Η σύλληψη, η εξορία και η παραπομπή σε δίκη του Μενέλαου προκαλούν έντονες αντιδράσεις ιδιαιτέρως μεταξύ του πνευματικού κόσμου της χώρας. Επιστολές, ανακοινώσεις, επισκέψεις, διαμαρτυρίες σε υπουργούς από μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Και ο συνεξόριστός του στη Μακρόνησο Γιάννης Ρίτσος δημοσιεύει στην «ΑΥΓΗ» τον Απρίλιο του 1955 το ποίημα-αφιέρωμα:
Αλήθεια, Μενέλαε, πολύ βουρκωμένες οι μέρες μας.
Συννεφιάζει στα μάτια των παιδιών που κοιτάζουν
το λιόγερμα
συννεφιάζει στα μάτια των μανάδων που μπαλώνουν
στο κατώφλι τις κάλτσες μας και τα χρόνια μας
συννεφιάζει στο τραπέζι που λείπει ο ήλιος του ψωμιού
συννεφιάζει στα τζάμια των σπιτιών που βλέπουν
στα συρματοπλέγματα.
Ο ουρανός είναι κομμένος σε μικρά τετράγωνα
απ΄ τα σταυρωτά κάγκελα,
ψάχνω στη συννεφιά και στη νύχτα να βρω το σπίτι σου,
αδελφέ μου,
Μυρτούλα, λέω, Μυρτούλα,
Μυρτούλα που είσαι σαν μπουκετάκι φως στη νύχτα
της λύπης,
Μυρτούλα που είσαι δυο σειρές μυρτιές στις όχτες
της καρδιά του,
Μυρτούλα, ο πατερούλης με την πίκρα σου
φτιάχνει χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά
χιλιάδες μπουκετάκια περασμένα στις πευκοβελόνες
της έγνοιας του.
Τα αφήνει σιωπηλά στα φτωχόσπιτα
Τ’ αφήνει στις λαϊκές ταβέρνες, στα μπαρμπέρικα με
τους πικρούς συνοικιακούς καθρέφτες
Τ’ αφήνει στο τραπέζι του άνεργου πλάι στο σταχτοδοχείο
με τ΄ αποτσίγαρα του μόχθου του
Τ’ αφήνει στο παγκάκι του μπαλωματή, στα πανέρια
των πλανόδιων μικροπωλητών
Τ’ αφήνει μπρος στο κόνισμα της ειρήνης πλάι σ΄ ένα
κλουβί καναρίνια
Πάνω στα λιγνά γόνατα της φτώχειας
Μπροστά στη μητρόπολη της Δημοκρατίας.
Χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά, σ΄ όλα τα σκαλοπάτια
της νύχτας
-είναι τα χνάρια του για να τον βρεις, Μυρτούλα.
Προχτές καθόταν μονάχος στην πέτρα.
Μαδούσε τις μαργαρίτες των άστρων και φώναζε:
Καληνύχτα ζωή, καληνύχτα. Δεν τον άκουσες’
Βουρκωμένες μέρες, βουρκωμένες νύχτες, βουρκωμένες
καρδιές.
Μαύρα τα σπίτια, μαύρα, κατάμαυρα
μισόκλειστες οι πόρτες των μεγάρων.
Σε κάθε γωνιά μια λόγχη οργής. Που είσαι, αδελφέ μας;
Ανάβω το λαδοφάναρο της καρδιάς μου και ψάχνω
Φωτίζω μια-μια τις ταμπέλες των δρόμων και τις πόρτες:
οδός Αβύσσου, οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν.
Όχι, δεν είναι εδώ το σπίτι του αδελφού μας,
το σπίτι του αδελφού μας είναι αλλού –που ψάχνεις;
Μοσκοβολάει η νύχτα γιασεμί κ’ ελπίδα –είναι τα χνάρια
σου, Μενέλαε.
