Σελίδες

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Γιάννης Ρίτσος — Ο Λαός

Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,
σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.
Και κάποιο βράδυ – πες σαν χτες – υψώνει το κεφάλι
κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.
Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα
κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.
Και τούτο το περήφανο, τ’ άμετρο ψυχομέτρι,
μόνη σημαία το φως κρατεί, μόνο σπαθί το αλέτρι.
Κι από τους τάφους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του Αγώνα
και μπαίνουν πάλι στη σειρά με σιδερένιο γόνα.
Και φέγγουνε τα μάτια τους σ’ όλο το μέγα βάθος
σάμπως Ανάστασης κεριά μετά από τ’ Άγιο Πάθος.
Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης
και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.
Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει
φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.

Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σ. Ε.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Αποχαιρετισμός στον ελληνικό ήλιο

Της πατρίδας μου ήλιε, καθαρέ,
σαν ψυχή αγγέλου που σκέπτεται,
πλούτε ακαταμέτρητα που θαυματουργείς
χρώματα πάνω στις πέτρες μας,
ψωμί και γάλα ενός φτωχού παιδιού
που χρύσωσε τα χείλη του με τ’ όνομα σου
γράφοντας στίχους να τιμήσει ετούτον τον ωραίο
κόσμο˙ που γινόσουν ουσία και πράγματα της ζωής
φρούτα ή άνθη της μυρτιάς και σε χάιδευα,
που δίπλωνα με σε τις λύπες μου όπως μ’ έναν
μαντύα χρυσό που κουμπώνει στο στήθος
κ’ ήμουν ο πιο καλοντυμένος πρίγκιπας-
ήλιε μου, σε αποχαιρετώ σήμερα˙ εγκαταλείπω
τις προστατευτικές ετούτες πλάτες των βουνών
που είναι γυμνά σαν τη μοίρα μου και τα βάσανα μου,
σαν τη μοίρα και τα βάσανα ενός όμηρου λαού
που μες στο σπαραγμό του, αβοήθητος,
νέος κι ωραίος, συστρέφεται
λαβωμένος ο Άδωνις.

Παρά να ζω κάτω από το βλέμμα των εκπορνευτών
της Παναγίας της Αθηνάς και της Δίκης,
προτίμησα παίρνοντας ένα ραβδί
κ’ ένα σάκο ν’ αφήσω τον υπόδουλο κλήρο μου.
Πιο γλυκιά θα ‘ναι η έρημος και η εξορία˙ η άμμος
μαλακό χόρτο θα ‘ναι κάτω απ’ τα πόδια μου,
αρκεί να σώσω την ψυχή μου, ήλιε μου, και το λόγο μου.
Εσύ όμως ο πιστός που ποτέ δε θα φύγεις,
αλλά το ίδιο διαυγής θα γυρίζεις απάνω
απ’ αυτό το προαιώνιο λίκνο της πέτρας, επίβλεψε
τα παιδιά που στα μάτια τους κατοπτρίζεται η μοίρα
των Ψαρών και του Δίστομου˙ επίβλεψε
τον λαό Δωρητή
που έχει στραγγίξει την καρδιά του μέσα στο παγκόσμιο
θυσιαστήριο - κάτωχρον ανάμεσα στους ληστές.

Εσύ μακροχρόνιος, κραταιός και ανεξάρτητος
γυρνάς πάνω απ’ όλα, αλλά εγώ δεν μπορώ
στα προσβλημένα ιερά να κάθομαι ανάμεσα
με σκυμμένο το μέτωπο˙ δεν αντέχω να βλέπω
την αρετή γυμνή, με το ρούχο της
κουρελιασμένο να κρέμεται
απ’ τα δόντια του τσακαλιού,
λεκέδες το φως σου να γιομίζει απ’ το ψεύδος.

