Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε; Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας. Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες. Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα, ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας. Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης, δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ, γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος, αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά· εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας, την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι, που μας διπλώνει στη μπόλια* της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε. Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι, Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι. Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής. Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί, με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους. Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος. Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι. Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.
Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι, βλέπεις, δεν ξέχασα, τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι, κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.
Κι ο Βοριάς τα παρασύρει μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης. Βλέπεις, δεν ξέχασα το τραγούδι που μου τραγουδούσες.
Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει, εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα, και ζούσαμε μαζί οι δυο μας, εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.
Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται, τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο, και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο τα βήματα των εραστών που χώρισαν…
Φθινόπωρο – John William Godward (1900)
Les feuilles mortes Jacques Prévert
Oh, je voudrais tant que tu te souviennes, Des jours heureux quand nous étions amis, Dans ce temps là, la vie était plus belle, Et le soleil plus brûlant qu'aujourd'hui.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle, Tu vois je n'ai pas oublié. Les feuilles mortes se ramassent à la pelle, Les souvenirs et les regrets aussi,
Et le vent du nord les emporte, Dans la nuit froide de l'oubli. Tu vois, je n'ai pas oublié, La chanson que tu me chantais.
C'est une chanson, qui nous ressemble, Toi qui m'aimais, moi qui t'aimais. Nous vivions, tous les deux ensemble, Toi qui m'aimais, moi qui t'aimais.
Et la vie sépare ceux qui s'aiment, Tout doucement, sans faire de bruit. Et la mer efface sur le sable, Les pas des amants désunis.
Nous vivions, tous les deux ensemble, Toi qui m'aimais, moi qui t'aimais. Et la vie sépare ceux qui s'aiment, Tout doucement, sans faire de bruit.
Et la mer efface sur le sable Les pas des amants désunis...
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή κόψ' τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: "σώπα".
Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε: "εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!"
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: "κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ... σώπα!"
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, "Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρεις το μπελά σου, σώπα".
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι "Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα"
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά , η γυναίκa μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε "Σώπα".
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε: "Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα" Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γείτονες, μας ένωνε, όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω, σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσά μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα". και μαζευτήκαμε πολλοί μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ. Εύκολα, μόνο με το Σώπα. Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα".
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσa σου και κάν' την να σωπάσει. Κόψ' την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς, χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς" Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.
Kαι δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ' την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις Κόψε τη γλώσσa σου.
Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσa μου, γιατί νομίζω πως θα 'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λεει: ΜΙΛΑ!....
Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί
την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών (ΑΘΗΝΑ, 1945-1947)
Στο ποίημα παρουσιάζονται όλες οι γωνιές της Ελλάδας μαζί με την ιστορία τους.
Η Κυρά διασχίζει τον τόπο και τον χρόνο.
Είναι η Παναγία, η Μπουμπουλίνα, η Περσεφόνη, η Μάνα και η περήφανη Αγωνίστρια.
Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί
την άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
--------------
«Ο Ρίτσος, κυρίως με τα μεγάλα ποιήματα "Ρωμιοσύνη" και "Η Κυρά των Αμπελιών", στρέφεται προς το ελληνικό τοπίο, που κοντά του έζησε τα φωτεινά διαλείμματα των παιδικών του χρόνων, αλλά τώρα με καινούργια προοπτική.
Το τοπίο συμμετέχει κι αυτό στην ιστορική αυτογνωσία του Έλληνα. Έχει επάνω του χαραγμένη την ιστορία της ρωμιοσύνης, είναι η ίδια η ρωμιοσύνη.
Ο Ρίτσος προσπαθεί να μυηθεί και να μυήσει στο βαθύτερο νόημα που αποκτά ο ελληνικός χώρος και τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά και σε όλο το εύρος της ελληνικής ιστορίας. [...] Ο Ρίτσος ερμηνεύοντας τη γένεση του Επιτάφιου τονίζει ότι “κάθε φορά που μια χώρα κινδυνεύει από εξωτερικό κίνδυνο, από τη δράση ξένων παραγόντων, από κατοχή, για να διατηρήσει τη φυσιογνωμία της, καταφεύγει σε αναγνωρίσιμες από όλο το λαό μορφές”. Είναι η περίπτωση που αιτιολογεί και την τωρινή επανασύνδεση με γνώριμες στο λαό μορφές.... »
Διαλησμάς Στ., 1981, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα: Επικαιρότητα, σελ. 35-42
Θα αρχίσω με μιαν ομολογία πίστης, που όμως δεν εκπηγάζει από άκριτο θαυμασμό, μα από τη χρόνια τριβή μου με τα κείμενα και τα πρόσωπα (τα δεύτερα όπως αποτυπώνονται στα πρώτα):
Ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιάννης Ρίτσος είναι οι δύο σπουδαιότεροι σύγχρονοι ποιητές μας. Θέλω να πω οι δυο σπουδαιότεροι ποιητές μας, απ’ αυτούς που γεννήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα.
