Σελίδες

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Τα τρύπια χέρια

«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες.
«Τίποτα, είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ’ η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως’ αραιή, απαλή,
σα καλοσύνη σε λουλούδια. Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Απ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η δωρεά

                                              Στο Μάνο Κατράκη

Θα μιλήσουμε, θα διδάξουμε. Θα οδοιπορούμε
Και θα δίνουμε, διαρκώς, θα δίνουμε. Εμείς
ό,τι ήταν να μας δοθεί, Μάνο, στον κόσμο,
ερχόμενοι το είχαμε πάρει:
Δωρεά προς δωρεάν.
Κι εμείς, σαν τη ρέουσα βροχή
και τον ρέοντα ήλιο, χωρίς
διακρίσεις και όρια
συντηρούμε τον κόσμο.

Ήρθαμε με ανοιχτή καρδιά.
Το αίμα μας, είναι ουρανός

Στο βιβλίο του “Ο διακεκριμένος πλανήτης” (1983), με χειρόγραφη αφιέρωση στον Παναγιώτη Κ., το “φίλο του”, έχει ένα ποίημα για το μεγάλο Κρητικό της υποκριτικής τέχνης, το Μάνο Κατράκη (1908-1984) που είχε “φύγει” 2 χρόνια πριν. Με τίτλο “Η δωρεά” (Στον Μάνο Κατράκη).

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Οἱ λέξεις τό μάρμαρο καί τό ἀτσάλι

Σ’ ὅλη μου τή ζωή σχεδιάζω ἕνα ποίημα
συλλέγοντας λέξεις, στοιχίζοντας λέξεις,
μεταθέτοντας λέξεις. Διοχετεύοντας ἕνα
φῶς στερεό, νά δέσω τίς λέξεις, νά φτιάξω
ἕνα ποίημα ἤ κ’ ἕνα στίχο μοναχά
κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ παντός.
Γιατί καί ἡ λέξη εἶναι ἕνα θαῦμα.
Ἔχει κάτι ἀπ’ τό μάρμαρο κάτι ἀπ’ τ’ ἀτσάλι,
(ὅλα αὐτά τά λιγότερο ἀνθεκτικά).
Συλλογίζομαι πώς μπορεῖ ὥς κι αὐτό
τοῦ ἥλιου τό σύστημα νἆναι ἕνας στίχος
καί πώς θά μποροῦσε νά φτιάξει κανείς
τήν πιό στερεή και ἀκόμη τήν πιό
μεγάλη ἐκκλησία τοῦ κόσμου μέ λέξεις.
Από το ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ, 1984

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Πρωινή διάθεση

... είναι μι’ αδιαίρετη μονάδα ο ήλιος, 
οι ήλιοι του ήλιου, κι’ ο άνθρωπος. 
Μ’ αυτό σου το γλυκό πρόσωπο θα ημερώσω 
τα πουλιά του βουνού και θα ρθούν πιο κοντά μου. 
Θ’ αγιάσουν τα χέρια σου τα νερά, θα πραΰνει ο καιρός 
κ’ η φωνή μου, χορός λουλουδιών, θα γιομίσει 
την ατμόσφαιρα χρώματα. 
Θα μπορέσω απλουστεύοντας 
σε νερό την ψυχή μου, να εξηγήσω στον κόσμο, 
πως είναι μι’ αδιαίρετη μονάδα ο ήλιος, 
οι ήλιοι του ήλιου, κι’ ο άνθρωπος.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η Ειρήνη της Δημιουργίας

Ο αέρας, ο ήλιος, η γης, το νερό, υφαίνονται
υφαίνουν τα κλώνια των δέντρων
δίχως ν' ακούγονται.
Το όνειρο, η λύπη, το φως, η ζωή, υφαίνονται
υφαίνουν την ποίηση μέσα μου
δίχως ν' ακούγονται.

Και μάλιστα, νιώθω κάτι πρόωρο
σήμερα. Φέτος θ' ανθίσω
πριν απ' τα δέντρα.

"Ποιήματα", τόμος 3ος, σελ. 232

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Κωστής Παλαμάς — Στον Δάσκαλο

Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
Κι ό,τι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτίσ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μεσ’ το κορμί σου μένει,
Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθειά,
Ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθειά. Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,

Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Nazim Hikmet — Ύμνος στη ζωή

Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νοιώθεις τραγούδι χαράς
τι όμορφο που είναι να ζεις σαν παιδί
να απορείς και να ζεις.
Κι όμως είναι ν’ απορείς
πώς αυτό το ωραίο τραγούδι
πώς αυτή η ζωή η γεμάτη χαρά
έχει γίνει σκληρή,
έχει γίνει φτηνή και τόσο πικραμένη
που είναι πονεμένη.

Τι όμορφο που είναι να ζεις
να σου λεν καλημέρα του κόσμου τα χείλη
τη ζωή να την κάνεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις!
Απόδοση Γιάννης Ρίτσος

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ὁ Ἀγρὸς τῶν λέξεων / Nikiforos Vrettakos: Τhe field of words

Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλούδι, ὅμοια κ' ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ' τὴ λέξη.
Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ' ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.

Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ' τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι, συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».

..................................

Τhe field of words
(translated by Marjorie Chambers)

Like the bee round a wild
flower, so am Ι. Ι prowl
continuously around the word.

Ι thank the long lines
of ancestors who moulded the voice.
Cutting it into links, they made
meanings. Like smelters they
forged it into gold and it became
Homer, Aeschylus, the Gospels
and other jewels.

With the thread
of words, this gold
from gold, which comes from the depths
of my heart, Ι am linked, Ι take part in
the world.
Consider:
Ι said and wrote, "Ι love."

Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Pablo Neruda — Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις / I Like When You are Quiet (Me gustas cuando callas)

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
ανάλυση του ποιήματος εδώ

Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ο βράχος και η ποίηση

Παρ’ όλο
        που ακόμα, και τότε, καρδιά μου,
σα να κάνεις σεισμό, θα σειέται κάθε άνοιξη
                πάνω σου ο βράχος του.

