Σελίδες

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης — Το ακαθόριστο πρόσωπο

Τώρα τα χρόνια πέρασαν κι εγώ που αγάπησα όλες τις χάρες του
   κόσμου
ήρθε η ώρα να τις απαρνηθώ - οι μέρες φεύγουν γρήγορα
και τις νύχτες εμφανίζεται αυτό το ακαθόριστο πρόσωπο στη σκάλα
«τι θέλεις;» ρωτούσα φοβισμένος, «το μερίδιό μου» απαντούσε,
   Θεέ και Κύριε, πού να βρω έναν ολόκληρο θησαυρό να του δώσω
γιατί ποιος δεν ξόδεψε έναν θησαυρό στη νεότητά του -
ήμουν τόσο λυπημένος που τα βήματά μου μ' οδηγούσαν στο παλιό
   πατρικό σπίτι ή ερωτευόμουν ένα σταματημένο ρολόι
θυμάσαι τα ειδύλλια με τις ξαδέρφες; τόσα καλοκαίρια και δεν
   κατορθώσαμε να εξερευνήσουμε τον κήπο
τόσα φθινόπωρα και δεν γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας
κι ω συντριβή του ονείρου μας: μας έκλεισες όλους τους δρόμους
   για να μας ανοίξεις ένα μονοπάτι στο άγνωστο.

Μια μέρα θα βρέχει και θα πεθάνω από νοσταλγία.

από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος Γ' , σελ. 428

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης — Η ερώτηση

Καμιά φορά σκέφτομαι: τι θα 'κανα αλήθεια αν ξανάρχιζα
   τη ζωή μου; Πάλι εδώ θα ’φτανα,
στην άκρη του κόσμου. Ω Κύριε των μακρινών σταθμών που τους
   διαβαίνουμε κάποτε μες στ’ όνειρο –
κανείς δε γύρισε απ’ το ταξίδι: ο χρόνος σ’ αλλάζει κι ένας άλλος
   επιστρέφει αντί για σένα,
κι αυτοί που αγάπησαν τη δόξα θα πεθάνουν άγνωστοι στο
   κρύο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου,
θ’ ανέβουν την ξύλινη σκάλα, θα κλειδώσουν την πόρτα και θα
   κλάψουν
την προδομένη ζωή τους. (Ποιος τους πρόδωσε;) Ενώ ένας πλανόδιος
   οργανοπαίχτης στο δρόμο με μια λυπημένη μουσική
θα δωροδοκεί το δειλινό ν’ αργοπορεί. Ω θλιμμένοι μου, εσείς που
   ξεφυλλίσατε τις μέρες σας
σαν τις δυσανάγνωστες σελίδες σ’ ένα βιβλίο που δε θα φτάσετε
   ποτέ στο τέλος του –
θυμάμαι τα βράδια που σωπαίναμε, μέσα μου ανέβαινε ο τρόμος,
   «και τώρα ποιος θα κάνει τη μεγάλη ερώτηση;» σκεφτόμουν.
Ποια ερώτηση;

Κ’ ίσως θα πρέπει να χαθείς ολότελα για να μάθεις κάποτε ποιος
   είσαι...

από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος Γ' , σελ. 430

Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Χριστίνα Παρασχά — Να μάθεις να φεύγεις

Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.
Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.
Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.

Να φεύγεις!

Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.
Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.

Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.

Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.

Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.

Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.

Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου (όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας).

Αποδέξου το.

Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.

Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.

Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.

Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.

Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.

Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.

Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.

Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.

Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.

Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.

Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς

- οι τρίτες για τους γελοίους.

Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.

Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει

-σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.

Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα

– όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.

Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.

Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.

Το κείμενο ΔΕΝ ανήκει στον Μενέλαο Λουντέμη!

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Κωνσταντῖνος Χατζόπουλος — Ἄσ᾿ τή βάρκα...

Ἄσ᾿ τὴ βάρκα στὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ τρέχει,
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.
Ἂς ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿ εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿ ἀντάρτες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,

μὴ θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;

Ἄσε τότε τὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

Aziz Nesin — Ο καφές και η δημοκρατία (απόσπασμα)

Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας.

