«Ω νεανικά βράδια/όταν ο Θεός τίναζε όλα του τ' άστρα πάνω απ' την αγρύπνια μας »
Συλλογή: «ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ - Α», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 426
Έζησα αιχμάλωτος ενός μυστικού που ήθελα αλλά φοβόμουν να το
ανακαλύψω
ερωτευμένος με τα μακρινά φώτα και τους γέρους που
αποκοιμήθη-
καν στις καρέκλες
και συχνά κατέβηκα στο υπόγειο κι αγκάλιασα το χαλασμένο εκ-
κρεμές που ‘χε σημάνει τόσα γενέθλια
ή στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη «ποιος είσαι; δε σε γνωρίζω»,
ψιθύριζα (αχ, και ποιος μας γνώρισε;)
ή ερημιά τριγύριζε σα φάντασμα τις άδειες κάμαρες - και να που
ήρθε και το φθινόπωρο, καιρός για εξομολογήσεις, λέγαμε
κάποτε.
Κλείσε την πόρτα και ξεφύλλισε αυτά τα κιτρινισμένα χειρόγραφα
— εκεί μέσα είναι όλος ό πόνος μας
που τελικά κανείς δεν τον κατάλαβε —σχεδόν ούτε εμείς. Ω νεανι-
κά βράδια
όταν ο Θεός τίναζε όλα του τ' άστρα πάνω απ' την αγρύπνια μας
κι εσύ, αρχαία λυπημένη σελήνη, καμιά φορά θαρρούμε πως ακούμε
τη φωνή σου
σάν τή φωνή εκείνων που δε θα ξανακούσουμε ποτέ.
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 426