Πώς να κλείσει κανείς μια πληγή με τα χέρια του;
       Θάναι σα να παλεύει με την ίδια τη γη.
Θάναι σα να ζητά ν’ αφαιρέσει απ’ την κίνηση
    μια της στροφή. Θάναι σα ν’ αντιστέκεται
               στο κράτος της μοίρας του.
                                                      Μπορείς να βροντάς
λοιπόν το ποτάμι σου, καρδιά μου, μπορείς,
   όσο που ο Κύριος να κυλήσει ένα βράχο,
να σου φράξει το στόμα που αναβρύζει απ’ την άβυσσο
                        αίμα και λάμψη.
                                                Παρ’ όλο
        που ακόμα, και τότε, καρδιά μου,
σα να κάνεις σεισμό, θα σειέται κάθε άνοιξη
                πάνω σου ο βράχος του.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Κώστας Βάρναλης — Πρωτομαγιά 1944

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος*.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

*
Ο «Ναπολέος» του ποιήματος, που είναι «δυο μπόγια πάνου απ’ όλους, κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου» είναι βέβαια ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο άνθρωπος που με μια λέξη του μόνο μπορούσε να σώσει τη ζωή του, αλλά αρνήθηκε, αφού θα έμπαινε κάποιος άλλος στη θέση του. 
 
Η ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη είναι κάτι σαν απάντηση, στην ιστορία που προχωρεί, στο μέγα ψεύδος μας, στο κενό μας: τον Σεπτέμβριο του 1943 οι Ακροναυπλιώτες κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο νεοσύστατο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ο Σουκατζίδης καθώς ήξερε γερμανικά, χρησιμοποιούνταν ως διερμηνέας. Μια επίθεση των ανταρτών εναντίων του στρατηγού Κρεντς στους Μολάους, φέρνει την διαταγή να εκτελεστούν ως αντίποινα διακόσιοι κρατούμενοι. Λίγο πριν από το χάραμα της Πρωτομαγιάς του 1944 η Γερμανική Διοίκηση μαζεύει τους κρατούμενους και δίνει στον Σουκατζίδη να διαβάσει την διαταγή και τα ονόματα. Ο Σουκατζίδης διαβάζει’ στο όνομα 167 –το όνομά του- φωνάζει «Παρών» και δίνει τον κατάλογο στον Γερμανό υπαξιωματικό για να σταθεί στην πλευρά των μελλοθανάτων. Ο Φίσερ, διοικητής του Στρατοπεδου, κάνει νόημα στον Σουκατζίδη να μείνει στην θέση του. Εκείνος τον ρωτά: «Εάν εγώ γλυτώσω, θα εκτελεστεί ένας λιγότερος;». Ο Φίσερ του απαντά «έχω διαταγή να εκτελέσω διακόσιους». «Άρα θα είμαι στη σειρά μου» του αντιγύρισε οι Σουκατζίδης. Ο Ψαθάς γράφει πως τότε «ο Φίσερ, το ανθρώπινο κτήνος, στάθηκε σε στάση προσοχής». Έτσι ο Ναπολέων Σουκατζίδης κράτησε τη σειρά του του στον κατάλογο των μελλοθανάτων, το νούμερο 167: ego sum qui sum…
Μια ώρα αργότερα, οι Διακόσιοι εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής τραγουδώντας κάτι ολότελα διαφορετικό από έναν εθνικό ύμνο. Ξημέρωνε Πρωτομαγιά κι ήσαν όλοι στη σειρά τους – όλοι παρόντες.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Γιάννης Ρίτσος — Το σβησμένο φανάρι

Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα θά ῾θελᾳ νὰ σᾶς ἀφήσω τὸν τρόπο
τῆς ἀλλαγῆς τῶν χρωμάτων πρὸς τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ ρόδινο
ὅταν ἡ πόρτα κλείνει καὶ σκοτεινιάζουν τὰ δωμάτια
...............
θά ῾θέλᾳ - λέει - ν᾿ ἀφήσω στὸν καθένα σας αὐτὸ τὸ βλέμμα

τοῦ ἤρεμου θαυμασμοῦ μπροστὰ στὸ λιόγερμα. Θά ῾θέλᾳ ἀκόμη
νὰ σᾶς ἀφήσω τὸ περίλυπο ἄκουσμα
τῆς ἔρημης φωνῆς τοῦ ἰχθυοπώλη στὰ πρωινὰ τοῦ Ἰουλίου
καὶ τὸ βόμβο τῆς μέλισσας μέσα σ᾿ ἕνα τριαντάφυλλο
ἢ τὸ ἄηχο «ἄχ» μιᾶς λευκῆς πεταλούδας πλάι στὸ μὼβ λουλούδι.
Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα θά ῾θελᾳ νὰ σᾶς ἀφήσω τὸν τρόπο
τῆς ἀλλαγῆς τῶν χρωμάτων πρὸς τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ ρόδινο
ὅταν ἡ πόρτα κλείνει καὶ σκοτεινιάζουν τὰ δωμάτια
κι ὡστόσο οἱ καθρέφτες διατηροῦν ἀνέπαφη
τὴν εἰκόνα τῆς θάλασσας, γι᾿ αὐτὸ γαλανίζουν τὰ σεντόνια
στὸ μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι τῶν νεκρῶν. Θά ῾θελα ἀλλὰ
τούτη τὴν ὥρα μὲ πρόλαβε ὁ Ἀόρατος,
ὁ Πανταχοῦ καὶ Πάντοτε Παρών, μοῦ ῾σβησε τὸ φανάρι
καὶ πιὰ δὲ βλέπω οὔτε νὰ δείξω τίποτα κι οὔτε νὰ περπατήσω.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ο ήλιος μου

Μου πήραν τον ήλιο μου, αλλά εγώ θα τον βρω.
Κανόνισα μια μυστική συνάντηση μαζί του
όπως εκείνος που πηγαίνει για παράνομο τύπο
ή για παράνομο υλικό. Θα γιομίσω τον κόρφο μου
μεγάλα φύλλα χρυσαφιού και λάμπες για την κρύπτη μου,
πριν μου αφανίσουν την ψυχή να την κυκλοφορήσω
χέρι με χέρι μες στην νύχτα.

Ποιήματα «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ»

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η προσβολή

«πίσω απ’ τις λέξεις μου» έλεγε «στέκονται όρθιοι όλοι
οι προσβλημένοι αυτού του κόσμου και χειρονομούν».

