Σελίδες

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Τάσος Λειβαδίτης - Φυσάει ἀπόψε φυσάει


Ἐπίλογος (Φυσάει)

Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.

Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.

Ποῦ νὰ πάω

Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.


Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν

Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.
Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.


Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι

Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.


Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.


Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.


Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.


Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.


Sos, sos, sos, sos
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.


Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.


Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,
δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Κοριτσάκι μου




Γιὰ τὴν κόρη του...

Κοριτσάκι μου,
μὲς στὸ βουβὸ πηγάδι τοῦ φεγγαριοῦ
σοῦ ῾πέσε ἀπόψε τὸ πρῶτο δαχτυλίδι σου.

Δὲν πειράζει.

Ἀργότερα θὰ φτιάξεις ἄλλο
νὰ παντρευτεῖς τὸν κόσμο μὲς στὸν ἥλιο.

Γιατὶ δὲν εἶναι κοριτσάκι
νὰ μάθεις μόνο ἐκεῖνο ποὺ εἶσαι,
ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις γίνει,
εἶναι νὰ γίνεις
ὅ,τι ζητάει
ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου.

Ἄλλη χαρὰ
δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις
Νὰ τὸ θυμᾶσαι κοριτσάκι.
Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω
τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν τὸν ὕπνο σου.

Θέλω νὰ σοῦ φέρω ἕνα περιβολάκι
ζωγραφισμένο μὲ λουλουδόσκονη
πάνω στὸ φτερὸ μιᾶς πεταλούδας
νὰ σεργιανάει τὸ γαλανὸ ὄνειρό σου.

Θέλω νὰ σοῦ φέρω
ἕνα σταυρουλάκι αὐγινὸ φῶς
δυὸ ἀχτίνες σταυρωτὲς ἀπὸ τοὺς στίχους μου
νὰ σοῦ ξορκίζουν τὸ κακὸ
νὰ σοῦ φωτᾶνε μὴ σκοντάψεις.
-
Απόσπασμα από το «Πρωϊνὸ ἄστρο»

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Κώστας Βάρναλης - Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»


Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.

Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.

Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.

Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.

Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα -κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.

Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.

Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Η Σονάτα του Σεληνόφωτος


Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.


Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.


Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
όσο θετική σάν μεταφυσική
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ

φουστανιοῦ μου
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος
νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.


ολόκληρη η σονάτα εδώ

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος — Τρία ποιήματα ἀπό τή «Φιλοσοφία τῶν λουλουδιῶν»

ΓΕΝΕΣΗ

Αὐτὸ τὸ γαρύφαλλο, ποὺ κρατώντας το
ἀνάμεσα στὰ τρία μου δάχτυλα
τὸ σηκώνω στὸ φῶς, μοῦ μίλησε καὶ
παρὰ τὸν κοινὸ νοῦ μου τὸ κατανόησα.
Μι᾿ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀτέλειωτους γαλαξίες
συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στὴ γῆ φωταψίες
- τὸ σύμπαν ὁλόκληρο πῆρε μέρος στὴ
γέννηση
αὐτοῦ τοῦ γαρύφαλλου.
Κι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκούω εἶναι οἱ φωνὲς
τῶν μαστόρων του μέσα του.

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ

Ἂν μὲ βλέπουν νὰ στέκομαι
ὄρθιος, ἀκίνητος, μὲς
στὰ λουλούδια μου, ὅπως
αὐτὴ τὴ στιγμή,
θὰ νόμιζαν πὼς τὰ διδάσκω. Ἐνῷ
εἶμαι ἐγὼ ποὺ ἀκούω
κι αὐτὰ ποὺ μιλοῦν.
Ἔχοντας μὲ στὸ μέσο
μοῦ διδάσκουν τὸ φῶς.


ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸ
ἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.

Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος «Η ραψωδία τού γυμνού φωτός» I (Είμαστε εμείς που κλάψαμε πάνω απ' τη θάλασσα)


Είμαστε εμείς που κλάψαμε πάνω απ' τη θάλασσα
εμείς που μετρήσαμε τη θάλασσα σταγόνα τη σταγόνα
εμείς που χαράξαμε τα χνάρια μας πλάι στη βροχή
για να στεριώσουμε τούτο το γεφύρι στις δυο άκρες του ορίζοντα.

Όνειρο λέφτερο στην κυριαρχία των ανέμων
όνειρο μοιρασμένο σ' όλες τις φωνές
για να ξανασυνθέσουμε το πρόσωπο της θάλασσας
πίσω απ' το τελευταίο σύνορο.