Τον Σεφέρη, μ’ όλες τις ενστάσεις μας, οφείλουμε να τον τιμούμε: ήταν αυτός, που με τον στιβαρότερο τρόπο, ανταποκρίθηκε στα αισθητικά κελεύσματα του καιρού του. Εισήγαγε τη λογοτεχνία μας, πρώτος αυτός και με τον εγκυρότερο τρόπο, στην ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Με τον Σεφέρη, πιο επίσημα απ’ ό,τι με τον Καβάφη, η Ελλάδα λογοτεχνικά παύει να είναι «επαρχία των Παρισίων». Χαμογελούσα ευφρόσυνα -θυμάμαι- σαν έβλεπα να μνημονεύει κριτικές του απόψεις μια Yourcenar.
Ωστόσο ας μην κρυβόμαστε: ο Σεφέρης δεν διαθέτει το πηγαίο ταλέντο του Ελύτη και του Ρίτσου.
Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο ποιητές πιο διαφορετικούς απ’ τον Ελύτη και τον Ρίτσο.
Είναι ευλογία για τα γράμματα μας αυτά τα ετερόκλητα δίδυμα: Σολωμός - Κάλβος, Σικελιανός - Καβάφης και τέλος, Ελύτης- Ρίτσος.
Ποιητής-ποταμός ο Ρίτσος, ποιητής της έντασης ο Ελύτης.
Μουσικός ο Ρίτσος, εικαστικός κι ενορατικός ο Ελύτης. Συνεπαρμένος από ένα ιδεώδες ύψους - με την έννοια που έδωσε σ’ αυτόν τον όρο ο Λογγίνος, ο Ελύτης («τα βουνά τα χιονόδοξα»), στραμμένος μόνιμα στα βάθη ο Ρίτσος.
Ιδιοφυής ο Ελύτης, χαρισματικός «είπερ τις άλλος» ο Ρίτσος. Ποιητής του θέρους ο Ελύτης, του φθινοπώρου ο Ρίτσος. Στοιχειωμένος απ’ τον νόστο και τη μνήμη ο Ρίτσος, ριζωμένος σε ένα παρόν που εμπεριέχει «κάθε παρελθόν και κάθε μέλλον» ο Ελύτης.
Πολιτικός και δοσμένος στους κοινωνικούς αγώνες ο Ρίτσος, ιδιότυπος αναχωρητής, στην προσωπική του Θηβαΐδα, ο Ελύτης. Πολεμιστής του αλβανικού μετώπου ο Ελύτης, όπου κινδύνεψε να πεθάνει, αγωνιστής της εξορίας ο Ρίτσος.
Συχνά σκέφτομαι πόσο καθορίζει τον άνθρωπο και το έργο του η βαθύτερη συγκρότηση του οργανισμού του, η βιολογική του αλήθεια. Πόσα λ.χ. οφείλει το έργο του Ελύτη στα σκιρτήματα ενός υγιεινού σώματος αλλά και στη νευροπάθεια και πόσα χρωστά εκείνη η εξαΰλωση, που διακρίνεις στα κείμενά του Ρίτσου, στα σανατόρια και τη φυματίωση.
Αν δεν είναι οργή είναι θλίψη να βλέπεις να χαρακτηρίζεται σήμερα ο Ελύτης «ακροδεξιός» κι ο Ρίτσος «δειλός κομμουνιστής».
Χρειάζεται κάποια έκτακτη διανοητική ικανότητα για να καταλάβει κανείς πως ο Ελύτης ήταν πρόδρομος της γενιάς του λουλουδιών ( «βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών», έγραφε στο Άξιον Εστί); Ή μήπως χρειάζεται ιδιαίτερη μεγαλοψυχία για να νιώσεις πόση γενναιότητα απαιτείται να δηλώνεις αριστερός την εποχή του Μεταξά και του Παπάγου;
Θα ήθελα να σταθώ λίγο στη μέθοδό τους, για να καταδείξω τη διαφορά της τέχνης τους.
Στη Σονάτα του Σεληνόφωτος η γυναίκα με τα μαύρα εξομολογείται πως στις καταβυθίσεις της στους βυθούς ανακαλύπτει «εκεί, στο βάθος του πνιγμού, / κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, / απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και σημερινά και μελλούμενα».
Είναι φανερό πως ο Ρίτσος ανανεώνει εδώ την αλχημεία των παλαιών συμβολιστών: τα κοράλλια, τα μαργαριτάρια κι οι θησαυροί των ναυαγισμένων πλοίων συμβολίζουν τον εσωτερικό πλούτο, τα μυστηριώδη βάθη της ψυχής.
Παρόμοια, λ.χ., ο Καβάφης, όταν γράφει, στην «Ιθάκη» του «σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους», εννοεί τα πολύτιμα βιώματα, τα τιμαλφή της ζωής. Σ’ αυτή τη μέθοδο το σύμβολο καταβροχθίζει το υλικό του αποτύπωμα. Η ιδέα απομυζά το απτό αντικείμενο πάνω στο οποίο προσκολλάται: τα κοράλλια, τα μαργαριτάρια, τα σεντέφια ή τον έβενο.
