Ώ, το παιδί που
υπήρξαμε μ’ εκείνον τον τεράστιο λαιμοδέτη
για μια τόσο σύντομη παιδικότητα.
Η
λήθη σκέπασε το παρελθόν, το άγνωστο πολιορκεί το σπίτι
φαντάσματα
πραγμάτων που αγαπήσαμε και χάθηκαν
και
τώρα μόνον οι αράχνες γνωρίζουν τη συνέχεια — αλλά η
νοσταλγία για το άγνωστο μας είχε κερδίσει
από παιδιά κι η
μοναξιά
μας είχε υποσχεθεί τις μακρινές
αποστάσεις. Ώ, το παιδί που
υπήρξαμε μ’ εκείνον τον τεράστιο λαιμοδέτη
για μια τόσο σύντομη παιδικότητα.
Κι η Μαρία που το βραδινό
αεράκι παράσερνε τις κορδέλες του καπέλου
της
σε
άλλους αστερισμούς — ποτέ δεν τη φτάσαμε. Κι αγάπησα με
πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω.
Κι έζησα όλη
τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο
και
την αθανασία σε μερικά κονιάκ.
Κάποιο
πρωινό ένα πουλί κάθισε στο αντικρινό δέντρο και κάτι
σφύριξε.
Ώ,
άν καταλαβαινα τί ήθελε να μου πει, ίσως να είχα βρει το
νόημα του κόσμου.
Συλλογή: «ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Α'», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 420