Εμπειρογνώμονες με ψυχή από νάιλον,
πραιτωριανοί σπουδαγμένοι στο Άουσβιτς
πυροβολούν την αλήθεια
τραυματίζουν τον Παρθενώνα
και τους «τήδε κειμένους», δεν επιτρέπουν
να υπάρχουν ποιητές στο χώρο της Δάφνης,
σβήνουν τα γράμματα του αλφαβήτου.

Τα δάκρυα μου γέμισαν όλες τις κοίτες.
Τα κόκαλα μου θα γίνουν αιώνια ποτάμια
Αναζητώντας να βρουν μια συνείδηση που ν’ ακούει.
Αφήνοντας τώρα τούτα τα πνεύματα
-τους ξερόβραχους της πατρίδας μου-
και την κορφή του Ταΰγετου
που με δίδαξε το ύψος,
ήλιε μου,
φεύγω
χωρίς μοίρα και χωρίς πατρίδα, ελπίζοντας
στους απογόνους αυτών που σημείωσαν
στη διαθήκη τους την Ελλάδα,
γιατί είμαι μια πέτρα κ’ εγώ, ένα άνθος
μια σπίθα της, μια κραυγή της:

«μέσα σε όλα τα όνειρα των Ελλήνων
στρατονιστήκανε οι βάρβαροι!
Αν δεν είναι ώριμος ο κόσμος παρά μόνο για να καταστραφεί,
λησμονήσετε τότε και την πατρίδα μου˙ αν όμως
ακόμα υπάρχουνε ψυχή και αγάπη, τότε απλώστε
τα χέρια όλοι οι ευγενείς του κόσμου και βοηθείστε τη.»
Αθήνα 1967

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Νικηφόρος Βρεττάκος — Πρωί

Η ψυχή μου ανεβαίνει, τραβάει κατακόρυφα,
άσπρο βέλος που φεύγει μες από αμέτρητα
γαλανά δαχτυλίδια —  Γιατί σήμερα ο ήλιος,
ο ήλιος κ' εγώ, εγώ και τα πλάσματα,
γιατί σήμερα ο ήλιος είναι ένας ίλιγγος
γιατί σήμερα ο ήλιος είναι ένας άγγελος
αντάρτης που τρέχοντας ξέφυγε απ' τη
           γεωγραφία του σύμπαντος.

Ενότητα «Το βάθος του κόσμου», Β, 179

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Τάσος Κόρφης — Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά

Δεν ωφελεί να περιορίζεις τα πουλιά
με ξόβεργες, με σκιάχτρα, με κλουβιά,
να περιμένεις στις διαβάσεις των αποδημητικών
μερόνυχτα, να ρίχνεις τουφεκιές.
Ό,τι μπορεί να φτερουγίσει δε σκλαβώνεται∙
προετοιμάζεται στα θερμοκήπια των στερήσεων
προσμένοντας αργά ή γρήγορα την ώρα του.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Μενέλαος Λουντέμης — Το αληθινό μας ρούχο

Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.
Το πιο επίσημο ρούχο μας.
Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.
Η χλαμύδα μας.
Το φράκο μας.
Το νυχτικό μας.
Το μόνο σωστό μας.
Το μόνο πιστό μας.
Το μόνο αιώνιο ρούχο μας
είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,
άσπρο
ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν
σε μαύρο,
άσπρο
και μελαψό.

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Μανόλης Αναγνωστάκη — Κάτω ἀπ' τίς ῥάγες

Κάτω ἀπ' τὶς ῥάγες τοῦ τραίνου
Κάτω ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ βιβλίου
Κάτω ἀπὸ τὰ βήματα τῶν στρατιωτῶν
Ὅταν ὅλα περάσουν - πάντα σὲ περιμένω.

Πέρασαν ἀπὸ τότε πολλὰ τραῖνα
Κι ἄλλα πολλὰ βιβλία θὰ διαβαστοῦν
Κι ἄλλοι στρατιῶτες τὸ ἴδιο θὰ πεθάνουν.

Κάτω ἄπὸ τὸ κάθε τι ποὺ σοῦ σκεπάζει τὴ ζωὴ
Ὅταν ὅλα περάσουν –
Σὲ περιμένω.

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

Βασιλική Δεδούση — Το τραγούδι της μάνας

Ζωντανό προσκεφάλι η καρδιά μου
να βρίσκουν τα παιδιά αναπαμό.
Η λαχτάρα, παραστάτης της ζωής μου,
μόνιμη ευπρόσδεκτη σύνοικος
και στο στόμα μου πάντα ευχές-προσευχές.
Mother and Children in an Interior by Bernard Pothast
—Φεύγεις παιδί μου;
Στο Καλό…
Με Καλό…
Καλό δρόμο και η πορεία σου Ευθεία…
—Ήρθες παιδί μου;
Καρδιάς καλωσόρισμα
και το βλέμμα αστείρευτων λόγων πηγή.

Σαν τη δική μου αγάπη, καμιά!
Σαν της μάνας τη χαρά και τον πόνο κανένας!
Αγαπάει πριν να δει.
Πάνω απ´ τη νάκα, πάνω απ’ το λίκνο,
πλάθει πορεία ουρανόδρομη ονείρων!

«Κοιτάξτε το! Δεν είναι πανέμορφο;
Είν’ το παιδί μου!
Έκανε λάθη; Έσφαλλε;
Κανείς να μην πει ότι τόθελε.
Να μην το μαλώσει κανένας,
γιατί είν’ το παιδί μου
Πρόκοψε; Καμαρώστε το! Είναι παιδί μου!»

Απ’ το δικό του το στόμα μια λέξη μονάχα μου είν’ αρκετή:
Μάνα!
Τέσσερα γράμματα όλος μου ο κόσμος
—Μάνα…
—Τι είναι καμάρι μου; Τι έχεις παιδί μου;
Τι σου συμβαίνει ψυχή μου;
Καλά, μη μου πεις.
Ξέρω!
Σε πλήγωσαν; Πλήγωσες;
Σε πρόδωσαν; Πρόδωσες;
Σ’ αδίκησαν; Κάποιον αδίκησες;
Εγώ είμαι εδώ.
Η αγκαλιά μου λιμάνι γαλήνιο κι απάνεμο,
έλα να ξαποστάσεις.
Το δικό μου το χάδι ελευθερίας αίσθηση.
Η ανάσα μου άρωμα ανοιξιάτικης αύρας

Αν μπορούσα, δίχτυ αγάπης πυκνό,
αδιαπέραστο κι άφθαρτο θα 'πλεκα
και μπροστά στα παιδιά μου θα το 'στηνα,
προστασία –όσο ζω κι αφού φύγω-
απ’ του κακού τους ανέμους,
απ’ το φθόνο του κόσμου κι απ´ τ´ άδικο.
Στημόνι, οι Ελπίδες,
Υφάδι, της Αγάπης τα Όνειρα
και οι σκέψεις, σαϊτιές επιδέξιες.

Θεέ μου,
μέσα στο στέρνο μου
της ουράνιας φλόγας τη ζέστα πιθώνοντας,
μ´ έκαμες Μάνα της Καρδιάς και όχι του εστίχτου.
Δεν γεννώ, έτσι απλά·
δια βίου τα μωρά μου ανατρέφω.
Με το είναι μου όλο –όσο ζω κι αφού φύγω-
τους ανεκτίμητους καρπούς μου φροντίζω.

(απόσπασμα από το έργο Προμηθεύς Πυρφόρος)
πρώτη ανάρτηση

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

Kωστής Παλαμάς — Φεβρουάριος

Απ' το παράθυρο στα βάθη μακριά,
Ο κάμπος ξεχωρίζει,
Και φαίνεται η αποκριά
Μέσα στο δρόμ' όλη βοή που τριγυρίζει
Είν' ο καιρός όπου τρελή γιορτάζ' η χώρα,
Και σιέται η μυγδαλιά με κάλλη ανθοφόρα.
Φτωχός ο κάμπος μας, μα όχι και γυμνός,
Αφού είν' ασπροντυμένος.
Μοιάζει με νιο που αχαμνός
Κι απ' την αρρώστια κάτασπρος ειν' ο καημένος.
Στο δρόμο άμαξες, μεθύσι, προσωπίδες,
Και ρίχνει ο ουρανός βροχής ρανίδες.
Τι τάχα να είσαι θλιβερή, ψιλή βροχή,
Που αργά κι αγάλι 'γαλι
Μας έρχεσαι την εποχή
Που τα νυφιάτικα η μυγδαλιά έχει βάλει;
Η φύσις κλαίει τη χειμωνιά που την παγώνει,
Ή κλαίει από χαρά στο Μάρτη που σιμώνει;
Σ' εκείνο το παράθυρο μπροστά κρατεί
Η μάννα το παιδί της,
Πότε του δείχνει τη γιορτή,
Πότε την εξοχή με τη λευκή στολή της.
Αποκριάς χαρά φωτίζει τ' αγγελούδι,
Κι η μάννα είν' έμορφη, σα μυγδαλιάς λουλούδι.
Ρίχνει τα μάτια της και βλέπει τα βουνά
Μ' ολόχιονο φουστάνι,
Και με το νου της αρχινά
Και χίλιους μύριους στοχασμούς άθελα κάνει,
Λιγάκι θλιβερούς σα νέφη του Φλεβάρη,
Μα πάντα καθαρούς, σαν του χιονιού τη χάρη.
Γιατ' είναι μάνα με μυαλό και με καρδιά,
Και είναι η ζωή της
Λουλούδι με τριπλή ευωδιά
Που της σκορπά ο Θεός, ο κόσμος, το παιδί της.
Την ενθυμίζ' η χειμωνιά κι η αγριάδα
Ότι κοντεύει του Μαρτιού να ρθει η λιακάδα.
Και νιώθει σαν γλυκιά μαρτιάτικη αυγή
Στα βάθη της ψυχής της,
Κι ακολουθά η συλλογή:
- Παρόμοια κι ο δυστυχής όπου η πίστις
Και τ' ουρανού η ελπίς φωλιάζει στην καρδιά του,
Νιώθει μια δύναμη γλυκιά στη συμφορά του.
Ενώ μας δέρνουνε του κόσμου τα δεινά,
Βάλσαμο η πίστη χύνει.
Κι ενώ είναι χιόνι στα βουνά,
Για ιδές η μυγδαλιά τον κάμπο πώς τον ντύνει!
Μ' απ' το παιδί μου μακριά πίκρες και πόνοι,
Και το Θεό η χαρά να του θυμίζει μόνη.
Σε τέτοιους στοχασμούς ο νους της καταντά,
Και άλλα συλλογιέται.
Μα το παιδάκι της κοντά
Στην τρέλα της αποκριάς βουτιέται.
Ξεχνά τα τόσα του παιχνίδια, και το κρύο,
Κι έχει παράπονο, και πόθους χίλιους δύο.
Μεσ' την καρδούλα του, αγάπες του χρυσές,
Σωριάζονται ωραίες
Και πλουμισμένες φορεσιές
Και μάσκες και σπαθιά και περικεφαλαίες.
Κυρίες το κοιτούν, τις ρίχνει ζαχαράτα,
Κανείς την έμορφη δεν ξέρει μασκαράτα...
Ακόμα στο παράθυρο μπροστά κρατεί
Η μάννα το παιδί της.
Ξεχνιέτ' εκείνο στη γιορτή,
Κι αυτή στην εξοχή με τη λευκή στολή της.
Αποκριάς χαρά φωτίζει τ' αγγελούδι,
Κι η μάνα είν' έμορφη σα μυγδαλιάς λουλούδι.