Σελίδες

Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Ντῖνος Χριστιανόπουλος — Τὸ Κορμί καί τό Σαράκι

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Edvard Munch - Melancholy (1894)

Τὸ Κορμὶ καὶ τὸ Σαράκι


μπατιρημένο κουρεῖο
Σάββατο βράδυ
χωρὶς δουλειὰ
μπατιρημένο κορμὶ
Σάββατο βράδυ
χωρὶς ἔρωτα

τὸ φιλὶ
ἑνώνει πιὸ πολὺ
ἀπ᾿ τὸ κορμὶ
γι᾿ αὐτὸ τὸ ἀποφεύγουν
οἱ πιὸ πολλοὶ

τὸ γατί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ χάδια
θέλει καὶ φαΐ
τὸ κορμί μου
δὲ χορταίνει μόνο μὲ φαΐ
θέλει καὶ χάδια

ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀφηρημένα οὐσιαστικὰ
πειράζει νὰ ἐξαιρέσουμε τὴ μοναξιά;

ἀφαίρεσε τὴ νύχτα ἀπ᾿ τὰ μάτια σου –
πῶς νὰ παλέψω μόνος με τοὺς δυό σας;

ἡ νύχτα εἶναι παγερὴ
καὶ μ᾿ ἔχεις στήσει
μὲ γέλασες
μὲ γέρασες

μὴν καταργεῖτε τὴν ὑπογεγραμμένη
ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ ὠμέγα
εἶναι κρῖμα νὰ ἐκλείψει
ἡ πιὸ μικρὴ ἀσέλγεια
τοῦ ἀλφαβήτου μας

κάθε φορὰ ποὺ νομίζω πὼς σ᾿ ἔχω στὸ χέρι
βλέπω πόσο ὁ ἔρωτας εἶναι ἀχειροποίητος

ἔλαιον θέλω καὶ οὐ θυσίαν
κι ἐμεῖς ποὺ θυσιαστήκαμε;
κι ἐμεῖς ποὺ δὲ λαδώσαμε;

ἔχτισα τὸν παράδεισό μου
μὲ τὰ ὑλικὰ τῆς κόλασής σου

θυσίασα τὸν ὕπνο μου κυρία
γιὰ νὰ διαβάσω τὰ ποιήματά σας
κι ἐκεῖνα μ᾿ ἀποκοίμησαν

Θανάση γιατί ἔκοψες τὸ ἄλφα ἀπὸ μπροστά;
γιὰ ἕνα γράμμα χάνεις τὴν ἀθανασία

τὰ πρόβατα ἀπήργησαν
ζητοῦν καλύτερες συνθῆκες σφαγῆς

«ὅταν πεθάνω, νὰ μὲ θάψτε στὸ χωριό» –
θέλουν νὰ τιμήσουν μὲ τὸ πτῶμα τους
τὴν πατρίδα ποὺ ἀρνήθηκαν μὲ τὸ σῶμα τους

ὡραῖα ἑρμηνεύεις τὰ τραγούδια
ἂς δοῦμε πῶς τὰ καταφέρνεις καὶ στὰ παρατράγουδα

καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος

μιὰ γυναῖκα στὸ δρόμο
μαλώνει τὸ παιδάκι της
«δε θὰ πᾶμε στὸ σπίτι;
θὰ σὲ κρεμάσω ἀνάποδα»
γύρισα κι εἶδα τὸ μικρό:
ἤτανε κιόλας κρεμασμένο

ἡ νύχτα μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους;
ἢ αὐτοὶ οἱ δρόμοι μὲ ὁδήγησαν στὴ νύχτα;

γιὰ τὸ πέτσινο σακάκι σου
ποὺ σὲ κάνει τόσο ὡραῖο
ἔχασε τὴ ζωή του ἕνα ζῷο
καὶ κοντεύω νὰ τὴ χάσω κι ἐγώ