Στέκω, βάζω τ’ αυτί στον τοίχο του σκοταδιού, αφουγκρά-
ζομαι,
ακούω τις ανάσες των άστρων –είναι η φωνή του αδελφού
μας:
Παππού Θεέ, κι άλλη βολά σε περικάλεσα στο Βερτεκόπι –
δε θυμάσαι;
Είναι καιρός που με βλέπεις δίχως ρούχα, δίχως Σέικα
δίχως ψωμί και δεν με συμπονάς.
Ο Δροσιάδης, το γειτονάκι μου, έχει ίσαμε δέκα φορεσιές,
έχει κι ένα ψηλό-ψηλό μπαλκόνι να μας φτύνει σαν περνάμε.
Παππού, ως και στα σαλιγκάρια έδωκες στο καθένα το σπι-
τάκι του,
ως και στις χελώνες έδωκες στην κάθε μια
την παραγκίτσα της,
μια και δεν μπορείς να δώκεις κάτι και σε μένανε
γιατί δεν με κάνεις σαλιγκάρι ή χελωνόπουλο;
Μα, όχι, παππού, δεν χρειάζεται.
Το άγριο κατσικάκι ο αδελφός μας σκαρφαλώνει τα βράχια
της οργής σου.
Πηδάει ένα-ένα τα γκρεμνά της πληγής του
και πάει μπροστά μαζί με τ΄ αδέλφια του
ν΄ ακουμπήσει το πυρωμένο του μέτωπο στο δροσερόν ώμο
της αυγής.
Μενέλαε, σε βλέπουμε τα βράδια ν΄ ανεβαίνεις το βουνό
με τ΄ αγκάθια
κουτσαίνοντας απ΄ το βαρύ φορτίο ενός φεγγαριού στοργής
που κουβαλάς στους λιγνούς ώμους σου
και πλάι σου η Μυρτούλα μ΄ένα ξύλινο καραβάκι
χαμόγελο
και πλάι σου η Σέικα με μαλλιά από λουλουδάκια γαζίας
και παρακεί τα λουστράκια με τα κασελάκια τους γεμάτα
μικρά ουράνια τόξα
να βάψουν τα πέδιλα της άνοιξης και τα φορέματα
των λουλουδιών
και στα ζερβά της Μυρτούλας, το Γυφτάκι ντυμένο
την Κυριακή της προσευχής σου
και στα δεξιά σου το Τουρκάκι με δυο σταυρούς απορία
στο λιόγερμα των ματιών σου
κι η μάνα σου μ΄ ένα ποτήρι θάλασσα αλατισμένη απ’
τα δάκρυα όλων των μανάδων
και πίσω σου οι λασπάδες με βουνά κεραμίδια στη ράχη
τους για τις καινούργιες στέγες των φτωχών
στέγες κατάστιχτες απ΄ τις κουτσουλιές των περιστεριών
και των άστρων
οι λασπάδες σου με μεγάλα στρογγυλά σταμνιά για το νερό,
το λάδι, το κρασί της παγκόσμιας αγάπης.
Τι κόσμος, Μενέλαε, κοντά σου,
μητέρες και παιδιά και πολιτείες και αιώνες
ταϊσμένοι απ΄ το ράμφος της πένας σου
θρεμμένοι από τον κόκκινο άρτο της καρδιάς σου
και τα γκαρσόνια της Αιδηψού με τις άσπρες πετσέτες
στραβά στον ώμο τους
να ξεσκονίζουν απ΄ τη γύρη των πεύκων τα πράσινα τραπεζάκια
μιας ακροθαλασσιάς από λιακάδα λευτεριάς κι ευτυχία.