Τώρα για να περάσεις τούτο το ακρογιάλι
για να κοιμίσεις το πένθος μετρημένο με τα δάχτυλα της βραδιάς
αγρύπνησε τη φλόγα σου πάνω απ' τη δόξα
με τις περιπλανήσεις με τις επιστροφές
πάντα στο ίδιο σημείο ενός έκθαμβου αγγέλου
που κάθε τόσο αθετεί μ' έκταση την πληγή του.

Μέσα στο δάσος ονειρεύονται τ' αγάλματα
και μιλούν τη φωνή μας
και μιλάμε τη φωνή της αυριανής αγάπης
ανάμεσα στα χρώματα του δειλινού και στα νερά
που δε μπορούν να φυγαδέψουν τη μορφή τους απ' τα χέρα μας.
Μα δε σου φτάνει ο ίσκιος σου στο χώμα.
Το χώμα κι ο ίσκιος σου δεμένα μες στο φως
κι ο ουρανός που επαληθεύει τα μεγάλα βήματα μες στο τραγούδι μας -
στο ίδιο τραγούδι θάνατος και αθανασία.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α' Τόμος] (1978)

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Bertolt Brecht - Εσείς οι νέοι άνθρωποι των εποχών που έρχονται

Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία

Εσείς οι νέοι άνθρωποι των εποχών που έρχονται
Και της καινούργιας χαραυγής πάνω στις πολιτείες
Που δε χτίστηκαν ακόμα, και σεις
Που δε γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
Τη φωνή τη δική μου, που πέθανα
Όχι δοξασμένα.
Αλλά
Σαν τον αγρότη που δεν όργωσε το χωράφι του
Και τον χτίστη που ξετσίπωτα το ‘βαλε στα πόδια
Σαν είδε την τρύπια στέγη,

Έτσι κ’ εγώ,
Δε βάδισα με την εποχή μου, ξόδεψα τις μέρες μου,
Και τώρα πρέπει να σας παρακαλέσω
Να πείτε εσείς αυτά που δεν ειπώθηκαν,
Να κάνετε αυτά που δεν έγιναν, και μένα
Γρήγορα να με ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Για να μην παρασύρει και σας
Το δικό μου κακό παράδειγμα.

Αχ, γιατί κάθισα στων στείρων το τραπέζι
Τρώγοντας το φαΐ
Που αυτοί δεν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τα καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους
Άσκοπη κουβέντα. Έξω όμως
Διάβαιναν οι αδίδαχτοι
Διψασμένοι να μάθουν.

Αχ, γιατί
Τα τραγούδια μου δεν υψώνονται στα μέρη εκείνα
Που θρέφουν τις πολιτείες, εκεί
Που ναυπηγούνται τα καράβια;
Γιατί δεν υψώνονται
Απ’ τις γρήγορες ατμομηχανές
Σαν τον καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στον ορίζοντα;

Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι στάχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι και δημιουργικοί.

Ούτε μια λέξη
Δεν ξέρω να πω σε σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μιαν υπόδειξη δε θα μπορούσα να σας κάνω
Με δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς το δρόμο να δείξει
Αυτός που δεν τον διάβηκε!

Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δε μένει
Παρά να σας ζητήσω
Να μη δώσετε προσοχή σε λέξεις
Που βγαίνουν από το δικό μας
Σάπιο στόμα, μήτε και συμβουλή
Καμιά να μη δεχτείτε
Απ’ αυτούς που στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιο το καλό για σας και τι σας βοηθάει
Τον τόπο να χτίσετε που εμείς αφήσαμε
Να ρημάξει σαν την πανούκλα,
Και για να κάνετε τις πολιτείες
Κατοικήσιμες.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Οδυσσέας Ελύτης – Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι / Odysseas Elytis - With the first drop of rain summer was killed


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: «Ελένη»

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντας του εμπιστευτικά πώς θα ξανασυνατηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατός που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
Κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπωρινού ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
Του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
Και λόγια
Λόγια όχι σαν τα’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:

Εσένα!


With the first drop of rain summer was killed
The words that gave birth to starlight got drenched
All the words whose unique destination was You!
Whither shall we stretch out hands
now time no more consider us
Whither shall we rest our eyes
now the distant lines have foundered in the clouds
Now your eyelids have closed on our landscapes
And we –as if the fog entered us- are
Alone all alone surrounded by your dead images.