Το ένα είναι το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία.
Και τα δύο μας έρχονται από το εξωτερικό.
Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε με κανένα τρόπο το δέντρο του καφέ.

Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου αυτού.

Όσο για τη Δημοκρατία… Η αλήθεια είναι πως ό,τι περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της.

Αν κοιτάξετε την ιστορία μας, πριν από εκατό χρόνια πάνω κάτω ρίχτηκε στη χώρα μας ο σπόρος της Δημοκρατίας.

Είναι εκατό χρόνια που όλο λέμε:

Αμάν η Δημοκρατία μας μπουμπούκιασε!…

Η νεαρή Δημοκρατία μας!…

Αμάν η νεαρή Δημοκρατία μας!…

Να είναι δοξασμένος αυτός που τη μεγάλωσε, μόλις καταφέραμε τόσα χρόνια να φέρουμε σ’ αυτό το ανάστημα τη Δημοκρατία, έγινε ένα φιντάνι η Δημοκρατία.

Αν ξοδεύαμε αυτό τον κόπο των εκατό χρόνων που αφιερώσαμε στη Δημοκρατία, για την ανάπτυξη του καφέ, σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ, που δεν τ’ άγγιξε ο μπαλτάς του ξυλοκόπου.

Στο παρελθόν κρίθηκε απαραίτητο, δεν το είχαμε καταλάβει.
Αντί να φυτέψουμε σπόρο καφέ, φυτέψαμε το σπόρο της Δημοκρατίας.
“Δόξα τω Θεώ”, αν και δεν έχουμε καμιά στενοχώρια απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι τραβάμε από την έλλειψη του καφέ.

Καφές είναι αυτός!… Δε μοιάζει σε τίποτε. Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να μην είναι το ίδιο κάνει…

Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει, αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δεν γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει μυρουδιά.

Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις.
Η Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται.
Σε τι χρειάζεται αυτή η Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;

Στη χώρα μας έρχεται από το εξωτερικό μπόλικη μπόλικη Δημοκρατία, αλλά καφές δεν έρχεται. Τον καφέ τον πουλάνε, τη Δημοκρατία τη δίνουν.

Ο καφές είναι με λεφτά, η Δημοκρατία τζάμπα…
Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα, για τη Δημοκρατία τίποτα δεν χρειάζεται.
Για κοιτάξτε το τι τραβάμε απ’ τον καφέ.

Σάμπως δεν έχουμε συνηθίσει στον καλό καφέ; Αμέσως καταλαβαίνουμε τον καλό καφέ απ’ τον άσκημο, το μπαγιάτικο απ το φρέσκο, το νοθεμένο απ το σκέτο.

Ζωή να ‘χουνε, μερικοί πατριώτες μας έκαναν ψεύτικο καφέ. Στην αρχή βγήκε ο κριθαρένιος καφές, δεν έπιασε.

Ύστερα βγήκε καφές από φασόλια, δεν το κατάπιαμε.

Εμείς σαν έθνος είμαστε θεριακλήδες του καφέ. Αν και καταπίνουμε όλες τις απομιμήσεις, του καφέ την απομίμηση δεν την καταπίνουμε.

Ω, Ύψιστε! Να γινόταν, τόσο δα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε απ’ αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία…

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

Λένα Παππά — Παλιά καλοκαίρια

Καρπίζουν μέσα μου παλιά καλοκαίρια
ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά
θροΐζουν αγγίγματα
Τίποτα, τίποτα δε χάθηκε στ’ αλήθεια
όλα είναι εδώ, όλα είναι εδώ
Children at the beach paintings by Sally Swatland
Μια σπίθα μόνο ανάβει πυρκαγιές
στις θημωνιές της μνήμης
πυρκαγιές στις θημωνιές της μνήμης
Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί
η μνήμη τρέφει το παρόν
το παρελθόν μας δικαιώνοντας
Γιατί ό,τι υπήρξε μια φορά
δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει.