Daisy Field, Oil, by Ian Macculloch |
Κάποτε μιά νύχτα θ’ ἀνοίξω τά μεγάλα κλειδιά τῶν τρένων γιά
νά περάσουν οἱ
παλιές μέρες
οἱ κλειδούχοι θά ‘χουν πεθάνει, στίς ράγιες θά φυτρώνουν
μαργαρίτες ἀπ’ τά παιδικά μας πρωινά
κανείς δέν έμαθε ποτέ πῶς ἔζησα, κουρασμένος ἀπό
τόσους χειμῶνες
τόσα τρένα πού δέ σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια πού δέν
εἰπώθηκαν,
οἱ σάλπιγγες βράχνιασαν, τίς θάψαμε στό χιόνι
ποῦ εἶμαι;
γιατί δεν παίρνω ἀπάντηση στά γράμματά μου;
κι ἄν νικηθήκαμε δέν ἦταν ἀπ’ τήν τύχη ἤ
τίς ἀντιξοότητες,
ἀλλά
ἀπ’ αὐτό τό πάθος μας γιά κάτι πιό
μακρινό
κι ὁ ἀγέρας πού κλείνει ἀπότομα τίς πόρτες καί μένουμε
πάντοτε ἔξω
ὅπως ἀπόψε σέ τοῦτο τό ἔρημο τοπίο πού παίζω τήν
τυφλόμυγα μέ
τούς νεκρούς μου φίλους.
Ὅλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, ἀντίο! Τά πιό ὡραία
ποιήματα
δέ θά γραφτοῦν ποτέ...
Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή»,
1985
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 257