Forehead to the windowpane we keep sleepless watch
over new grief
It is not death shall cast us down since You exist
Since elsewhere a wind exists wholly to live you
To dress you from close by as our hope dresses you from afar
Since elsewhere greenest prairies exist
Beyond your laughter as far as the sun
Telling it in confidence that we shall meet again
Not it is not death we shall confront
But just a tiny drop of autumn rain
A turbid emotion
The smell of damp earth within our souls that continually grow
more distant…

Odysseas Elytis - From the poem
Helen

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Bertolt Brecht - Κακή εποχή για τη νεολαία


Αντί στο δάσος να παίζει με τους συνομήλικούς του
κάθεται ο μικρός μου γιος σκυμμένος πάνω απʼ τα βιβλία
και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
για τις κομπίνες των λεφτάδων
και τις σφαγές των στρατηγών.
Καθώς διαβάζει τη φράση, ότι οι νόμοι μας
εξ ίσου απαγορεύουν σε φτωχούς και πλούσιους κάτω
από τα γεφύρια να κοιμούνται
ακούω το ευτυχισμένο του γέλιο.
Όταν ανακαλύπτει ότι ενός βιβλίου ο συγγραφέας
πουλημένος είναι, το νεαρό του μέτωπο φωτίζεται.
Απʼ τη μεριά μου το επιδοκιμάζω,
κι όμως θα ʽθελα να μπορούσα
μια εποχή κατάλληλη για τη νεολαία να του προσφέρω
που σʼ αυτήν στο δάσος θα πήγαινε να παίξει με τους συνομήλικούς του.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Τα όπλα


Δεν εγκατέλειψα ούτε στιγμή
το εργαστήρι μου όπου φτιάχνω τα όπλα,
εκτελώντας παραγγελιές που λαβαίνω
από την ειρήνη. Συλλογιέμαι πως όλα
τα μυρμήγκια της γης έχουν καρδιά
και φτιάχνω εφτά χρωμάτων λουλούδια.
Καταξίωσε, Κύριε, τα χέρια μου, ευλόγησε
ν’ αυξαίνουν τα όπλα μου. Ο στρατός μου.


Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα Ποιήματα, τ. Γ΄,
Τα Τρία Φύλλα, Αθήνα 1991

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Μανώλης Αναγνωστάκης - Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.

Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;

Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Μανώλης Αναγνωστάκης - Φοβᾶμαι...

Ζουμπουλάκης Πέτρος, Χωρίς τίτλο, 1972
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

Νοέμβρης 1983

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Ὕμνοι — Φῶς ἱλαρόν - Η «Αρχαία Φωνή»


Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,

ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, 

ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν. 

Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, 

Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.



«Φῶς ἱλαρὸν», η «αρχαία φωνή»...
Τί είναι η Επιλύχνιος Ευχαριστία; - Phos Hilaron

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Γιῶργος Σεφέρης — Πρωί


Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.


Ανάλυση
Το αίσθημα της θλίψης, η βαθιά απροθυμία του ατόμου να αντιμετωπίσει τη νέα ημέρα που μόλις ξεκινά, η ψυχική εξουθένωση κι η συντριπτική εκείνη επίδραση της κατάθλιψης που καθιστά ανυπόφορη τη σκέψη ακόμη και της πιο ασήμαντης ενέργειας, αποτελούν τις θεματικές του συγκεκριμένου ποιήματος.

Άνοιξε τα μάτια και ξεδίπλωσε
το μαύρο πανί πλατιά και τέντωσέ το


Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνει το λόγο στον ίδιο του τον εαυτό και του ζητά επιτακτικά να απλώσει το μαύρο πανί που θα καλύψει όλο του τον ορίζοντα και καθετί άλλο γύρω του, έχοντας όμως τα μάτια του ανοιχτά. Το μαύρο πανί που καλείται ο ίδιος να το ξεδιπλώσει πλατιά και να το τεντώσει δεν αποτελεί δημιούργημα της νύχτας ή του ύπνου, αποτελεί μια ψυχική εκδήλωση που φανερώνεται μέσα στο φως της ημέρας. Την ώρα ακριβώς που όλα φωτίζονται, η προοπτική της νέας ημέρας μοιάζει τόσο ανυπόφορη στο άτομο, τόσο επώδυνα εξουθενωτική, ώστε αισθάνεται την ανάγκη να καλύψει τα πάντα μ’ ένα μαύρο πανί∙ να τα συσκοτίσει, και αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον ερχομό της ημέρας, να εκφράσει, έστω, το πώς ο ίδιος αντικρίζει τα πράγματα γύρω του.