Κάθε που γίνονταν κακό, οπουδήποτε, αυτόν
έλεγε ότι πρόσβαλαν˙ κάθε φορά κρατούσε
το στήθος του σα να πληγώθηκε. Κι’ όταν μιλούσε,
«πίσω απ’ τις λέξεις μου» έλεγε «στέκονται όρθιοι όλοι
οι προσβλημένοι αυτού του κόσμου και χειρονομούν».
Κ’ έλεγε: «εμένα πρόσβαλες κι ας είμαι ο οποιοσδήποτε
σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο της γης –ένας πολίτης
σε μια πατρίδα ή κι απλώς ένας φιλοξενούμενος
κάτω απ’ του ήλιου τη σκηνή, δίχως πατρίδα.»
Ποιήματα «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ»

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Απογύμνωση

Πιεσμένος στο χώμα, θα γυρίσω τις πλάτες μου να μη βλέπω
και έρποντας, έρποντας, θ’ αποσυρθώ στο καλύβι μου,
στο μέλλον μου, στη σκηνή μου, σε μια σταγόνα αέρος.

Όταν θα τελειώσουνε τα τραγούδια,
όταν η ποίηση θα χτυπήσει τα χέρια της
όπως όταν σημαίνει η τελευταία καμπάνα
μιας μέρας που τέλειωσε – τότε,
φτωχός, φτωχότατος άνθρωπος,
ένα με τα πράγματα και τις πέτρες,
θάχω βγάλει το ρούχο που μούδωσε ο Θεός,
το καπέλο που με προστάτευε, τα παπούτσια,
το ρολόι μου για το χρόνο,
το δαχτυλίδι του αρραβώνα μου.
Πιεσμένος στο χώμα, θα γυρίσω τις πλάτες μου να μη βλέπω
και έρποντας, έρποντας, θ’ αποσυρθώ στο καλύβι μου,
στο μέλλον μου, στη σκηνή μου, σε μια σταγόνα αέρος.

Τα ποιήματα ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Νίκος Καρούζος (Αφιέρωμα ΕΡΤ, «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»)

Η εκπομπή «Παρασκήνιο» της ΕΤ1 ήταν αφιερωμένη στον μεγάλο Έλληνα ποιητή και στοχαστή Νίκο Καρούζο. 
Η ταινία προσεγγίζει το ποιητικό έργο, τις φιλοσοφικές και κοινωνικές του αναζητήσεις, όπως και την προσωπικότητα του ποιητή. Μέσα από το δικό του λόγο, την ποίησή του, από τις απόψεις ανθρώπων του πνευματικού χώρου, όπως και από τις αφηγήσεις δικών του ανθρώπων, σκιαγραφείται η μεγαλειώδης μορφή του ανθρώπου και ποιητή.

https://www.youtube.com/watch?v=lOyHVq6YkGI&t=25s

Μίλτος Σαχτούρης, ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ (Αφιέρωμα ΕΡΤ, «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»)

        Τὸ ἐπεισόδιο τῆς ἐκπομπῆς «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» μὲ τῖτλο «ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ» εἶναι ἀφιερωμένο στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ποιητῆ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ. 
Μίλτος Σαχτούρης. Έργο του ζωγράφου Ιορδάνη Γιαβουρίδη

        Τὸ Τρίτο Πρόγραμμα τῆς Ἑλληνικῆς Ραδιοφωνίας παρουσιάζει μιὰ ἀνέκδοτη ἠχογράφηση μὲ ἀναγνώσεις ποιημάτων τοῦ καλλιτέχνη. Ὁ ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ Καθηγητὴς Πανεπιστημίου καὶ ὁ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ μιλοῦν γιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ποίησής του, τὰ θέματα καὶ τὶς εἰκόνες της. 
        Στὴ συνέχεια, ἡ κάμερα τῆς ἐκπομπῆς συναντᾶ τὸν καλλιτέχνη στὸ πατρικό του, στὴν ΚΥΨΕΛΗ. Ὁ ἴδιος περιγράφει τὴ θέση τῆς ποίησης στὴ ζωή του, τὶς ἀπρόβλεπτες συνθῆκες δημιουργίας τῶν ἔργων του, τὶς ἐπιρροές του, τὸ ρόλο τοῦ ποιητῆ στὴ σύγχρονη ἐποχή. Ἀκολουθεῖ προβολὴ πλάνων ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀπονομῆς του κρατικοῦ λογοτεχνικοῦ βραβείου στὸν ποιητὴ γιὰ τὸ συνολικό του ἔργο καὶ ἀπόσπασμα ἀπὸ παλαιότερη συνέντευξη του, μὲ ἀναφορὲς στὰ νεανικά του χρόνια, στὶς σπουδές του, στὴ γνωριμία του μὲ τὸν ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ καὶ τὸ ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ, στὶς ποιητικές του δημιουργίες, στὶς δύσκολες μέρες τῆς Κατοχῆς, στοὺς νεότερους ποιητές. 
        Ἔπειτα, ὁ ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΙΔΗΣ περιγράφει τὴν στενή φιλία του μὲ τὸν καλλιτέχνη, ἀναλύει τὴν παρουσία του καθρέφτη στὰ ἔργα του καὶ τὸ συμβολισμό του, ἐνῶ ἀκούγονται μελοποιημένα ποιήματα του. Παράλληλα, διαβάζονται ἀποσπάσματα ἀπὸ γνωστὰ ποιήματἀ του καὶ προβάλλονται μεταφράσεις τους σὲ διάφορες γλῶσσες. 
        Στὸ τέλος τῆς ἐκπομπῆς, ὁ καλλιτέχνης ἐμφανίζεται καταβεβλημένος καὶ κουρασμένος νὰ ἀναπολεῖ στιγμὲς ἀπὸ τὸ παρελθόν του.

https://www.youtube.com/watch?v=5SV5ZA4p4T8

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Το παιδάκι του Βιετνάμ με το κομμένο πόδι

Το άλλο του πόδι
είναι ο σταυρός 
το πλάτος και το ύψος του
είναι ο σταυρός του Ιησού στον αιώνα μας.
Το άλλο του πόδι δεν είναι εδώ ή εκεί,

δεν είναι στο δάσος, ή μέσα στο χώμα.
Το άλλο του πόδι είναι μες στην καρδιά μου,
λιώνει εκεί, γίνεται λόγος, γίνεται
η αυριανή μου φωνή. Το άλλο του πόδι
είναι ο σταυρός 
το πλάτος και το ύψος του
είναι ο σταυρός του Ιησού στον αιώνα μας.

Τα ποιήματα Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Κεκλεισμένων των θυρών

Χρειάζεται ο καιρός ρούχα ψυχή μου,
Για ώρες βροχής, για ώρες ανέμου,
για ώρες αφέγγαρης λύπης
και νύχτας.
Αυτή την τραχύτητα
των λέξεων, ψυχή μου, πώς τη μπορείς;
Χαμήλωσε τώρα, ή σώπασε,
όπως οι πέτρες, ή όπως
ο άλαλος πόνος, ή άλλαξε.
Γίνου κάτι άλλο. Κάτι σαν την αφή
του ήλιου στα δάχτυλα
του τυφλού.
                    Κλείσου τώρα και γνέσε,
μαλλί του ήλιου, το αίμα σου,
ζώσε τον κόσμο. Γίνου κλωστές,
ώρα να υφάνουμε.

Χρειάζεται ο καιρός ρούχα ψυχή μου,
Για ώρες βροχής, για ώρες ανέμου,
για ώρες αφέγγαρης λύπης
και νύχτας. Γύρω από την
ερημιά της ελπίδας, χρειάζεται ο κόσμος
έναν ορίζοντα. Γίνου καθώς
απάνω απ’ τους λόφους κάποτε ο Μάης
βροχούλα μετάξινη:

παρηγορία και φως, στους ώμους
                του κόσμου.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Λίνα Νικολακοπούλου — Δι’ ευχών

Πετούν γεράκια απ’ τις φωλιές
την τρομαγμένη μας ζωή να δουν εικόνα
σαν τις παλιές αμαρτωλές
που δεν τους στάθηκε αγκαλιά ούτε κρυψώνα
Κάτω απ’ την άρρωστη βροχή
στις εθνıκές των φορτηγών με τα ψυγεία
το μαύρο λάδι απ’ τη ψυχή
δεν καίει για κάτι που να μοιάζει μ’ ευλογία

Δι’ ευχών των αγίων ημών
στους ναούς των μεγάλων λυγμών
Δι’ ευχών των αγίων της γης
ορατής και αοράτου πληγής
Δι’ ευχών των αγίων που κλαις
που μπορείς σ’ αγαπάω να λες
Δι’ ευχών των αγίων κι αεί
με Θεού πνοή

Κοιτάω τον ήλιο απ’ το βουνό
κι οι δυναμίτες της ψυχής μου σπαν την πέτρα
που εγώ να τρέξω ξεκινώ
μες στης παγκόσμιας λογικής τα πέντε μέτρα

Με χαραγμένα τ’ αρχικά
όνομα και αίμα και φυλή κι αρχαία τείχη
και μ’ ένα δέμα ελληνικά
θα γράψω, κόσμε, τους χρησμούς μου με το νύχι.

Δι’ ευχών των αγίων ημών
στους ναούς των μεγάλων λυγμών
Δι’ ευχών των αγίων της γης
ορατής και αοράτου πληγής

Δι’ ευχών των αγίων που κλαις
που μπορείς σ’ αγαπάω να λες
Δι’ ευχών των αγίων κι αεί
με Θεού πνοή

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η ποίηση κ’ η ζωή

Δεν τελειώνει η ποίηση, όπως
κι ο ουρανός δεν τελειώνει. Όπως οι ώρες του Θεού
κ’ οι στροφές του πλανήτη μας. Οι ανταύγειες της
        ζωής,
διατηρούν το σχήμα της μέσα στην ποίηση. Όσο
θα πηγαίνει και θάρχεται η θάλασσα, όσο
θα γεννιούνται λουλούδια και χρώματα, όσο
θα δίνουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο το χέρι τους,
θα υπάρχει κι η ποίηση.
                                    Η ποίηση γεννιέται
μαζί με τα πράγματα, μαζί με τον έρωτα
μαζί με τον πόνο. Παραδείγματος χάρη,
πολλών μου σελίδων η ποίηση γεννήθηκε
                μαζί με τα μάτια σου.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ενότητα ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Μια καλημέρα από πολύ μακριά

Θὰ μοιάζω εἶν’ ἀλήθεια σὰν ἕνας
μικρὸς μεθυσμένος ἀνάμεσα
σ’ αὐτὸ τὸ στερέωμα.
                                        Ὅμως
ἀκοῦστε με: ἡ λέξη «ἀδελφὸς»
ξεπεράστηκε. Κ’ ἡ λέξη «εἰρήνη».
Κ’ ἡ λέξη «ἀγάπη». Σᾶς στέλνω ἀπ’ τὸ μέλλον
αὐτὸ μου τὸ ποίημα. Στὸ μέσο τῆς γῆς
            κρεμῶ ἕνα ἄστρο.

Από τη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ἔξοδος

Κάποτε ὅλα τελειώνουν: θολά 
ποτάμια καί νύχτες. Ἀρκεῖ νά μπορέσεις 
νά σώσεις στό τέλος τήν ψυχή σου, καθώς 
ἡ μητέρα τό βρέφος της 
διαβαίνοντας 
                       μιά 
πυρκαγιά ἤ μιά θάλασσα.
"ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Διάλογος με τον κόσμο"

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Θανάσης Τριαρίδης — Θάνατος

Κάποτε λέγαμε πως θάνατος είναι
οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια -και τα παρόμοια.
Μετά ήρθανε χρόνια βαριά‧ είπαμε:
ο θάνατος είναι ένας Meister από τη Γερμανία-
είπαμε: ο θάνατος είναι ένας Αμερικανός πιλότος-
είπαμε: ο θάνατος είναι ένας άντρας που φτιάχνει
τη βόμβα
κι έπειτα απαγγέλλει στίχους του Μπαγκαβάντ Γκίτα
μπροστά στην κάμερα.
Ή ακόμη, το αγοράκι (πες το και κοριτσάκι,
αν θες -το ίδιο είναι)
που κουνά το σημαιάκι στην παρέλαση.

Μα ποτέ δεν είπαμε πως θάνατος είναι
το ενισχυμένο γάλα που δίνουμε στο μωρό μας
κλεμμένο από το στόμα ενός άλλου μωρού,
ενισχυμένο από τη φυσιολογική πείνα του.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

Θανάσης Τριαρίδης — Θα σας περιμένω

Όταν πεθάνω
οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε
να ξυπνάτε τις νύχτες
και να ψάχνετε στα κινητά σας αν βρέχει
στην Αντίς Αμπέμπα,
αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος στο Ορφανοτροφείο
της Τέσφα,
αν το κροτάλισμα της μπόρας στη λαμαρίνα
φοβίζει τον ύπνο των παιδιών.

Σ’ αυτήν την αναζήτηση
(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή λέξεις)
θα φωλιάζει η μνήμη μου.

Εκεί θα είμαι,
στο άγγιγμα του δαχτύλου σας στην οθόνη
αφής σας,
και θα σας περιμένω να ξημερώσει
για να μου πείτε πως η λαμαρίνα
άντεξε, πως τα παιδιά ξυπνήσανε καλά.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

Μίλτος Σαχτούρης — Η Αποκριά

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                        η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                        που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                    η αποκριά.

Ανάλυση

        Ο Μίλτος Σαχτούρης ακολουθεί τη νεοϋπερρεαλιστική τάση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο ποιητικός του λόγος, αν και δεν είναι προϊόν αυτόματης γραφής, παραμένει δύσκολος στην κατανόηση, καθώς ο Σαχτούρης δημιουργεί τα ποιήματά του παραθέτοντας εικόνες, πραγματικές ή μη, χωρίς ειρμό.
       Ο ποιητής θέλοντας να αποδώσει τη σκληρότητα της γερμανικής κατοχής, αλλά και τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου, θρυμματίζει τις εικόνες της πραγματικότητας που βιώνει. Παρά το γεγονός, πάντως, ότι η ανασύνθεση των εικόνων του ποιήματος, ώστε να δημιουργηθεί μια ιστορία με λογική αλληλουχία, είναι συχνά αδύνατη, τα ποιήματα του Σαχτούρη επιτυγχάνουν το σημαντικότερο, επιτυγχάνουν να μεταδώσουν τη συναισθηματική ένταση του ποιητή.
       Σ’ ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η τυφλή βία κι ανθρώπινη ζωή δεν λογαριάζεται καθόλου, σε μια χώρα που συγκλονίζεται από έναν φονικό και αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, ο ποιητής αδυνατεί να βρει λογικούς ειρμούς. Έτσι, στην ποίησή του αντικατοπτρίζεται ο πόνος των ανθρώπων κι η βαθιά τους απογοήτευση, καθώς βιώνουν το μίσος του πολέμου και τον παραλογισμό του εμφυλίου, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι για να σταματήσουν αυτές τις απάνθρωπες καταστάσεις.
        Στην ποίηση του Σαχτούρη εκείνο που προέχει είναι η μετάδοση των συναισθημάτων. Ο φόβος, ο πόνος, η απογοήτευση, αλλά και η πνευματική και ψυχική σύγχυση του ανθρώπου που αντικρίζει τους Έλληνες να σκοτώνονται μεταξύ τους, οδηγώντας την πατρίδα τους στο χάος και την εγκατάλειψη. Ο ποιητής δεν μπορεί και δε θέλει να καταλάβει για ποιο λόγο αιματοκυλίζεται η χώρα του, κι αυτή την αδυναμία κατανόησης την αποδίδει με τον ιδιαίτερο τρόπο σύνθεσης των ποιημάτων του.
        Το ποίημα «Η Αποκριά» αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του Σαχτούρη, με την ποιητική ιστορία να ξετυλίγεται άναρχα μέσα από εικόνες πραγματικές αλλά και φανταστικές.
Ο τίτλος του ποιήματος, αν και σε πρώτη ανάγνωση μας παραπέμπει στο εορταστικό έθιμο του μασκαρέματος, στην πορεία διευρύνεται νοηματικά και αποκτά συμβολικές διαστάσεις. Η αποκριά του ποιήματος δεν είναι μόνο μια πραγματική αποκριά, είναι παράλληλα και μια εξωλογική κατάσταση, μια μαγική αποκριά όπου οι συνθήκες και οι περιορισμοί της πραγματικότητας αίρονται. Ο παραλογισμός της εποχής ωθεί συχνά τον ποιητή να περνά πέρα από τον απτό πόνο της πραγματικότητας και να παρουσιάζει με μη ρεαλιστικές εικόνες το πόσο βαθιά έχουν επηρεαστεί οι άνθρωποι της εποχής του από το μίσος και τη φονική διάθεση που επικρατεί. Μιας και οι λέξεις δεν επαρκούν για να εκφράσουν την πληγή που έχει ανοίξει ο εμφύλιος στις ψυχές των Ελλήνων, ο ποιητής δημιουργεί απόκοσμες εικόνες που μεταδίδουν εναργέστερα το στοίχειωμα του μυαλού απ’ όλες αυτές τις φρικτές εμπειρίες.
        Ο τίτλος του ποιήματος παράλληλα αποδίδει την αλλαγή των ανθρώπων, την υιοθέτηση νέων ρόλων στα πλαίσια του πολέμου. Σε αντίθεση με το αθώο μασκάρεμα του εθίμου, ο εμφύλιος πόλεμος αναγκάζει τους ανθρώπους να προχωρήσουν σε μια βαθύτερη αλλαγή της υπόστασής τους. Οι νέοι της εποχής γίνονται στρατιώτες, γίνονται φονιάδες, οι άμαχοι πολίτες και τα παιδιά τρέπονται σε τραγικά θύματα, χωρίς να έχουν δυνατότητα αντίδρασης. Οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι απέναντι στον κοινό εχθρό, γίνονται πια θανάσιμοι εχθροί.

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                        η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                        που τους είχαν ξεχάσει


Ο ποιητής μεταθέτει τοπικά, σ’ έναν άλλο κόσμο, τα γεγονότα που θα περιγράψει, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση απώθησης της φρικτής αυτής εμπειρίας. Τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά του τον χωρίζουν λίγα μόλις χρόνια από τα γεγονότα της αποκριάς αυτής, εντούτοις, τα παρουσιάζει σα να έχουν συμβεί σε μια άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο κόσμο, όπως ακριβώς κάθε άνθρωπος επιχειρεί να αφήσει στο παρελθόν και να ξεχάσει κάθε δυσάρεστη εμπειρία.

