Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά, να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται∙ προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.