άνοιξε τα μάτια καλά στύλωσε τα μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πως το μαύρο πανί που ξεδιπλώνεται
όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στο νερό
μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα
και βουλιάζουν λοξά σαν τα κοχύλια


Το κάλεσμα του ποιητικού υποκειμένου στον εαυτό του αποτελεί μια εναργή απόδοση του πώς βιώνει ένα άτομο τα συναισθήματα κατάθλιψης, αφού ό,τι προβάλλεται εδώ κυρίως είναι η διαπίστωση πως το «μαύρο πανί» που ξεδιπλώνεται και καλύπτει τον γύρω κόσμο εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. 

Τα αρνητικά συναισθήματα του ατόμου, τα οποία διαστρεβλώνουν επί της ουσίας την πραγματικότητα και του δημιουργούν την αίσθηση πως όλα είναι δύσκολα, μάταια και ανυπόφορα∙ πώς όλα είναι μαύρα και ανούσια, κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από την πρώτη στιγμή που ανοίγει κανείς τα μάτια του το πρωί. 
Την ώρα ακριβώς που οι άλλοι άνθρωποι αντικρίζουν την ομορφιά της νέας ημέρας και το φως που αναδεικνύει το κάλλος του φυσικού περιβάλλοντος, το ποιητικό υποκείμενο που βρίσκεται δέσμιο των καταθλιπτικών του συναισθημάτων δεν είναι σε θέση να αντικρίσει τίποτε το όμορφο. Για το καταθλιπτικό άτομο δεν υπάρχει η γεμάτη υποσχέσεις νέα ημέρα, υπάρχει μόνο η αίσθηση ενός διαρκούς παρατεταμένου ψυχικού τραύματος.
Ο ποιητής, λοιπόν, ζητά από τον εαυτό του ν’ ανοίξει καλά τα μάτια του και να τα στυλώσει στο θέαμα της νέας ημέρας∙ να προσηλωθεί σε αυτό που βλέπει και να συνειδητοποιήσει, έτσι, πληρέστερα αυτό που κατά βάθος ήδη ξέρει, ότι το ξεκίνημα της νέας ημέρας δεν αποτελεί πια για εκείνον πηγή χαράς ή έστω αισιοδοξίας, αφού για εκείνον με το που αρχίζει η νέα ημέρα, ξεκινά να ξεδιπλώνεται και το μαύρο πανί του εσωτερικού του δαίμονα που τα σκεπάζει όλα.
Τώρα ξέρει πως το σκοτάδι -η μαυρίλα- που καλύπτει όλο του τον ορίζοντα δεν είναι απόρροια του ύπνου, μήτε προκύπτει όπως όταν κάποιος κλείνει τα μάτια του μέσα στο νερό, ούτε είναι εκείνο το σκοτείνιασμα που έρχεται όταν από τη νύστα πέφτουν ρυτιδωμένα τα βλέφαρα και βουλιάζουν λοξά πάνω στα μάτια σαν κοχύλια.

τώρα ξέρεις πως το μαύρο δέρμα του τυμπάνου
σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου
όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος, έτσι.


Τώρα ξέρει πως το μαύρο αυτό πανί -το μαύρο δέρμα του τυμπάνου-, που σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά του, δεν είναι απόρροια της νύχτας∙ είναι γέννημα του ίδιου του τού εαυτού, τη στιγμή κιόλας που ξυπνά ξεκούραστος. Είναι γέννημα μιας εσωτερικής διάθεσης που δεν του επιτρέπει να ...
.............
η συνέχεια εδώ: latistor

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Εγγραφή


Διαβάζω το πρωί τις ειδήσεις - γιομάτες κηλίδες
αίματος οι σελίδες. Κοιτώ τους ανθρώπους
έξω στο δρόμο να πηγαίνουν και να 'ρχονται
φορτωμένοι ο καθένας τους κατά διάφορο
τρόπο τη μοίρα του. Ακώ τις κραυγές
που θα έβγαζαν αν συναντιόντουσαν άξαφνα
μ' έναν δίκαιο Θεό. Βλέπω τον ήλιο μετά
κι όταν δύει εκείνος τη νύχτα, που μοιάζει,
συχνά, με πλαγιά της ανοίξεως, σελίδα
που τρέμει αλαφρά και διαβάζεται απ' όλα
τα πλάσματα, δίχως γνώση και γλώσσα.