Η πρώτη εικόνα του ποιήματος με το γαϊδουράκι που γυρίζει μέσα στους έρημους δρόμους είναι ρεαλιστική και αποδίδει το σκηνικό εγκατάλειψης κι ερήμωσης που επικρατούσε σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας. Η χώρα μετρούσε ήδη πολλές απώλειες από τα χρόνια της κατοχής, κατάσταση που επιδεινώθηκε με τις συγκρούσεις και τις τυφλές δολοφονίες του εμφυλίου. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που οι κάτοικοι μιας περιοχής την εγκατέλειπαν -προσωρινά έστω- γνωρίζοντας πως επίκειται εχθρική επιδρομή από την αντίπαλη παράταξη.
Ο τέταρτος στίχος «όπου δεν ανέπνεε κανείς» επιτείνει την αίσθηση του θανάτου και με την απολυτότητά του, δημιουργεί ένα μακάβριο σκηνικό, όπου ένα γαϊδουράκι, χωρίς κανείς να το οδηγεί, περπατά σε μια περιοχή, που δε ζει πια κανείς.
Η κυριαρχία του θανάτου επιβεβαιώνεται και με την εικόνα που ολοκληρώνει την πρώτη στροφή. Παιδιά πεθαμένα ανεβαίνουν στον ουρανό και κατεβαίνουν μόλις για μια στιγμή για να πάρουν τους αετούς τους, που τους είχαν ξεχάσει.
Η εικόνα των παιδιών που ανεβαίνουν στον ουρανό, αν και δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικότητα, παρουσιάζει ωστόσο την κρυφή επιθυμία του ποιητή πως τα αθώα θύματα του εμφυλίου και της κατοχής θα διατηρήσουν την παιδική τους ψυχή και τη διάθεσή τους για παιχνίδι, ακόμη και στο ύστατο ταξίδι τους.
Τα πεθαμένα παιδιά και η πλήρης απουσία ζωής στην περιοχή όπου το γαϊδουράκι τριγυρίζει μόνο του, μας παραπέμπουν περισσότερο σε αποτρόπαιες εικόνες όπου οι Γερμανοί κατακτητές είχαν προχωρήσει σε μαζικές εκτελέσεις πληθυσμών, μη εξαιρώντας τα παιδιά και τις γυναίκες.
Οι θάνατοι των παιδιών, πάντως, που θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της πείνας και του κρύου -παράπλευρες απώλειες μιας εξαθλιωμένης χώρας- δίνονται από τον ποιητή με τρόπο που να μη συνδέει τα παιδιά με τη μακάβρια εικόνα του θανάτου. Τα παιδιά πετούν, ανεβαίνουν προς τον ουρανό, όπως ακριβώς στην ηλικία τους νομίζουν πως συμβαίνει όταν κάποιος πεθαίνει. Ο ποιητής τα διασώζει έτσι από την πραγματική εικόνα του θανάτου και τους επιτρέπει μιαν υπέρβαση, αντάξια της αθώας ψυχής τους.

έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια


Το χιόνι είναι σα γυάλινος χαρτοπόλεμος -συνειρμική σύνδεση με την αποκριά- που ματώνει τις καρδιές. Το κρύο εκείνων των φονικών χειμώνων, παίρνει ζωές και συνάμα αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων της εποχής. Η παγωνιά που επικρατεί έξω είναι ίδια με την παγωνιά που επικρατεί στις ψυχές των ανθρώπων.
Αντιμέτωπη με το φονικό καιρό και με τη φονική δράση των ανθρώπων, μια γυναίκα γονατισμένη αναστρέφει τα μάτια της σα νεκρή. Ενώ το βλέμμα της θα μπορούσε να υποδηλώνει μιαν ικεσία, μια παράκληση προς το Θεό, η απουσία ζωής τονίζει την απουσία ελπίδας. Η γυναίκα αυτή που αντικρίζει παντού το θάνατο γύρω της, δεν έχει πια τη δύναμη να ζητήσει βοήθεια, δεν έχει πια την πίστη πως μπορεί να λάβει βοήθεια από κάπου. Έτσι, με την απονεκρωμένη ματιά της -όπως απονεκρωμένη είναι κι η ψυχή της- αντιπροσωπεύει τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, που ζούσαν τον εφιάλτη του πολέμου, μη έχοντας πια καμία ελπίδα και καμία δύναμη να αντιδράσουν.
Η μόνη κίνηση, που υποδηλώνει την ύπαρξη ζωής, είναι οι στρατιώτες, οι φορείς του θανάτου, που περνούν συγκροτημένοι σε φάλαγγες με στρατιωτικό βηματισμό, υποφέροντας κι εκείνοι απ’ το κρύο. Η αναφορά στα «παγωμένα δόντια» λειτουργεί εν μέρει κυριολεκτικά μιας και το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα του ποιήματος είναι χειμωνιάτικο, εντούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την υπονοούμενη αναφορά στις παγωμένες ψυχές των στρατιωτών, που σκορπούν το θάνατο, χωρίς συναίσθηση της συμφοράς που προκαλούν.

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.


Η τελευταία στροφή του ποιήματος περιλαμβάνει...
.......................
η συνέχεια εδώ

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

Konstantin Simonov — Περίμενέ με! (“Жди меня” / Wait for Me)

Περίμενέ με, και σίγουρα θα γυρίσω
μόνο περίμενέ με αρκετά
περίμενε κι όταν κίτρινες βροχές 
θα γεμίζουν τις νύχτες με θλίψη
περίμενε στους αποπνικτικούς καύσωνες
και στις άγριες χιονοθύελλες
περίμενε κι όταν κανείς πια 
δεν περιμένει κανέναν
περίμενε κι όταν τα γράμματα 
από μακριά σταματήσουν
Περίμενέ με ακόμη κι όταν κανείς 
άλλος δεν βαστά να περιμένει
Μην τους ακούσεις σαν σου πουν
πως ήρθε η ώρα να ξεχάσεις
κι ότι οι ελπίδες σου ψεύτικες είναι
Ακόμη κι αν ο γιος κι η μάνα μου πουν πως χάθηκα
κι αν οι φίλοι μου κουραστούν να περιμένουν
άσε τους δίπλα στη φωτιά να πιουν πικρό κρασί
περίμενε
και μην καθίσεις μαζί τους
μην πιεις τίποτε…

Περίμενέ με, και σίγουρα θα γυρίσω
Όλοι οι θάνατοι δεν θα με σκοτώσουν
κι ας πουν αυτοί που δεν περίμεναν:
“Τι τύχη!”
Αυτοί που δεν ξέρουν να περιμένουν
δεν θα καταλάβουν ποτέ
ούτε κανείς θα καταλάβει, αγαπημένη,
πώς εσύ που με περίμενες,
μου έσωσες τη ζωή
Μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε
πώς επέζησα απ' τη φωτιά
Απλά, εσύ ήξερες να περιμένεις
όπως κανείς άλλος στον κόσμο.


Wait for Me

Wait for me, I will return.
Wait for all you’re worth.
Wait, when sulphurous rains they burn
Snuffing out all mirth,
Wait, as drifting snow it drops,
Wait, when heat’s too much.
Wait, when wait for others stops,
Past has lost its clutch.
Wait, when from that distant land
Letters do not come.
Wait, when all are weary and
Leave the wait to some.

Wait for me, I will return,
Don’t indulge the rest
Who too quick their thoughts adjourn,
Feel amnesia’s best.
Let my son and mother think
That I’m lost in mire,
Let my friends from waiting shrink,
Sitting by the fire,
Let them drink wine’s bitter cup,
Toast abandoned wait…
Wait. Refuse with them to sup,
Don’t bemoan my fate.

Wait for me, I will return,
Spiting death with pluck.
Let them say, who waiting spurn,
“It’s his happy luck.”
Those un-waiting ones won’t get
That amidst the flames
‘Twas your yearning saved me yet,
Vanquished mortal claims.
I survived, we both shall know –
Only you and I –
Just because you waited so,
Wouldn’t let me die.

::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::

Жди меня, и я вернусь.
Только очень жди,
Жди, когда наводят грусть
Желтые дожди,
Жди, когда снега метут,
Жди, когда жара,
Жди, когда других не ждут,
Позабыв вчера.
Жди, когда из дальних мест
Писем не придет,
Жди, когда уж надоест
Всем, кто вместе ждет.

Жди меня, и я вернусь,
Не желай добра
Всем, кто знает наизусть,
Что забыть пора.
Пусть поверят сын и мать
В то, что нет меня,
Пусть друзья устанут ждать,
Сядут у огня,
Выпьют горькое вино
На помин души…
Жди. И с ними заодно
Выпить не спеши.

Жди меня, и я вернусь,
Всем смертям назло.
Кто не ждал меня, тот пусть
Скажет: — Повезло.
Не понять, не ждавшим им,
Как среди огня
Ожиданием своим
Ты спасла меня.
Как я выжил, будем знать
Только мы с тобой, —
Просто ты умела ждать,
Как никто другой.

Translation by Rupert Moreton

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Γιάννης Ρίτσος — Ο Λαός

Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,
σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.
Και κάποιο βράδυ – πες σαν χτες – υψώνει το κεφάλι
κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.
Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα
κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.
Και τούτο το περήφανο, τ’ άμετρο ψυχομέτρι,
μόνη σημαία το φως κρατεί, μόνο σπαθί το αλέτρι.
Κι από τους τάφους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του Αγώνα
και μπαίνουν πάλι στη σειρά με σιδερένιο γόνα.
Και φέγγουνε τα μάτια τους σ’ όλο το μέγα βάθος
σάμπως Ανάστασης κεριά μετά από τ’ Άγιο Πάθος.
Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης
και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.
Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει
φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.

Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σ. Ε.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Αποχαιρετισμός στον ελληνικό ήλιο

Της πατρίδας μου ήλιε, καθαρέ,
σαν ψυχή αγγέλου που σκέπτεται,
πλούτε ακαταμέτρητα που θαυματουργείς
χρώματα πάνω στις πέτρες μας,
ψωμί και γάλα ενός φτωχού παιδιού
που χρύσωσε τα χείλη του με τ’ όνομα σου
γράφοντας στίχους να τιμήσει ετούτον τον ωραίο
κόσμο˙ που γινόσουν ουσία και πράγματα της ζωής
φρούτα ή άνθη της μυρτιάς και σε χάιδευα,
που δίπλωνα με σε τις λύπες μου όπως μ’ έναν
μαντύα χρυσό που κουμπώνει στο στήθος
κ’ ήμουν ο πιο καλοντυμένος πρίγκιπας-
ήλιε μου, σε αποχαιρετώ σήμερα˙ εγκαταλείπω
τις προστατευτικές ετούτες πλάτες των βουνών
που είναι γυμνά σαν τη μοίρα μου και τα βάσανα μου,
σαν τη μοίρα και τα βάσανα ενός όμηρου λαού
που μες στο σπαραγμό του, αβοήθητος,
νέος κι ωραίος, συστρέφεται
λαβωμένος ο Άδωνις.

Παρά να ζω κάτω από το βλέμμα των εκπορνευτών
της Παναγίας της Αθηνάς και της Δίκης,
προτίμησα παίρνοντας ένα ραβδί
κ’ ένα σάκο ν’ αφήσω τον υπόδουλο κλήρο μου.
Πιο γλυκιά θα ‘ναι η έρημος και η εξορία˙ η άμμος
μαλακό χόρτο θα ‘ναι κάτω απ’ τα πόδια μου,
αρκεί να σώσω την ψυχή μου, ήλιε μου, και το λόγο μου.
Εσύ όμως ο πιστός που ποτέ δε θα φύγεις,
αλλά το ίδιο διαυγής θα γυρίζεις απάνω
απ’ αυτό το προαιώνιο λίκνο της πέτρας, επίβλεψε
τα παιδιά που στα μάτια τους κατοπτρίζεται η μοίρα
των Ψαρών και του Δίστομου˙ επίβλεψε
τον λαό Δωρητή
που έχει στραγγίξει την καρδιά του μέσα στο παγκόσμιο
θυσιαστήριο - κάτωχρον ανάμεσα στους ληστές.

Εσύ μακροχρόνιος, κραταιός και ανεξάρτητος
γυρνάς πάνω απ’ όλα, αλλά εγώ δεν μπορώ
στα προσβλημένα ιερά να κάθομαι ανάμεσα
με σκυμμένο το μέτωπο˙ δεν αντέχω να βλέπω
την αρετή γυμνή, με το ρούχο της
κουρελιασμένο να κρέμεται
απ’ τα δόντια του τσακαλιού,
λεκέδες το φως σου να γιομίζει απ’ το ψεύδος.

Εμπειρογνώμονες με ψυχή από νάιλον,
πραιτωριανοί σπουδαγμένοι στο Άουσβιτς
πυροβολούν την αλήθεια
τραυματίζουν τον Παρθενώνα
και τους «τήδε κειμένους», δεν επιτρέπουν
να υπάρχουν ποιητές στο χώρο της Δάφνης,
σβήνουν τα γράμματα του αλφαβήτου.

