Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται· η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν. Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε. Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε. Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε· τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.
Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν. Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε. Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε· κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε, καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.
Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν. Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται. Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται. Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται. Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.
Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν. Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε, τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε, σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.
Healing the man born blind by Jesus Christ Vasily Surikov
— «Στην Κολυμβήθρα του Σιλωάμ σύρε, τυφλέ,
και πλύνε
τ΄ άφωτα μάτια σου». Και να, πριν καν προφτάση ακόμα να πλύνη από
την όψη του το λασπωμένο χώμα, ζωής ποτάμι ανάβρυσε, φωτός πλημμύρα
εχύθη στη διψασμένη του ψυχή, στα σκοτεινά του στήθη κι έκραξ΄
ολόχαρος, ψηλά σηκώνοντας τα χέρια:
— «Ω! πόσο ωραίο είναι το φως! Πώς αγκαλιάζει ακέρια την πλάση! Πώς
χωρίζονται τα χρώματα μπροστά του! Αυτή είν΄ η γη, που ξέφευγε τα βήματά μου κάτου; Αυτοί είν΄ οι κάμποι,
τα βουνά, τα δέντρα; Αυτή είν' η μέρα, Που μες στη νύχτα τη βαθιά την άκουγα; ω μητέρα, εσύ ΄σαι, που μ΄
εγέννησες και μ΄ έκανες να νιώσω πόσο γλυκιά θάν' η ζωή για όσους τη βλέπουν, πόσο πικρή γι΄ αυτούς,
που την ακούν βαθιά φυλακισμένοι
στα κάτεργα της σκοτεινιάς, ξένοι στον κόσμο, ξένοι, πίσω απ΄
αδιάβατο βουνό με δίχως μονοπάτια!
Ω μάτια, που με βλέπετε και που σας βλέπω, ω μάτια, Θρόνοι, που κάθεται η ψυχή στα δυο σας μοιρασμένη κι αναγαλλιάζει
λαμπερή κι αθανασία προσμένει ω μάτια, που με τη ζωή με δένετε με τόσα, με τόσα νήματα χρυσά, μ΄
όσες ματιές, ποια γλώσσα μας λέει όσα μας λέτε σεις δίχως φωνή και λέξη; ποιο στόμα,
ροδοστέφανα χαμόγελα κι αν πλέξη,
μας δείχνει τη χαρά, όσο σεις σε μια σας λάμψη μόνο;
ποιος στεναγμός και ποια κραυγή θα δείξουν τόσον πόνο
όσο ένα δάκρυ σας βουβό; ποιο βελουδένιο χέρι ξέρει τα χάδια της
ψυχής, που μια ματιά σας ξέρει;
Ω μάτια, που φωτίσατε τ΄ άβουλα
βήματά μου,
ω μάτια, εσείς, που φέρνετε τα χέρια μου με τάξη, όπου η ψυχή μου
ορέγεται κι ο νους όπου προστάξη!
ω μάτια, που με βλέπετε κι ω μάτια που σας είδα, ζωή κι αγάπη και χαρά
και απαντοχή κι ελπίδα
όλα είν' ωραία και ποθητά κι είν' όλα αγαπημένα, όλα είν' ωραία μαζί
με σας, χωρίς εσάς κανένα!...»
Τέτοια ο τυφλός, ο πριν τυφλός,
βαδίζοντας ελάλει
ως τη στιγμή, που απήντησε το Ναζωραίο και πάλι.
Κι είπεν
Εκείνος, που ζωή και φως αιώνιον είναι:
— «Εγώ σου χάρισα το φως, τυφλέ, σκέψου και κρίνε
ποιος είμαι». Κι είπε ο τυφλός: «Και θέλει σκέψη τάχα; ποιος άλλος
κυβερνάει το φως, παρά ο Θεός μονάχα
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός ερωτευμένους θα φορώ η Άνοιξη φωνάζει σα να σχίστηκε/ ο ουρανός απ’ τα γαλάζια χέρια των πηγών και δείχνει ένα λίγο του Παραδείσου.
Μαρία δύσβατη των αγγέλων καμπύλη και καρποί κρημνιζόμενοι σε αναπνέω γυμνή με το πουκάμισο και τη μαύρη γραβάτα μου ασθμαίνεις όταν ο αέρας αιφνίδια μεταστάς αφήνει τα ζεστά σου πόδια σε διάρκεια για μένα.
