Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Δεν με κατάλαβες όλη τη νύχτα ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω το παράθυρο πάλευα -όλη τη νύχτα. Ο αέρας επέμενε... Άπλωσα τότε τις παλάμες μου πάνω σου σαν δυο φύλλα ουρανού και σε σκέπασα... Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα δίχως χέρια τον κόσμο ...