Κόσμος και κόσμος κι ο Λουκάς ο «Πανοραματοποιός»
-α, εδώ ο μαγικός φακός της τέχνης σου, Μενέλαε-
ΕΔΩ, κύριοι, βλέπετε τις πυρκαίες και τους καπνούς μιας
πολιτείας που καίγεται και λιώνει και τελειώνει
πάιντος, πάιντος, πάιντος,
κι ΕΔΩ αδέλφια, βλέπετε τη νέα πολιτεία,
ανθρώπους που σφίγγουν τα χέρια και φιλιούνται,
βουνά σιδεροδοκούς, βουνά καρπούς, βουνά στάχυα,
ζευγαράκια στα πάρκα, η Μυρτούλα μ’ ένα καινούργιο
λουλουδιστό φόρεμα,
πέτρινη γούρνα στη μέση της αυλής που πίνουν το νεράκι
τ΄ ουρανού τα σπουργίτια κι οι κότες.
Τούτα τ΄ ανθισμένα δέντρα που βλέπετε στον ορίζοντα
είναι οι καπνοί των συντροφικών τραίνων –τ΄ αεροπλάνα
δικά μας, -έμπα,
περιστέρια, περιστέρια, περιστέρια στις ψηλές καμινάδες,
πλατιά παράθυρα σαν ανοιχτά βιβλία με φαρδύστενους
στίχους,
τραβήξου πιο κει, θα βάψεις τα πόδια σου στο μούστο
της χαράς.
ΕΔΩ οι εργάτες σηκώνουν στη ράχη τους τον ειρηνικό
μόχθο
σαν ένα ακορντεόν ξεχειλισμένο από εύθυμα τραγούδια σε
μια εκδρομή Σαββατοκύριακου στον πευκώνα.
ΕΔΩ ο Κρίστα μ’ ολοκαίνουργια παπούτσια και με φρέσκα
μύγδαλα στις τσέπες του παντελονιού του
ΕΔΩ ο μεγάλος μας φίλος μ΄ έναν Απρίλη γαρύφαλλα κάτου
απ’ το ματωμένο του πουκάμισο
και τα ποτάμια ζεμένα για το αγώι μας σαν άλογα.
ΕΔΩ οι σημαίες, τα τύμπανα κ’ οι σάλπιγγες.
ΕΔΩ ο Νερούντα, ο Φαντεέφ, ο Χικμέτ, ο Αραγκόν,
ο Ερεμπούργκ κάτου απ΄ τις λεύκες της βεβαιότητας
κουβεντιάζοντας μεγάλα τριαντάφυλλα λόγια
πελώρια όνειρα ορείχαλκο
πολυώροφα ποιήματα από μπετόν, σίδερο και ήλιο
ποίηματα λαϊκές πολυκατοικίες και πανεπιστήμια
και αστεροσκοπεία
ΕΔΩ, αδέλφια, βλέπετε
ΕΔΩ ανατέλλει το ψωμί
ΕΔΩ ο ανατέλλει ο άνθρωπος
εδώ ποτέ δε συννεφιάζει
εδώ δεν είναι πάιντος
είναι η αρχή του κόσμου
αρχή, αρχή, αρχή
ΕΔΩ δεν είναι το παλιό «Πανόραμα»
είναι η Ζωή.
Εδώ τα πλοία αράζουν
εδώ ο αδελφός μας Μενέλαος Λουντέμης
σεργιανάει στην προκυμαία της αξιοπρέπειας
κουβαλώντας περήφανα στους ώμους του
το φορτίο του ήλιου και την ευθύνη του
χαρούμενος
χαρούμενος
χαρούμενος
γιατί εδώ τελειώνουν τα συρματοπλέγματα
γιατί εδώ δεν είναι ένταλμα συλλήψεων
γιατί εδώ δεν διώκονται οι ποιητές που καρπίζουν τη γη
κ’ ανθίζουν τον αέρα.
ΕΔΩ η στοργή του λαού στεγάζει τους ποιητές του.
Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου.
Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθμός Ένα.
Δεν χρειάζεται να χτυπήσεις.
Η πόρτα ανοιχτή. Μπορείς να μπεις.
