Ξέχειλη θάλασσα, καρδιά, ὅπου θέλεις πήγαινέ μας!
Δίπλα μας πάνω στό ἅρμα του, ταξίδευε ὁ Ἡνίοχος.Ἀκολουθοῦσαν πίσω μας οἱ Φαιδριάδες.
Ἀντίλαλοι παράξενοι γύριζαν μές στή νύχτα,
μιά νύχτα πού δέν ἔμοιαζε ὅπως τίς ἄλλες νύχτες
τοῦ κόσμου᾿ τόσο πού, μπρός της, παραμέρισαν
ἀκόμα κι οἱ βασιλικές νύχτες τῶν παιδικῶν μου χρόνων.
Ἤτανε τόσο διάφεγγα ὅλα καί ξεχωρίζαν
τά βουνά τόσο φωτεινά, πού ἔμοιαζε σάμπως κάποιος
συμπαντικός λαμπαδηφόρος, τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος
Ἀποσταλμένος, τρέχοντας στά ὕψη, νά μᾶς συνόδευε
φωτίζοντας μ’ ἕναν πυρσό πάνω μας τόν ὁρίζοντα.
Πάνω ἀπ’ τά ἐλάτια τοῦ βουνοῦ, ὁλόχρυσο, παιχνιδίζοντας,
ἔτρεχε ἀνάλαφρο μαζί μας το δρεπάνι τοῦ φεγγαριοῦ,
σάν ἀλαφάκι, ὥσπου ἔδυσε τέλος κι ὁ κόσμος ἄλλαξε
σάμπως νά γύρισε ὁ Θεός σελίδα. Σάμπως νἄγινε
πάνω μας μιά παράξενη ἄνοιξη, ὁ οὐρανός
ἔμοιαζε με κλαδί ἀνθισμένο.
Ὄρθιος ὁ Ἡνίοχοςστό πλάϊ μας πάντα,
λάσκαρε κάθε τόσο τά γκέμια,
κοίταζε πάνω του τό σύμπαν καί χαμογελοῦσε.
Βλέπαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο παραξενεμένοι.
Δέν ξέραμε ἄν ἤτανε νύχτα στή γῆ ἤ μέρα,
κάπου, σέ κάποιον κόσμον ἄλλο. Καί δέν ξέραμε
τί εἶχε συμβεῖ πάνω στή γῆ. Νιώθαμε τήν ψυχή μας
θησαυρισμένη μουσική. Φεύγαμε κι οἱ καρδιές μας
χτυποῦσαν ὅπως τό πρωΐ οἱ καμπάνες. Θά τελειώσει;
Μέσα μας ζούσαμε ἕναν φόβο. Τοῦτο τό ταξίδι
μπορεῖ σέ λίγο νά τελειώσει; Θεέ μου, θά τελειώσει;
Καί τί θά γίνει αὐτό τό φῶς ὅλο πού ἀναδιπλώνεται
καί ξεχειλίζει καί κυλάει παντοῦ, σέ μιάν ἀδιάκοπη
ἄμπωτη, σάν νά μή χωράει; Τά πάντα ἔλαμπαν σάμπως
νά βγήκανε ὅλες οἱ ἄνοιξες τῶν αἰώνων στό στερέωμα
καί βάδιζαν σιγά -σιγά βαστάζοντας ἀστέρια
καί λουλούδια στά χέρια
(Καί γιά πρώτη φορά το
νιώθαμε πώς ὑπάρχουνε στόν κόσμο αὐτόν
ὧρες πού εἶναι ἔξω ἀπό τό χρόνο. Πού δέν ξέρεις
πόσο διαρκοῦνε. Μῆνες; Χρόνια; Αἰῶνες;
Πού ἰσοζυγιάζουν ὅλη μας τή ζωή).
Ἄς μή τελειώσει!
Χωρίς κουβέντα, χωρίς ψίθυρο, σά νἆχαν
οἱ λέξεις ὅλες εἰπωθεῖ, σά νά μήν ἔκανε,
σά νά μή ξέραμε καμιά γλώσσα, ὅπως τ’ ἀστέρια
καί τά ἔλατα τοῦ Παρνασσοῦ, σιωπούσαμε. Ἕνα δάκρυ
εἶναι μιά γλώσσα πού μιλεῖ μ’ ἀναρίθμητες λέξεις,
κάτω ἀπ’ τήν ἁγιωσύνη τοῦ στερεώματος,
ὅταν γυρνᾶς ἀπ’ τούς Δελφούς, μέ μόλις
συγκρατημένους τούς λυγμούς. Νομίζαμε
πώς κάτι ἀκούονταν ἁπαλά, σάμπως πάνω ἀπ’ τ’ ἀστέρι της
νἄπαιζεν ἡ Σαπφώ τή λύρα της᾿ ἐνῶ ὅλα σιωπούσανε
κι ἐμεῖς, καί τ’ ἄστρα, κι οἱ ποιητές τῶν αἰώνων, καί τ’ ἀγέρι
τό κοιμισμένο στίς ἐλιές πάνω καί δέν ἀκούγονταν
παρά μόνο οἱ ἀντίλαλοι τῶν Φαιδριάδων,
πού βούϊζαν κι ἀντιβούϊζαν μέσα σέ ὅλη τή νύχτα,
τή νύχτα αὐτή τήν πιό ὄμορφη τῆς ζωῆς μας πού ποτέ
δέν θά ξανάρθει, ἀντίλαλοι πού ἔμοιαζαν σάμπως κάποιος
πρωτάγγελος μές στή σιωπή, ὄρθιος, νά ἐπαναλάβαινε:
“Ὤ, μά τόν Δία! Τί χρειάζονται οἱ λέξεις στήν ἀγάπη;”
Πέφτουν σάν κρίνα οἱ διάττοντες, οἱ ἀντίλαλοι σαλεύουν
τίς γιασεμιές τῶν οὐρανῶν. Δέν εἶχε μείνει πόρτα
κλειστή. Λουλούδι ὁλάνθιστο. Ἄστρο σβυστό. Χαμήλωνε
ντυμένη ὅλες τίς χάρες της ἡ παντοδυναμία!
Καί καθώς ταξιδεύαμε, νιώθαμε ὡς νά μήν ἦταν
δρόμος κάτω ἀπ’ τά πόδια μας καί γῆς. Σάν νά μᾶς πήγαινε
λικνίζοντάς μας πάνω του ἕνα τρελλό ποτάμι!
Ξέχειλη θάλασσα, καρδιά, ὅπου θέλεις πήγαινέ μας!
από τη συλλογή “Ο χρόνος και το ποτάμι”