαλήνη ασά-/λευτη έτσι που στέκει απάνου-απάνου στην καντήλα μας δυό δάχτυλα/το λάδι.
-
08 — ... και μεις, Κυρά μου, από ντουφέκι σε φλογέρα, κύκλο-κύκλο/, σκαλίζουμε τσαμπιά σταφύλια στου αμπελιού τα ξερά κούτσουρα
-
09 — Μέσα τους πλέκανε ήσυχα κόμπο τον κόμπο ένα τραγούδι/έτσι που πλέκουν οι ψαράδες στ’ ακροθάλασσο τα δίχτυα τους.
-
10 — Γεια και χαρά σου ομορφονιά που δένεις όλο το ντουνιά με τις/χοντρές πλεξούδες σου/που 'χεις τις βούλες της υγειάς στα μάγουλα
-
11 — Κυρά, Κυρά θαλασσινή και στεριανή με τα λουλουδιασμένα μά/γουλα/σφίγγοντας μες στον μπούστο σου την κάψα τ’ Αλωνάρη
-
12 — Άιντε, Κυρά, λαχάνιασαν οι καστανιές της Κρήτης,/για φέρε ένα φλασκί με τσίπουρο και δυο λαγούτα μαντινάδες
-
13 — Ποιο παραθύρι ανοίγει η κορασιά δίχως ν' αγκυλωθεί μ' ένα άστρο/ποιος τοίχος της Ελλάδας δίχως να σταθεί σαν της παλληκαριάς/το στέρνο/ποια μαχαιριά χωρίς κραυγή και ποια κραυγή χωρίς τραγούδι;
-
14 — ... κάνε σιγά την προσευκή και μέτρα μέσα σου/ποιοι λείπουν ποιες μαυροφορεθήκανε, ποιοι κάτσανε σκυφτοί στο παραγώνι
-
15 — Κυρά, τι παίρνεις τα βουνά και τι λακάν τα σύγνεφα;/Σήμερα μπαίνουνε τα πρόβατα στη στρούγγα της βραδιάς και/βάφουν μαύρο το μαλλί τους
-
16 — Περνάν οι σιδηρόφραχτοι, σιδεροφράζοντας σκάφη και στάμνα.
-
17 — ... κάτι ποτίζουν σιωπηλά στη ρίζα - ρίζα την αθώρητη/κάτι ετοιμάζουν μες στο χέρι μας που ούτε το μάτι δεν το ξέρει.
-
18 — Ανοίγει η πόρτα μόνη της και μπαίνει η θαλασσοδαρμένη Δέ/σποινα./Κάτου απ' τη μασκάλη της κρατάει τα ρούχα του πνιγμένου
-
19 — Βουβά η ελιά διαβάζει μέσα της το πέτρινο βαγγέλιο/τ' αμπέλια βράζουν το χυμό για το μεγάλο δισκοπότηρο του Αγώνα
-
20 — Και συ, Κυρά των Αμπελιών, φορώντας τις σημαίες/γιομίζεις τα σταφύλια σου μ' αίμα και δυναμίτη/στον άνεμο τινάζοντας τα θέμελα του χάρου.
-
21 — ... και τα κλαδιά τούς κυνηγάν και τα πουλιά τούς φτύνουν/κ' η κοκκινόμαυρη φωτιά τούς παίρνει το κατόπι
-
22 — Κυρά των Αμπελιών, που στύλωσες απάνου απ' τις καμένες στέ-/γες μας το ουράνιο τόξο./Κυρά που φέρνεις το κριθάρινο ψωμί και το κρασί στο δείπνο των/τσοπάνων/και με τις πλάτες σου στεριώνεις τα δοκάρια του φτωχόσπιτου.
-
23 — Το σπίτι είναι ήσυχο, βαθύ, σαν Επιτάφιος το Μεγάλο Σάββατο./Βουβά-βουβά. Λείπει το σώμα Του. Τ' αστέρια λυώνουν το κερί/τους το ξημέρωμα.
-
24 — ... να λέει με πόσον αίμα πότισες τα φυλλοκάρδια του αμπελιού/να δώσει το βαθύ κρασί του δισκοπότηρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου