Περπατώντας αμίλητοι σε τούτα τα δύσκολα, τ’ ασυνάρτητα χρόνια.
Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα και το φως φωτίζοντας
πότε το πρόσωπο πότε το ψέμα.
Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα και το φως φωτίζοντας
πότε το πρόσωπο πότε το ψέμα.
Τη στρίψαμε κατά την εποχή της μνήμης.
Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των άμμων.
Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το δέντρο παραμιλώντας
Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των άμμων.
Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το δέντρο παραμιλώντας
με το μισό φεγγάρι.
Μέσα απ’ το όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό φεγγάρι.
Μέσα απ’ το όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό φεγγάρι.