Μ΄ αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα
φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα.
Περάστε, αδέλφια. Το σπίτι του όλους μας χωράει.
Εδώ μένει ένας άνθρωπος που καίγεται απ’ τον ήλιο
της καρδιάς του και φωτίζει.
Thomas Cole Painting, 1836 |
Συννεφιάζει στα μάτια των παιδιών που κοιτάζουν
το λιόγερμα
συννεφιάζει στα μάτια των μανάδων που μπαλώνουν
στο κατώφλι τις κάλτσες μας και τα χρόνια μας
συννεφιάζει στο τραπέζι που λείπει ο ήλιος του ψωμιού
συννεφιάζει στα τζάμια των σπιτιών που βλέπουν
στα συρματοπλέγματα.
Ο ουρανός είναι κομμένος σε μικρά τετράγωνα
απ΄ τα σταυρωτά κάγκελα,
ψάχνω στη συννεφιά και στη νύχτα να βρω το σπίτι σου,
αδελφέ μου,
Μυρτούλα, λέω, Μυρτούλα,
Μυρτούλα που είσαι σαν μπουκετάκι φως στη νύχτα
της λύπης,
Μυρτούλα που είσαι δυο σειρές μυρτιές στις όχτες
της καρδιά του,
Μυρτούλα, ο πατερούλης με την πίκρα σου
φτιάχνει χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά
χιλιάδες μπουκετάκια περασμένα στις πευκοβελόνες
της έγνοιας του.
Τα αφήνει σιωπηλά στα φτωχόσπιτα
Τ’ αφήνει στις λαϊκές ταβέρνες, στα μπαρμπέρικα με
τους πικρούς συνοικιακούς καθρέφτες
Τ’ αφήνει στο τραπέζι του άνεργου πλάι στο σταχτοδοχείο
με τ΄ αποτσίγαρα του μόχθου του
Τ’ αφήνει στο παγκάκι του μπαλωματή, στα πανέρια
των πλανόδιων μικροπωλητών
Τ’ αφήνει μπρος στο κόνισμα της ειρήνης πλάι σ΄ ένα
κλουβί καναρίνια
Πάνω στα λιγνά γόνατα της φτώχειας
Μπροστά στη μητρόπολη της Δημοκρατίας.
Χιλιάδες μπουκετάκια γιασεμιά, σ΄ όλα τα σκαλοπάτια
της νύχτας
-είναι τα χνάρια του για να τον βρεις, Μυρτούλα.
Προχτές καθόταν μονάχος στην πέτρα.
Μαδούσε τις μαργαρίτες των άστρων και φώναζε:
Καληνύχτα ζωή, καληνύχτα. Δεν τον άκουσες’
Βουρκωμένες μέρες, βουρκωμένες νύχτες, βουρκωμένες
καρδιές.
Μαύρα τα σπίτια, μαύρα, κατάμαυρα
μισόκλειστες οι πόρτες των μεγάρων.
Σε κάθε γωνιά μια λόγχη οργής. Που είσαι, αδελφέ μας;
Ανάβω το λαδοφάναρο της καρδιάς μου και ψάχνω
Φωτίζω μια-μια τις ταμπέλες των δρόμων και τις πόρτες:
οδός Αβύσσου, οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν.
Όχι, δεν είναι εδώ το σπίτι του αδελφού μας,
το σπίτι του αδελφού μας είναι αλλού –που ψάχνεις;
Μοσκοβολάει η νύχτα γιασεμί κ’ ελπίδα –είναι τα χνάρια
σου, Μενέλαε.
Στέκω, βάζω τ’ αυτί στον τοίχο του σκοταδιού, αφουγκρά-
ζομαι,
ακούω τις ανάσες των άστρων –είναι η φωνή του αδελφού
μας:
Παππού Θεέ, κι άλλη βολά σε περικάλεσα στο Βερτεκόπι –
δε θυμάσαι;
Είναι καιρός που με βλέπεις δίχως ρούχα, δίχως Σέικα
δίχως ψωμί και δεν με συμπονάς.