Κορίτσι του καημού της Αττικής ουράνια βραδινά πάνω στα χείλη ανάμεσά μας η ευθεία του θανάτου τα πεύκα και τ’ αθάνατα σπιθίζουν — φαρδιά φύλλα. Έαρ η εποχή των εξουσιών/ τη μοίρα διανύει κ’ εφέτος αυτή την αρωματική δροσιά που συγχωνεύει λουλούδια με τα’ αστέρια ως μέσα στις χαρούμενες νύχτες. Είναι φλόγα και με θυσιάζει/ λάμψη Χριστού και τα ορμητικά μάτια των κορασίδων όπως ανοίγουν μοναχές τα στήθη.
Στους σπινθήρες των άστρων ολόσωμος εγώ η ψυχή μου πατούσε το χώμα κι άρχισε ένα τραγούδι που με βύθιζε μητέρα στην καρδιά σου.
“Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα Και τα δέντρα για νερό…”
Απόψε κοιμηθήκαμε στην αγκαλιά της άνοιξης ακουμπώντας το κεφάλι στην
καρδιά της. Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών και την
καρδιά μας.
Spring time by Pol Ledent
Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να περπατάει στην κάμαρά μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε τα ψίχουλα των σκιών που ‘χαν μείνει από χθες βράδυ στο πάτωμα. Μια στιγμή να νιφτούμε και φτάσαμε. […]
"Δίχως την ευχή σου Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ Μεγάλωσα πολύ Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί"
Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου Ο καφές της μάνας μου Το άγγιγμά της Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις Μέρα τη μέρα Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου Την ώρα του θανάτου μου Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη Που την αγίασαν τα βήματά σου Δέσε μας μαζί Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου Μπορεί να γίνω αθάνατος Μπορεί να γίνω Θεός Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου Αν καταφέρω και γυρίσω Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου Δίχως την ευχή σου Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ Μεγάλωσα πολύ Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί Για να βρω με τα χελιδόνια Το δρόμο πίσω Στην άδεια σου αγκαλιά.
Dearly I yearn for my mother’s bread, My mother’s coffee, Mother’s brushing touch. Childhood is raised in me, Day upon day in me. And I so cherish life Because if I died My mother’s tears would shame me.
Set me, if I return one day, As a shawl on your eyelashes, let your hand Spread grass out over my bones, Christened by your immaculate footsteps As on holy land. Fasten us with a lock of hair, With thread strung from the back of your dress. I could grow into godhood Commend my spirit into godhood If I but touch your heart’s deep breadth.
Set me, if ever I return, In your oven as fuel to help you cook, On your roof as a clothesline stretched in your hands. Weak without your daily prayers, I can no longer stand.
I am old Give me back the stars of childhood That I may chart the homeward quest Back with the migrant birds, Back to your awaiting nest.
“Την ώρα αυτή που τα μωρά ξυπνάνε πάνω στου στήθους τη ζεστή φωλιά πού να ‘ναι κι ο δικός μου γιος;
πού να ‘ναι; Στης θάλασσας μέσα την αγκαλιά με δίχως
νανουρίσματα κοιμάται…
Κοιμάται ο γιος μου μη μου τον ξυπνάτε κύματα, πιο βαθιά μη μου τον
πάτε της άρμης σας πικρά είναι τα φιλιά.
Ποιο άλλο μικρό
δέχτηκε τέτοια χάδια; Πίνει για γάλα τον πικρόν αφρό του κύματος
φοράει τα τυλιγάδια τριγύρω στο λαιμό τον τρυφερό. Πού είδατε
αλλού τέτοιο ακριβό γιορντάνι; Νάνι του, νάνι, νάνι- νάνι- νάνι Σωπάτε,
νάνι, το παιδί μου κάνει Κι έχει για κούνια, τώρα το νερό.
Και
για πνιγμούς, για τραγικά ναυάγια μέσα στις νύχτες του όλο
ιστορεί.” Για της νεράιδας- θάλασσας τα μάγια Που παίρνει όποιον
τις νύχτες τη θωρεί - Αποκοιμούνται στο μαστό τα βρέφη - Μένανε,
η άρμη το παιδί μου τρέφει με το μικρό του δαχτυλάκι γνέφει της
τρικυμίας ν’ αρχίσουν οι χοροί.
Μ’ απόψε, η θάλασσα είναι σαν
το λάδι - πλατειά, θαρρείς, που απλώθηκε στρωμνή – μαυρίζει,
αίμα πνιγμένου, το σκοτάδι. Παιδί μου, ακούς της μάνας τη φωνή; Πού
απόψε, αυτή σου σιγοτραγουδάει: “Μαζί θα κοιμηθούμε, πλάι πλάι νάνι,
κανένας μη μου το ξυπνάει γιατί η καρδούλα του ίσως να πονεί.”
