ανέγγιχτο το ίδιο, από καθαρή αγάπη,
θα μπορούσε
θα μπορούσε
της παλάμης του να μου προσφέρει την κοιλότητα,
για να ξεχυθεί εκεί ο δικός μου ο θρήνος.
για να ξεχυθεί εκεί ο δικός μου ο θρήνος.
Του ζωντανού του άνδρα η παλάμη
παραείναι μπλεγμένη μες στα νήματα
του σήμερα και του χτες,
παραείναι γεμάτη από ζωή κι από ζωής χυμούς!
Ποτέ δε θα μπορέσει του ανθρώπου το χέρι να καθαρθεί
για χάρη του σιγαλού θρήνου του αδερφού!
Κι έτσι, μονάχα ενός λευκού αγγέλου η παλάμη
θρεμμένο απ’ τις ρίζες της μακρινές του αιώνιου κι απείρου
θα μπορούσε, γαλήνιο, να λαγαρίσει του ανθρώπου τις εξομολογήσεις
δίχως στο βάθος του να τρέμει – απέχθειας σφοδρής σημάδι.
του σήμερα και του χτες,
παραείναι γεμάτη από ζωή κι από ζωής χυμούς!
Ποτέ δε θα μπορέσει του ανθρώπου το χέρι να καθαρθεί
για χάρη του σιγαλού θρήνου του αδερφού!
Κι έτσι, μονάχα ενός λευκού αγγέλου η παλάμη
θρεμμένο απ’ τις ρίζες της μακρινές του αιώνιου κι απείρου
θα μπορούσε, γαλήνιο, να λαγαρίσει του ανθρώπου τις εξομολογήσεις
δίχως στο βάθος του να τρέμει – απέχθειας σφοδρής σημάδι.
intatta di sé, del suo amore per sé,
potrebbe
offrirmi la concavità del suo palmo
perché vi riversi il mio pianto.
La mano dell’uomo vivente
è troppo impigliata nei fili dell’oggi e dell’ieri,
è troppo ricolma di vita e di plasma di vita!
Non potrà mai la mano dell’uomo mondarsi
per il tranquillo pianto del proprio fratello!
E dunque, soltanto una mano di angelo bianco
dalle lontane radici nutrite d’eterno e d’immenso
potrebbe filtrare serena le confessioni dell’uomo
senza vibrarne sul fondo in un cenno di viva ripulsa.