Ο Δροσιάδης, το γειτονάκι μου, έχει ίσαμε δέκα φορεσιές,
έχει κι ένα ψηλό-ψηλό μπαλκόνι να μας φτύνει σαν περνάμε.
Παππού, ως και στα σαλιγκάρια έδωκες στο καθένα το σπι-
τάκι του,
ως και στις χελώνες έδωκες στην κάθε μια
την παραγκίτσα της,
μια και δεν μπορείς να δώκεις κάτι και σε μένανε
γιατί δεν με κάνεις σαλιγκάρι ή χελωνόπουλο;
Μα, όχι, παππού, δεν χρειάζεται.
Το άγριο κατσικάκι ο αδελφός μας σκαρφαλώνει τα βράχια
της οργής σου.
Πηδάει ένα-ένα τα γκρεμνά της πληγής του
και πάει μπροστά μαζί με τ΄ αδέλφια του
ν΄ ακουμπήσει το πυρωμένο του μέτωπο στο δροσερόν ώμο
της αυγής.
Μενέλαε, σε βλέπουμε τα βράδια ν΄ ανεβαίνεις το βουνό
με τ΄ αγκάθια
κουτσαίνοντας απ΄ το βαρύ φορτίο ενός φεγγαριού στοργής
που κουβαλάς στους λιγνούς ώμους σου
και πλάι σου η Μυρτούλα μ΄ένα ξύλινο καραβάκι
χαμόγελο
και πλάι σου η Σέικα με μαλλιά από λουλουδάκια γαζίας
και παρακεί τα λουστράκια με τα κασελάκια τους γεμάτα
μικρά ουράνια τόξα
να βάψουν τα πέδιλα της άνοιξης και τα φορέματα
των λουλουδιών
και στα ζερβά της Μυρτούλας, το Γυφτάκι ντυμένο
την Κυριακή της προσευχής σου
και στα δεξιά σου το Τουρκάκι με δυο σταυρούς απορία
στο λιόγερμα των ματιών σου
κι η μάνα σου μ΄ ένα ποτήρι θάλασσα αλατισμένη απ’
τα δάκρυα όλων των μανάδων
και πίσω σου οι λασπάδες με βουνά κεραμίδια στη ράχη
τους για τις καινούργιες στέγες των φτωχών
στέγες κατάστιχτες απ΄ τις κουτσουλιές των περιστεριών
και των άστρων
οι λασπάδες σου με μεγάλα στρογγυλά σταμνιά για το νερό,
το λάδι, το κρασί της παγκόσμιας αγάπης.
Τι κόσμος, Μενέλαε, κοντά σου,
μητέρες και παιδιά και πολιτείες και αιώνες
ταϊσμένοι απ΄ το ράμφος της πένας σου
θρεμμένοι από τον κόκκινο άρτο της καρδιάς σου
και τα γκαρσόνια της Αιδηψού με τις άσπρες πετσέτες
στραβά στον ώμο τους
να ξεσκονίζουν απ΄ τη γύρη των πεύκων τα πράσινα τραπεζάκια
μιας ακροθαλασσιάς από λιακάδα λευτεριάς κι ευτυχία.
Κόσμος και κόσμος κι ο Λουκάς ο «Πανοραματοποιός»
-α, εδώ ο μαγικός φακός της τέχνης σου, Μενέλαε-
ΕΔΩ, κύριοι, βλέπετε τις πυρκαίες και τους καπνούς μιας
πολιτείας που καίγεται και λιώνει και τελειώνει
πάιντος, πάιντος, πάιντος,
κι ΕΔΩ αδέλφια, βλέπετε τη νέα πολιτεία,
ανθρώπους που σφίγγουν τα χέρια και φιλιούνται,
βουνά σιδεροδοκούς, βουνά καρπούς, βουνά στάχυα,
ζευγαράκια στα πάρκα, η Μυρτούλα μ’ ένα καινούργιο
λουλουδιστό φόρεμα,
πέτρινη γούρνα στη μέση της αυλής που πίνουν το νεράκι
τ΄ ουρανού τα σπουργίτια κι οι κότες.