Στη «Μαρίνα των Βράχων» υπάρχει μια παρόμοια εικόνα βυθού. Εκεί η ηρωίδα παρουσιάζεται ν’ ανεβαίνει «ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών / όπου σελάγιζε ο δικός [της] αστερίας.»
Εδώ ο βυθός κι ο αστερίας εκφράζουν μεν τον εσωτερικό κόσμο της κοπέλας, αλλά ταυτόχρονα είναι υπαρκτοί: είναι ο αληθινός βυθός της θάλασσας κι ένας αληθινός αστερίας.
Στον Ελύτη το πράγμα κι η ιδέα συνυπάρχουν: η ιδέα γίνεται πράγμα και τούμπαλιν. Επιτυγχάνεται η ταύτιση του μέσα και του έξω, της υλικής και της ιδεατής πραγματικότητας.
Ο Ελύτης προχωρά ένα βήμα πιο πέρα από τους συμβολιστές: αποκαθιστά τα πράγματα, δίχως όμως να τους αφαιρεί το ψυχικό τους βάθος.
Ο Ελύτης ανήκει σ’ εκείνη τη δράκα των λιγοστών καλλιτεχνών που ευθυγράμμισαν την νεοελληνική τέχνη με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Μιλώ για καλλιτέχνες σαν τον Μόραλη και τον Γκίκα, τον Σκαλκώτα και τον Πικιώνη. Ιδίως οι Έξι και μια τύψεις συγκαταλέγονται στα πιο προωθημένα εκφραστικά ποιήματα του εικοστού αιώνα. Ο Ρίτσος είναι πιο μετριοπαθής: κινείται σ’ ένα κλίμα μετασυμβολικό. Ίσως όμως για αυτό τα καλύτερα έργα του συγκινούν πιο άμεσα. ~ του ποιητή, Γιώργου Βαρθαλίτη
Παν, παν, τραβάνε, σκουντουφλάν κουτσαίνοντας οι χάροι παν, παν οι σιδερόφραχτοι με τις σπασμένες πόρτες με τους σπασμένους τους σταυρούς, με τους σπασμένους μήνες και τα κλαδιά τούς κυνηγάν και τα πουλιά τούς φτύνουν κ' η κοκκινόμαυρη φωτιά τούς παίρνει το κατόπι κ' οι σκοτωμένοι τούς σφαλάν με κόκκαλα τη στράτα. Πίσω καπνίζουν τα χωριά κ' οι πολιτείες μουγκρίζουν και πίσω απ' τα κατάμαυρα της πυρκαϊάς ντουβάρια και πίσω από καπνών σταυρούς κι από σπαθιών γεφύρια νάτη η αυγή τινάζοντας τον ήλιο της παντιέρα — η σάλπιγγα της λευτεριάς και τ' άστραμα του δίκιου. Κ' η βάβω μας πετούμενη σε μυγδαλίτσας κλώνο μες από τ' άσπρο σύγνεφο τεντώνει για δοξάρι τη βέρα της, και βέλη της πέντε καλτσοβελόνες. Και κει πάνου στον Όλυμπο στέκει ο Τρανός Τσομπάνος με τη φλοκάτα του χιονιού, με το ζουνάρι του ήλιου και βγάζει τη χερούκλα του πάνου απ' τ' αρνιά του πάγου βλογώντας τ' άστρα των κλεφτών και των σπαθιών το φέγγος βλογώντας φλάμπουρα ψηλά και κούνιες και μνημούρια.
τ' Άη - Θυμαριού η ανάσταση τ' Άη -Έλατου το γλέντι.
Πίνακας ζωγραφικής που φυλάσσεται στους χώρους της Ιεράς Μονής
Μεγάλου Μετεώρου, στα Μετέωρα
Εδώ τα δέντρα μάχονται μαζί με τους ανέμους
εδώ βρυχιούνται τα βουνά και τα χοντρά κοτρώνια τ' αστέρια βόλια σφεντονάν και το φεγγάρι μπάλες κι ολημερίς κι ολονυχτίς μες στου ήλιου το καζάνι μαύρο κατράμι κοχλακά για των οχτρών τ' ασκέρια. Εχ, τι λαγούτα και βιολιά και κλέφτικα νταούλια οι πίπιζες του πλάτανου, του πεύκου τα σαντούρια — Στραφτοκοπάν στον άνεμο τα χρυσοπετραχήλια γιορτάζουν τα καμπαναριά με τις χρυσές καμπάνες οι άσπροι σταυροί των φλάμπουρων φωτάν τα μεσονύχτια κι αγγέλοι από γυαλί και φως μ' ολάνοιχτες φτερούγες φωτάνε τα ελατόδασα και τ' αϊτομονοπάτια. Και συ, Κυρά των Αμπελιών, φορώντας τις σημαίες γιομίζεις τα σταφύλια σου μ' αίμα και δυναμίτη στον άνεμο τινάζοντας τα θέμελα του χάρου.