Τα δάκρυα μου γέμισαν όλες τις κοίτες.
Τα κόκαλα μου θα γίνουν αιώνια ποτάμια
Αναζητώντας να βρουν μια συνείδηση που ν’ ακούει.
Αφήνοντας τώρα τούτα τα πνεύματα
-τους ξερόβραχους της πατρίδας μου-
και την κορφή του Ταΰγετου
που με δίδαξε το ύψος,
ήλιε μου,
φεύγω
χωρίς μοίρα και χωρίς πατρίδα, ελπίζοντας
στους απογόνους αυτών που σημείωσαν
στη διαθήκη τους την Ελλάδα,
γιατί είμαι μια πέτρα κ’ εγώ, ένα άνθος
μια σπίθα της, μια κραυγή της:

«μέσα σε όλα τα όνειρα των Ελλήνων
στρατονιστήκανε οι βάρβαροι!
Αν δεν είναι ώριμος ο κόσμος παρά μόνο για να καταστραφεί,
λησμονήσετε τότε και την πατρίδα μου˙ αν όμως
ακόμα υπάρχουνε ψυχή και αγάπη, τότε απλώστε
τα χέρια όλοι οι ευγενείς του κόσμου και βοηθείστε τη.»
Αθήνα 1967

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Πρωί

Η ψυχή μου ανεβαίνει, τραβάει κατακόρυφα,
άσπρο βέλος που φεύγει μες από αμέτρητα
γαλανά δαχτυλίδια —  Γιατί σήμερα ο ήλιος,
ο ήλιος κ' εγώ, εγώ και τα πλάσματα,
γιατί σήμερα ο ήλιος είναι ένας ίλιγγος
γιατί σήμερα ο ήλιος είναι ένας άγγελος
αντάρτης που τρέχοντας ξέφυγε απ' τη
           γεωγραφία του σύμπαντος.

Ενότητα «Το βάθος του κόσμου», Β, 179

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Τάσος Κόρφης — Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά

Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται∙
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Μενέλαος Λουντέμης — Το αληθινό μας ρούχο

Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.
Το πιο επίσημο ρούχο μας.
Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.
Η χλαμύδα μας.
Το φράκο μας.
Το νυχτικό μας.
Το μόνο σωστό μας.
Το μόνο πιστό μας.
Το μόνο αιώνιο ρούχο μας
είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,
άσπρο
ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν
σε μαύρο,
άσπρο
και μελαψό.

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Μανόλης Αναγνωστάκη — Κάτω ἀπ' τίς ῥάγες

Κάτω ἀπ' τὶς ῥάγες τοῦ τραίνου
Κάτω ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ βιβλίου
Κάτω ἀπὸ τὰ βήματα τῶν στρατιωτῶν
Ὅταν ὅλα περάσουν - πάντα σὲ περιμένω.

Πέρασαν ἀπὸ τότε πολλὰ τραῖνα
Κι ἄλλα πολλὰ βιβλία θὰ διαβαστοῦν
Κι ἄλλοι στρατιῶτες τὸ ἴδιο θὰ πεθάνουν.

Κάτω ἄπὸ τὸ κάθε τι ποὺ σοῦ σκεπάζει τὴ ζωὴ
Ὅταν ὅλα περάσουν –
Σὲ περιμένω.

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

Βασιλική Δεδούση — Το τραγούδι της μάνας

Ζωντανό προσκεφάλι η καρδιά μου
να βρίσκουν τα παιδιά αναπαμό.
Η λαχτάρα, παραστάτης της ζωής μου,
μόνιμη ευπρόσδεκτη σύνοικος
και στο στόμα μου πάντα ευχές-προσευχές.
Mother and Children in an Interior by Bernard Pothast
—Φεύγεις παιδί μου;
Στο Καλό…
Με Καλό…
Καλό δρόμο και η πορεία σου Ευθεία…
—Ήρθες παιδί μου;
Καρδιάς καλωσόρισμα
και το βλέμμα αστείρευτων λόγων πηγή.

Σαν τη δική μου αγάπη, καμιά!
Σαν της μάνας τη χαρά και τον πόνο κανένας!
Αγαπάει πριν να δει.
Πάνω απ´ τη νάκα, πάνω απ’ το λίκνο,
πλάθει πορεία ουρανόδρομη ονείρων!

«Κοιτάξτε το! Δεν είναι πανέμορφο;
Είν’ το παιδί μου!
Έκανε λάθη; Έσφαλλε;
Κανείς να μην πει ότι τόθελε.
Να μην το μαλώσει κανένας,
γιατί είν’ το παιδί μου
Πρόκοψε; Καμαρώστε το! Είναι παιδί μου!»

Απ’ το δικό του το στόμα μια λέξη μονάχα μου είν’ αρκετή:
Μάνα!
Τέσσερα γράμματα όλος μου ο κόσμος
—Μάνα…
—Τι είναι καμάρι μου; Τι έχεις παιδί μου;
Τι σου συμβαίνει ψυχή μου;
Καλά, μη μου πεις.
Ξέρω!
Σε πλήγωσαν; Πλήγωσες;
Σε πρόδωσαν; Πρόδωσες;
Σ’ αδίκησαν; Κάποιον αδίκησες;
Εγώ είμαι εδώ.
Η αγκαλιά μου λιμάνι γαλήνιο κι απάνεμο,
έλα να ξαποστάσεις.
Το δικό μου το χάδι ελευθερίας αίσθηση.
Η ανάσα μου άρωμα ανοιξιάτικης αύρας

Αν μπορούσα, δίχτυ αγάπης πυκνό,
αδιαπέραστο κι άφθαρτο θα 'πλεκα
και μπροστά στα παιδιά μου θα το 'στηνα,
προστασία –όσο ζω κι αφού φύγω-
απ’ του κακού τους ανέμους,
απ’ το φθόνο του κόσμου κι απ´ τ´ άδικο.
Στημόνι, οι Ελπίδες,
Υφάδι, της Αγάπης τα Όνειρα
και οι σκέψεις, σαϊτιές επιδέξιες.

Θεέ μου,
μέσα στο στέρνο μου
της ουράνιας φλόγας τη ζέστα πιθώνοντας,
μ´ έκαμες Μάνα της Καρδιάς και όχι του εστίχτου.
Δεν γεννώ, έτσι απλά·
δια βίου τα μωρά μου ανατρέφω.
Με το είναι μου όλο –όσο ζω κι αφού φύγω-
τους ανεκτίμητους καρπούς μου φροντίζω.

(απόσπασμα από το έργο Προμηθεύς Πυρφόρος)
πρώτη ανάρτηση