Τούτα τ΄ ανθισμένα δέντρα που βλέπετε στον ορίζοντα
είναι οι καπνοί των συντροφικών τραίνων –τ΄ αεροπλάνα
δικά μας, -έμπα,
περιστέρια, περιστέρια, περιστέρια στις ψηλές καμινάδες,
πλατιά παράθυρα σαν ανοιχτά βιβλία με φαρδύστενους
στίχους,
τραβήξου πιο κει, θα βάψεις τα πόδια σου στο μούστο
της χαράς.
ΕΔΩ οι εργάτες σηκώνουν στη ράχη τους τον ειρηνικό
μόχθο
σαν ένα ακορντεόν ξεχειλισμένο από εύθυμα τραγούδια σε
μια εκδρομή Σαββατοκύριακου στον πευκώνα.
ΕΔΩ ο Κρίστα μ’ ολοκαίνουργια παπούτσια και με φρέσκα
μύγδαλα στις τσέπες του παντελονιού του
ΕΔΩ ο μεγάλος μας φίλος μ΄ έναν Απρίλη γαρύφαλλα κάτου
απ’ το ματωμένο του πουκάμισο
και τα ποτάμια ζεμένα για το αγώι μας σαν άλογα.
ΕΔΩ οι σημαίες, τα τύμπανα κ’ οι σάλπιγγες.
ΕΔΩ ο Νερούντα, ο Φαντεέφ, ο Χικμέτ, ο Αραγκόν,
ο Ερεμπούργκ κάτου απ΄ τις λεύκες της βεβαιότητας
κουβεντιάζοντας μεγάλα τριαντάφυλλα λόγια
πελώρια όνειρα ορείχαλκο
πολυώροφα ποιήματα από μπετόν, σίδερο και ήλιο
ποίηματα λαϊκές πολυκατοικίες και πανεπιστήμια
και αστεροσκοπεία
ΕΔΩ, αδέλφια, βλέπετε
ΕΔΩ ανατέλλει το ψωμί
ΕΔΩ ο ανατέλλει ο άνθρωπος
εδώ ποτέ δε συννεφιάζει
εδώ δεν είναι πάιντος
είναι η αρχή του κόσμου
αρχή, αρχή, αρχή
ΕΔΩ δεν είναι το παλιό «Πανόραμα»
είναι η Ζωή.
Εδώ τα πλοία αράζουν
εδώ ο αδελφός μας Μενέλαος Λουντέμης
σεργιανάει στην προκυμαία της αξιοπρέπειας
κουβαλώντας περήφανα στους ώμους του
το φορτίο του ήλιου και την ευθύνη του
χαρούμενος
χαρούμενος
χαρούμενος
γιατί εδώ τελειώνουν τα συρματοπλέγματα
γιατί εδώ δεν είναι ένταλμα συλλήψεων
γιατί εδώ δεν διώκονται οι ποιητές που καρπίζουν τη γη
κ’ ανθίζουν τον αέρα.
ΕΔΩ η στοργή του λαού στεγάζει τους ποιητές του.
Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου.
Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθμός Ένα.
Δεν χρειάζεται να χτυπήσεις.
Η πόρτα ανοιχτή. Μπορείς να μπεις.
Μ΄ αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα
φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα.
Περάστε, αδέλφια. Το σπίτι του όλους μας χωράει.
Εδώ μένει ένας άνθρωπος που καίγεται απ’ τον ήλιο
της καρδιάς του και φωτίζει.
Απρίλης 1955
poihshkaipoihtes