αλλά μια μέρα δεν άντεξα, «εμένα με
γνωρίζετε;» τους λέω,
«όχι» μου
λένε— έτσι πήρα την εκδίκησή μου, και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους
ή μη ρωτάτε τι μπορεί να συμβαίνει με τους
τρελούς —τι άλλο απ' το να διασκεδάζουν ένα παιδί, που δεν ήθελε να
μεγαλώσει,
κι αφού οι ονειροκρίτες είναι περασμένης
μόδας, μεταναστεύω κι εγώ στην άλλη άκρη της ομπρέλας μου, καθ' ότι αλκοολικός
και διότι άρχισε να βρέχει σε παλιούς μακρινούς καιρούς κι απ' το παράθυρο
έρχεται η μυρωδιά των κυπαρισσιών σαν μια μουσική που μαντεύεις το τέλος της— ενώ η γριά μου εξηγούσε την ανάσταση του Κυρίου, «φοβόταν μήπως αλλιώς τον
λησμονήσουν» έλεγε,
όσο για μένα, προτιμώ να κρεμάσω ένα ρολόι
στο γιλέκο μου, παρά να κρεμαστώ εγώ —θα ήταν τότε σαν να εξηγούσα πολλά
πράγματα,
ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να
παίξει και μ' ένα χέρι βιολί, όταν με τ' άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του—
ήμουν τόσο εξουθενωμένος που στους
διαβατικούς καθρέπτες που κοιτάχτηκα δεν είδα παρά την ανείπωτη λέξη,
και μην έχοντας τίποτα καλύτερο κάθομαι και
θησαυρίζω, (εν αγνοία τους, βέβαια, αφού μου είχανε πάντα γυρισμένες τις
πλάτες)
αλλά
δεν ξοδεύω και αρκούμαι στο μακρινό σφύριγμα του τρένου, που ανορθώνει, σαν
άνθρωπο, το σκυλί και ρίχνει κατιτί μες στο κουτί του ζητιάνου—
γιατί το ξέρω ότι ματαιοπονώ, κι οι σελίδες
που γράφω θολώνουν κιόλας από κάμαρα σε κάμαρα και στο φως της λάμπας το βράδυ
θα έχουν μια άλλη σημασία και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο
για να πονέσεις,
αντίο, λοιπόν, καλή μου εγκαρτέρηση, εγώ
πάω ν' ασχοληθώ με τους τρελούς μου
ή μάλλον θα
πω για τα παπούτσια τους, τόσο αφρόντιστα σαν να τους τα φόρεσε ένα χέρι που
ήξερε περισσότερα
κι ίσως, αν σφύριζα πιο αμέριμνα, όλα να 'χαν πάει καλά
ή αν δεν ήμουν τόσο επιρρεπής, όπως αυτός ο
γελοίος σταθμάρχης που πληρώνεται για να μη μ' αφήνει να ταξιδέψω ή σαν τον
ποιητή που του αρκεί λίγος ύπνος για να ξαναγίνει αθώος.
Το "Βιολί για μονόχειρα" εκδόθηκε το 1977
και το 1979 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
«Θαυμάσια που τρέχει ο ουρανός, αν κρίνεις απ' τα σύννεφα.»
ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ:
«Όπως και να το κάνεις, ένα κομμάτι "πάντοτε" στον άνθρωπο θα
υπάρχει.»
ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ:
«Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί τι άσμα περιέχει ο θόρυβος προτού
μεταφραστεί σε κατάλευκο ατίθασο άτι.»
ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ:
«Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε
περάσει!»
ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ:
«Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας // Ήμερα να χτυπάει
στις φλέβες ο παλμός της γης.»
ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ:
«Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος // Ό,τι αγαπώ γεννιέται
αδιάκοπα // Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.»
ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ:
«Φεύγω με μια ματιά / Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται Όμορφος
από την αρχή / στα μέτρα της καρδιάς.»
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ:
«Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!»
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ:
«Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. / Μόνο που ’ναι πιο
δύσκολο.»
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΑΙΘΡΙΕΣ:
«Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται.»
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΑΙΘΡΙΕΣ:
«Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού Καθαρού πριν απ` τη δίψα Στο
άπειρο.»
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ:
«Πέντε χελιδόνια-πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό.»
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ:
«Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; // Τις ματιές που
παραλληλίσανε το χρόνο; // Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;»
ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ:
«Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει. Αχ ομορφιά κι αν
δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω:
κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρωτο- Εισέρχεται στον Έρωτα και τ`
άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει.»