Κι η αλήθεια τ' ουρανού και της γης

αποτυπώνεται στους στίχους μου όπως
ο πόνος του Χριστού στην εικόνα.

Από τη συλλογή Απογευματινό ηλιοτρόπιο (1976) 

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - «Η ραψωδία του γυμνού φωτός» IV (Φθινόπωρο)

«Κοιμήθηκε η βροχή στο λασπωμένο δρόμο
στο λίγο φως με τ’ άρρωστα κορίτσια
πίσω απ’ τα τζάμια του απογεύματος.
Βήμα βαθύ του φθινοπώρου στα προαύλια των σχολείων
πάνω στις χορταριασμένες πλάκες. Βήμα της βραδιάς
με μια δέσμη σοβαρών αστερισμών έξω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες.
Οι κήποι φεύγουν στην ομίχλη φεύγουν με τους ανέμους
μπλέκονται τα κλαδιά των δέντρων με τα σύγνεφα
ένα πουλί χτυπάει το τζάμι του παραλιακού σπιτιού.
Κανείς δεν είναι να του ανοίξει. Φύγαν όλοι
με τα καράβια δίχως φώτα. Πού έχουν πάει;
Και το καπέλο του καλοκαιριού κουρελιασμένο
το σέρνει ο αγέρας στο ακρογιάλι, το χτυπάει στους βράχους
και μένει μόνο η θάλασσα κάτω απ’ τις αστραπές
μέσα στην πολυθόρυβη ερημιά της…»

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Οἱ μικροὶ γαλαξίες


Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.

Ὅμως, ἐσύ, δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες μὲς ἀπὸ
μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα σα,
μὲς ἀπὸ σένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας
μας μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους -
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Οδυσσέας Ελύτης – Μαρίνα (από τις Μικρές Κυκλάδες)

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, 
λουίζα και βασιλικό 
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω, 
και τι να πρωτοθυμηθώ.

Τη βρύση με τα περιστέρια, 
των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια, 
και το πηγάδι το βαθύ.

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, 
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα, 
σαν αδελφή του αυγερινού.

Μαρίνα πράσινο μου αστέρι 
Μαρίνα φως του αυγερινού 
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι 
Και κρίνο του καλοκαιριού. 

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ολονυχτία

Δεν με κατάλαβες όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάι σου, προσπαθούσα να κλείσω το παράθυρο
πάλευα -όλη τη νύχτα.
Ο αέρας επέμενε...
Άπλωσα τότε τις παλάμες μου πάνω σου
σαν δυο φύλλα ουρανού και σε σκέπασα...
Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο ...

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2015

Bertolt Brecht - "Μετανάστες" - Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν



Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
"Μετανάστες"


Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιάν άλλη γη. Ούτε
και σε μιάν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνήγησαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.

Έτσι απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιό κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει τη ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.


Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, 1937 - μτφρ. Μάριος Πλωρίτης
antikleidi

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Γιάννης Ρίτσος - Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄ τα σπίτια τους,



Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, 
μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και τον χρόνο. Πάντα εκεί.

Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή

καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση 

να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, 

τόσο που ο πόνος κάτω απ΄τα πλευρά μας, 
δεν είναι πια απ΄τη στέρηση μα από την αύξηση. 
Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ο κόσμος κι η ποίηση
Ο άνθρωπος, ο κόσμος και η ποίηση


Ο κόσμος κι η ποίηση

Απλά πράγματα όλα. Η τάξη τους είναι
φροντισμένη απ’ το χέρι σου. 

Μια δέσμη από χρώματα στο βάζο του χρόνου.
Άλλωστε, τι
θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; Είναι η γύρη
των πραγμάτων του σύμπαντος. Η γύρη σε πράξεις,
η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές,
σε πορεία, σε κίνηση.
Η ζωή κι η ψυχή
σ’ ένα αιώνιο καθρέφτισμα μέσα στο χρόνο.
Τι νομίζεις λοιπόν· κατά βάθος η ποίηση

είναι μι’ ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλον τον κόσμο.

Από τη συλλογή Το βάθος του κόσμου (1961) 


Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κόσμος καὶ ἡ ποίηση

Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ νὰ σὲ βρῶ.
Κοσκίνισα μὲς τὴν καρδιά μου τὴν ἔρημο· ἤξερα
πὼς δίχως τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μὲς ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπὸ σένα - πλησιάζουν τὰ πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω τὴν τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θὰ βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τὸ φῶς.