Σελίδες

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Κώστας Βάρναλης — Πρωτομαγιά 1944

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος*.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

*
Ο «Ναπολέος» του ποιήματος, που είναι «δυο μπόγια πάνου απ’ όλους, κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου» είναι βέβαια ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο άνθρωπος που με μια λέξη του μόνο μπορούσε να σώσει τη ζωή του, αλλά αρνήθηκε, αφού θα έμπαινε κάποιος άλλος στη θέση του. 
 
Η ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη είναι κάτι σαν απάντηση, στην ιστορία που προχωρεί, στο μέγα ψεύδος μας, στο κενό μας: τον Σεπτέμβριο του 1943 οι Ακροναυπλιώτες κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο νεοσύστατο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ο Σουκατζίδης καθώς ήξερε γερμανικά, χρησιμοποιούνταν ως διερμηνέας. Μια επίθεση των ανταρτών εναντίων του στρατηγού Κρεντς στους Μολάους, φέρνει την διαταγή να εκτελεστούν ως αντίποινα διακόσιοι κρατούμενοι. Λίγο πριν από το χάραμα της Πρωτομαγιάς του 1944 η Γερμανική Διοίκηση μαζεύει τους κρατούμενους και δίνει στον Σουκατζίδη να διαβάσει την διαταγή και τα ονόματα. Ο Σουκατζίδης διαβάζει’ στο όνομα 167 –το όνομά του- φωνάζει «Παρών» και δίνει τον κατάλογο στον Γερμανό υπαξιωματικό για να σταθεί στην πλευρά των μελλοθανάτων. Ο Φίσερ, διοικητής του Στρατοπεδου, κάνει νόημα στον Σουκατζίδη να μείνει στην θέση του. Εκείνος τον ρωτά: «Εάν εγώ γλυτώσω, θα εκτελεστεί ένας λιγότερος;». Ο Φίσερ του απαντά «έχω διαταγή να εκτελέσω διακόσιους». «Άρα θα είμαι στη σειρά μου» του αντιγύρισε οι Σουκατζίδης. Ο Ψαθάς γράφει πως τότε «ο Φίσερ, το ανθρώπινο κτήνος, στάθηκε σε στάση προσοχής». Έτσι ο Ναπολέων Σουκατζίδης κράτησε τη σειρά του του στον κατάλογο των μελλοθανάτων, το νούμερο 167: ego sum qui sum…
Μια ώρα αργότερα, οι Διακόσιοι εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής τραγουδώντας κάτι ολότελα διαφορετικό από έναν εθνικό ύμνο. Ξημέρωνε Πρωτομαγιά κι ήσαν όλοι στη σειρά τους – όλοι παρόντες.