Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου
ασυλλόγιστα, πού
πάτε;
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο
μαγγανοπήγαδο
μακριά,
πλάι στο πηγάδι ο παππούς παίζοντας την κιθάρα του,
«μακριά, σαν θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές της
γης,
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σαν να πηγαίνανε χαρούμενα
μηνύματα
από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα,
μακρόσυρτα σούρουπα
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα
βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως τον πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών
της ζωής
που διαπερνούσαν σαν ρίγη, πέρα, κει κάτου, κει κάτου,
μακριά,
τους βραδινούς ορίζοντες.
Η Καντάτα είναι ένα συνθετικό ποίημα με θεατρική, θα λέγαμε, σύνθεση. Ο ίδιος ο ποιητής δίνει στην αρχή το σκηνικό και τα πρόσωπα.
Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει.
Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο.
Διάφοροι περαστικοί. Αυτός που σφύριζε την Παλόμα.... Χορός από γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα· οι άντρες αριστερά, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής).