Σελίδες

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Γιάννης Ρίτσος — Οκτώβρης 1940 / «Πάντα νικάει το δίκιο./Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος. / Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο»

Πάντα νικάει το δίκιο.
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο
Αδέρφια μου. Αδέρφια μου,
μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.
Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις με τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρα μας.
Κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας.
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθαρό πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο
χαιρετάει τους δρόμους που κρατούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
κι ύστερα ακούγονται τ' άρβυλα στην άσφαλτο
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκειων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο μάκρος του δρόμου
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τρένα περιμένουν
σφυρίζουν λίγο έξω απ' την πόλη
ακούγονται αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο.
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο
Αδέρφια μου. Αδέρφια μου,
μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Μικρά γυμνάσματα λησμονιάς

Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα,
συμβιβασμοί -
πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.
ATLANTIC CITY BOARDWALK
Μικρή πραγματεία
Κάποτε θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτή τη σκιά που μας ακολου-
θεί μες στην ομίχλη – αλλά μου είναι απαγορευμένο να πω το
τέλος μιας ιστορίας
που δεν άρχισε ποτέ.

Εφαρμοσμένος Μαρξισμός
Και καμιά φορά ενώ είμαι μόνος στην κάμαρα, κρύβω τα λίγα
χρήματά μου, για να μπαίνει πιo άφοβα απ’ το παράθυρο
το φως του φεγγαριού.

Συγκομιδή
Κι όταν με πλησίασαν με προτεταμένα όπλα, εγώ χαμογέλασα
με περιφρόνηση και σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά άρχισα να
μαζεύω τα μήλα της χρονιάς.

Καλοκαίρι
«Δε μ’ άφησαν πάλι να κοιμηθώ» έλεγε κάθε πρωί η γριά που
κοιμόταν στον κήπο. Και βέβαια θα εννοούσε τα’ άστρα
Ή τα παιδιά που είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο.

Ανταμοιβή
Ένα παιδί κοιμάται. Όλη τη μέρα έκλαψε. Αλλά τώρα χαμογελάει
καθώς η Μεγάλη Άρκτος του γλείφει με τη χρυσαφιά της γλώσσα
το ξεσκέπαστο πόδι του.

Παράδοξα απογεύματα
Μια γυναίκα καθόταν σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο, ολομόναχη,
Κρατούσε μιαν ομπρέλα, δεν είχε πού να πάει,
ώσπου σηκώθηκε και με αργά, αβέβαια βήματα
Ανέβηκε στον ουρανό.

Άγνωστα εγκλήματα
Συχνά, όταν ήμουν παιδί, οι μεγάλοι κουβέντιαζαν χαμηλό-
φωνα, μόνο και μόνο για να μην κρυφακούσω.
Έτσι μου σκότωσαν για πάντα τον επίλογο.

Αισθητική
Όσο για κείνη την ιστορία, υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Η καλύτερη όμως πάντα είναι αυτή που κλαίς.

Διαθήκη
Ίσως να το ‘βρα. Αλλά δεν θα σας το πω. Γιατί τότε εσείς τι θα
ψάχνετε;

Απάντηση
«Μα πως περπατάς επί των κυμάτων;» ρώτησα.
«Έχασα το δρόμο» μου λέει.

Ο ποιητής I
Προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κ’
είναι στιγμές που το κατορθώνει.
Όμως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες
του δεν χωράνε μέσα στον ύπνο.

Ο ποιητής ΙΙ
Λένε μάλιστα πως όταν πέθανε ακολούθησαν τη νεκρική πομπή
όλες οι λάμπες πετρελαίου των θλιμμένων προαστίων, χαμηλω-
μένες βέβαια για την περίσταση.
Κι έτσι εξηγήθηκαν πολλές απ’ τις παλιές υπερβολές του.

Καθ’ ημέραν βίος
Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα,
συμβιβασμοί -
πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.

Μητρικές προβλέψεις
Κ’ η μητέρα φορούσε πάντα φαρδιά φορέματα, για να σκεπάζει
ίσως κι εκείνον
που δε γίναμε.

Αυτοπροσωπογραφία
Τόσο φοβισμένος, που όταν μου έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσα
που μου άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του.

Νύχτα
Κι άξαφνα ανακαλύπτεις σ’ ένα άγαλμα όλη τη λησμονιά
ή σ’ ένα λόγο αστόχαστο την πιο αληθινή μαρτυρία.

Αδιευκρίνιστα σημεία
Όλοι γύρισαν. Μόνον οι ποιητές έμειναν για πάντα εκεί.

Ποιητές
Ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις -
και γίνονται πουλιά.

Πείρα αιώνων
Γιαυτό σου λέω, μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Μην ξυπνάς: θα
μετανιώσεις.

Ο αμαρτωλός
Την ημέρα κατρακυλούσε σε μικρά συμβάντα.
Μα όταν τις νύχτες δινότανε στην αμαρτία
η φτερούγα του ανατρίχιαζε κάτω στο πάτωμα.

Πανσέληνος
«Μητέρα», της λέω, «μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα – δεν
μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;» Περίμενα να δω τι
θα πει. Ήταν Ιούνιος, βράδυ, με μια φανταστική πανσέληνο στον
ουρανό.
Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μια απάντηση.

Οι ποιητές γυρίζουν ανάμεσά μας
Φτωχοί που περνάνε στους δρόμους, κρύβοντας στα φαρδιά ξε-
χειλωμένα πανωφόρια τους κάποιον ποιητή, που τον αρνήθηκε η
τύχη ή τον ξεγέλασαν οι περιστάσεις
αλλά που τους χαρίζει καμμιά φορά τα πιο ωραία τους δάκρυα.

Παρελθόν
Ας γράψουμε, λοιπόν, ένα γράμμα με παραλήπτη ανύπαρκτο,
κι όπως περπατάμε ας το αφήσουμε να μας πέσει, τάχα, κατά
τύχη στο δρόμο. Αύριο, μεθαύριο, θα το βρουν ξεθωριασμένο απ΄
τη βροχή
και τότε θα ’χει πάρει όλο το νόημά του.

Προσμονή
Η γυναίκα καθόταν στον κήπο και γύρω της, σαν ανταύγεια,
έφεγγε η αιώνια προσμονή της – περίμενε, λέει, κάτι που άκουσε
να της ψιθυρίζουν κάποτε μες στον ύπνο της. «Τι;» τη ρωτούσα,
σχεδόν φοβισμένος από την τόση απεραντοσύνη.

Έρωτας
Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά-κοντά,
για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.

Ευλογία
Καλότυχοι εκείνοι που δε γνώρισαν τον εαυτό τους
ανδρείοι εκείνοι που αποσιώπησαν την αθωότητά τους
μα ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κ’ ύστερα κοίταξαν
έν’ άστρο
σαν τη μόνη ανταπόδοση.

Το τέλειο έγκλημα
Καμιά φορά, μαζεύεται κόσμος κάπου, όλοι κοιτάζουν στο ίδιο
σημείο, αλλά δεν βλέπουν τίποτα.
Γιατί πάντα γίνεται ένα έγκλημα εκεί που δε συμβαίνει τίποτα.

Δραπέτης
Το παντελόνι του το άφησε στα δόντια των σκυλιών.
Με το σακκάκι του σκέπασε ένα άγαλμα.

Υστεροφημία
Όταν πεθάνουμε όλα όσα ονειρευτήκαμε έρχονται και στέκουν
κάπου εκεί στην κάμαρα. Κι άξαφνα όλοι σέβονται νεκρό
το χτεσινό «παλιόσκυλο».

Τα χέρια θυμούνται
Το χέρι του ωχρό, κάθε που έκανε μια κίνηση ήταν σα να ‘θελε
να διασχίσει προς τα πίσω το χρόνο –
ίσως ως εκείνο το παιδικό παιχνίδι που του είχαν κάποτε αρνηθεί.

Επιμύθιο
Τότε χτύπησαν την πόρτα. Εγώ, αφελής όπως πάντα, πήγα κι
άνοιξα. Κι έτσι μια καινούργια θλίψη μπήκε στον κόσμο.

Συλλογή: «ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ», 1979
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 2ος, σελ. 293-323

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Ο χρόνος

Ύστερα μίλησε για κάποιο κλειδί.
«Πόσο ασύλληπτο είναι να ζεις» είπε.
Κάπου σ’ ένα γειτονικό δωμάτιο μια ωραία γυναίκα ξοδευόταν μες
   στον καθρέφτη.
Τέλος διηγήθηκε για μια παραλία, ένα αίνιγμα κι ένα άρρωστο
   αποκοιμισμένο παιδί.
«Κ’ ύστερα τι έγινε;» ρώτησα.

Δεν πρόσεξα πως είχαν περάσει κιόλας τριάντα χρόνια.


Συλλογή: «ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ - Β», 1990

Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 2ος, σελ. 482

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Επέσατε θύματα — Παραδοσιακό
«Ζωή, λευτεριά και τιμή του Λαού Γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα»

Επέσατε θύματα, αδέρφια, εσείς
Σε άνιση Πάλη κι Αγώνα
Ζωή, λευτεριά και τιμή του Λαού
Γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα

Συχνά σε υγρές, σκοτεινές φυλακές
Πικρές επεράσατε μέρες
Και μ’ ένα του δήμιου νεύμα ευθύς
Σας φέραν μπροστά στην κρεμάλα...

Γλεντούν οι τυράννοι και μες το πιοτό
Τη λήθη γυρεύουν να βρούνε
Μα οι μέρες τους όμως μετρήθηκαν πια
Και τέλος φρικτό τους προσμένει

Θεριεύει ο γίγαντας τώρα Λαός
Και σπάει δεσμά κι αλυσίδες
Αιώνια η μνήμη σε σας, αδελφοί
Στον τίμιο που πέσατε Αγώνα...

https://www.youtube.com/watch?v=NQ2df3F35F0

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Δυο παιδικά δάκρυα μες στη βροχή

Φυσικά έπρεπε να προσέξω, να βάλω τουλάχιστον σε τάξη όλη
αυτήν την ατέλειωτη βροχή ή έστω να κοιτάξω με περισσότερη
αυτοπεποίθηση το μέλλον, γιατί χωρίς να το καταλάβουμε έρχεται
κάποτε η κρίσιμη ώρα.
A “crying boy” painting for sale outside an antiques store in Edinburgh.
ALAN WILSON/ALAMY

Και καμιά φορά οι κουρτίνες ανεμίζουν κάνοντας σινιάλο σε
κάποιον μακριά (σ’ αυτόν που δε θα μάθουμε ποτέ τι θέλει) – οι
τύψεις από μια βρόμικη αμαρτία φτιάχνουν τη νύχτα έναν πόνο
πάναγνο, ώσπου σιγά-σιγά ο κίνδυνος γίνεται πολύ οικείος για
να σε προφυλάξει απ’ τον εαυτό σου, όπως αυτή η αχρηστεμένη
σιδηροδρομική γραμμή που διασχίζει τα παιδικά σου χρόνια και
χάνεται στο άπειρο.
Ω παιδικά απογέματα, όταν στεκόσουν με το μέτωπο στο τζάμι,
σχεδόν φευγάτος, τόσο που η μητέρα τρόμαζε μπαίνοντας, γιατί
εκεί που είχες πάει ήταν πολύ μακριά κ’ ίσως ακόμα να μην έχεις
βρει το δρόμο να γυρίσεις.
Κ’ ύστερα συναντήσεις στη σκάλα με ανθρώπους που πέθαναν ή
που θα πεθάνουν σε λίγο – πράξεις που έμειναν χρόνια ανεξιχνία-
στες κι άξαφνα εξηγήθηκαν με μια λέξη που ακούσαμε τυχαία σ’
έναν δρόμο, τη νύχτα, «γύρισε, είναι αργά…»
Νυχτερινά απρόοπτα, φώτα μακρινά, ζητιάνοι ακίνητοι σαν χι-
λιομετρικοί δείχτες να δείχνουν πόσο αργοπορημένοι είμαστε ακό-
μα, γέφυρες που σε περνάνε δίχως οίκτο μέσ’ απ’ το φεγγαρόφωτο
κι αυτή η νοσταλγία μας για κάτι που ποτέ δεν υπήρξε – αχ, όλες
οι ευτυχίες ήταν προορισμένες για σένα, αλλά από μια παρανόηση
ή απρονοησία είχες κατέβει στην προηγούμενη στάση.
Και συχνά σκεφτόμουν ότι ήθελα να μαζέψω τόσα ενθύμια να
μη σέρνονται μέσα στο σκοτεινό παρελθόν – και γενικά είναι κάτι
που δε θα το εξομολογηθούμε ποτέ κ’ ίσως αυτό είναι το πεπρω-
μένο.
Υγροί στοιχειωμένοι δρόμοι όπου διαβαίνουν τα φαντάσματα
της μέρας, πρόσωπα μιας άλλης ζωής που θα γνωρίσουμε κάποτε
-εξάλλου τι φταίω αν απέτυχα, οι μέρες ήταν τόσο σύντομες, τόσο
αφιλοκερδή τα βράδια και τώρα είναι πια αργά- ε, και λοιπόν;
αυτή η αίσθηση της αποτυχίας μας ακολουθεί χρόνια , δίνοντας
έναν αέρα μυθιστορηματικό στην ασήμαντη ζωή μας, σαν τη μικρή
υπηρέτρια που έκλαιγε όταν της χαϊδεύαμε το στήθος, μα τώρα
που πέθανε έρχεται κάθε Χριστούγεννα στον ύπνο μας και μας
εύχεται χρόνια πολλά.
Κι όπως νύχτωνε, τα γαβγίσματα των σκυλιών απομακρύνανε
τις κοινοτοπίες της μέρας, ενώ οι φτωχοί πήγαιναν μ’ ένα ύφος
ένοχο σαν μόλις να ΄χαν κλέψει μια μεγάλη σημασία.

Συλλογή: «ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ: Αργοπορημένες αμοιβές», 1985
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 229-230

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Μενέλαος Λουντέμης: Στον Ναζίμ Χικμέτ — «Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας / Ήταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας / Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ' ακούσουμε.»

Γραμμένο στη Μακρόνησο, από τον Μενέλαο Λουντέμη 
για τον Ναζίμ Χικμέτ
Ναζίμ Χικμέτ, αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης.
Σ’ άκουσα που βόγκηξες εψές για την Ελλάδα.
Ήταν νύχτα ώρα πικρή. Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας.
Ήταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας.
Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ’ ακούσουμε.
Να σ’ ακούσουμε –απ’ το μικρό μπουντρούμι της Σταμπούλ-
Να βογκάς μες σ’ όλα τα μπουντρούμια του κόσμου.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω.
Τώρα που μου στένεψαν τον κόσμο.
Τώρα που γεύτηκα της αλυσίδας τη σκουριά.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω:
Πως στο δεξί βραχιόλι της χειροπέδας μου
αισθάνομαι το χέρι το δικό σου.
Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου.
Μας έφτασε απρόσμενα το γράμμα σου εδώ χτες βράδυ.
Σαν ένα πουλί που έφυγε απ’ το κλουβί του.
Σαν ένα χέρι που ανέβηκε από τα κύματα.
Το διαβάσαμε, ριγώντας συλλαβιστά,
κάτω απ’ το γιαταγάνι του μισοφέγγαρου.
Και πήραμε τον όρκο:
Να σου κεντήσουμε στο ρούχο
τη στάμπα του Μακρονησιώτη.
Και να σε κράξουμε επίτιμο μάρτυρα και συντοπίτη μας.
Η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ, Ναζίμ.
Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα.
Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί.
Πώς ήρθε και μας βρήκε το χαρτί σου;
Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτε, ποτές –
παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες.
Πώς βρήκε τη στράτα το χαρτί σου;
Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου, αρκαντάς,
δεν εματάγινε ποτές, αλλού, στη σφαίρα,
κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γροικιέται. Μοναχά
τούτο σου λέω, Ναζίμ: Τα μωρά,
τα μωρά που δεν έκλαψαν ποτέ γι’ άλλον κανένα
παρά για τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τα μωρά έβαλαν από τις κούνιες τους το μοιρολόι,
για τα μεγάλα πάθη των γονιών τους.
Τούτο μονάχα σου λέω, αρκαντάς. Και θα ‘θελα να ξεφωνίσω.
Μα το κερί μου γέρνει στο σαμαντάνι το κεφάλι του,
και κλαίει για τον εαυτό του.
Τώρα καληνύχτα, Ναζίμ. Κι αύριο που θα φέξει,
Κι εγώ θα ξεντυθώ τα σίδερα,
θα ‘ρθω να σε βρω.
Θα πάρω το βαπόρι της γραμμής.
και θα ‘ρθω στη Σταμπούλ να σ’ ανταμώσω.
Και συ, θα δεις απ’ το κατάστρωμα το μαντήλι μου
και θ’ ανέβεις να με καλωσορίσεις.
Και τότε, θα πιαστούμε αδελφικά
και θα σεργιανίσουμε στα χώματα που γεννήθηκα.
Κι αν έχεις μάνα. Αν έχεις μάνα, αρκαντάς,
θα σκύψω να της φιλήσω το χέρι,
που ‘φερε στη ζωή τον αδελφό που μου ‘λειπε.
Κι αν έχεις αδελφό,
θα του ζητήσω να μου δανείσει τ’ όνομά του.
Κι αν έχεις γιο.
θα βάλω στη χούφτα του το χέρι της κορούλας μου.
Κι αν δεν έχεις τίποτα ...
αν δεν έχεις τίποτα, αρκαντάς, τίποτα.
Τότες θα σου δείξω τα Τουρκάκια.
που ιδρώνουν στο μουράγιο/
Μ’ έναν ίδρο συγγενικό.
Τις μητέρες που ανεβαίνουν λυπημένες τον ανήφορο.
Τα παιδάκια που ξυλιάζουν έξω απ’ τις βιτρίνες.
Θα σου δείξω τις χιλιάδες μητέρες, τους αδελφούς –
και τα παιδιά μας.
Και θα δώσουμε μαζί τον όρκο της Ακοίμητης Οργής:
Πως δεν θα γελάσουμε ποτές, αν δεν γελάσουνε μαζί μας.
Πως δεν θα τραγουδήσουμε ποτές,
αν δεν τελειώσουνε τα δάκρυα του κόσμου.
Μα τώρα, συχώρα με, αρκαντάς. Σιμώνει ο σκοπός.
Και το κερί μου πέθανε στην πέτρα του. Ψηλά η ζωή!
Σε χαιρετώ με την ιαχή της Μακρόνησος.

Ο αδελφός σου
Μενέλαος Λουντέμης.
 

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης — Αστραπόγιαννος

Ary Scheffer-Young Greek Defending his Wounded Father (1827)- Μουσείο Μπενάκη
«Λαμπέτη, ἐδείλιασα!... Τὰ σώθικά μου
ἄσπλαχνο ἐθέρισε βόλι, πικρό.
Νεκρὰ στὸ σκάνδαλο τὰ δάχτυλά μου
βλέπεις ἐπάγωσαν... Δὸς μου νερό...

»Λαμπέτη, ἐσβύστηκα!... Ὥραν τὴν ὥρα
φεύγ' ἀνυπόμονη, πετᾷ ἡ ψυχή.
Στὰ κρύα τὰ χείλη μου στέκεται τώρα·
σκύψε καὶ πιέ τηνε μ' ἕνα φιλί.

»Λαμπέτη, χόρτασε τὴ δύναμή μου.
Μέσα στὰ στήθια σου θέλω ναὐρῶ
στερνὸ λημέρι σου, θέλω ἡ πνοή μου
ναὐρῇ στὰ σπλάχνα σου τὸν οὐρανό.

»Μόχτα κ' ἐπλάκωσαν σὰν ἄγριοι σκύλοι
γιὰ τὸ κεφάλι μου... τὶ καρτερεῖς;...
Φορτώσου τἄρματα, τὸ καρυοφύλλι,
κόψε με γρήγορα... μὴ μ' ἀρνηθῇς.

»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε μὲ χῶμα
τὸ γιαταγάνι σου, κ' εἶναι θολό...
Πῶς κλαῖς;... τί δέρνεσαι;... Τρίψε το ἀκόμα...
Μὴν τρέμεις... ζύγωσε... Δὸς μου νὰ ἰδῶ.

»Τὸ αἷμα τ' ἄπιστο μὲ τὸ δικό μου
δὲ θέλω ἐπάνω του νἀνταμωθῇ,
φαρμάκι ἀγλύκαντο μὲς στὸ λαιμό μου
δὲ θέλω σύντροφο κάτου στὴ γῆ.

»Χτύπα, Λαμπέτη μου!... Ἅπλωσε, πιάσε,
σφίξε στὰ δάχτυλα τἄσπρα μαλλιά...
Τὰ χέρια ἐσταύρωσα... Μὴ μὲ φοβᾶσαι...
Κόψε με... πάρε με στὴν ἀγκαλιά.»

Ὁλόρθο ἐπέταξε τἄξιο λεπίδι,
τἀγέρι ἐξέσχισε, παίρνει φτερό,
ἄστραψ', ἐσφύριξε γοργὸ σὰ φίδι,
τὸ δέντρο ἐλύγισε στὴ γῆ νεκρό.

Βαρειὰ σταράζει φοβερὴ στὸ χέρι τοῦ Λαμπέτη
ἡ κάρα τ' Ἀστραπόγιαννου. Τὸ μάτι ἀνταριασμένο
τοῦ σκοτωμένου τρεῖς φοραῖς ἀνεβοκατεβαίνει
καὶ βασιλεύει σκοτεινό. Στὸ μέτωπό του ἡ νύχτα
ἄλο σημάδι ὀπίσω της παρὰ στ' ἀχνὸ τὸ στόμα,
σὰ μιὰν ἀχτίδα φεγγαριοῦ στὸ μάρματο τοῦ τάφου,
ἕνα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένο
στοῦ γέροντα τἀρματωλοῦ τὰ κάτασπρα τὰ γένεια.

Σπρώχνει στὴ θήκη κόκκινο τὸ γιαταγάνι ὁ κλέφτης,
κι' ἁρπάζει τὸ δισάκκι του! Στὴ μιὰ μεριὰ φορτώνει
τὸ κριθινό του τὸ ψωμί, στὴν ἄλλη ματωμένο
τὸ λείψανό του τἀκριβό. Τὸ δάχτυλό του βάφει
στὸ αἷμα, πἄφριζε στὴ γῆ, σταυρώνει τὸ κουφάρι
καὶ χάνεται στὴ λαγκαδιά... Καπνὸς ὁ πεζοδρόμος.

Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι
πενῆντα Λιάπιδες τὸν κυνηγοῦν.
Ὁ ἴσκιος ἔφευγε, πετᾷ, διαβαίνει...
Ἡ νύχτα ἐπλάκωνε, λυσσομανοῦν.

Στὴ ράχη ἐμαύρισε σὰ συγνεφάκι...
Ἀδειάζουν τἄρματα... στέκουν νὰ ἰδοῦν.
Βροχὴ τὰ βόλια τους, μὲς στὸ δισάκκι
τὸν Ἀστραπόγιαννομψόφια χτυποῦν.

Ὁ κλέφτης ἄνοιξε τὸ πάτημά του,
πηδᾷ χαλάσματα καὶ λαγκαδιαῖς,
παίρνει τὸ λείψανο στὴν ἀγκαλιά του...
Κάλλιο στὴν πλάτη του χίλιαις βολιαῖς.

Ἀγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι
τὴ σάρκα τὤτρωγαν, ὅθε διαβῇ.
Τὸ αἷμα του ἔβαψε τὸ μονοπάτι,
ἐμπρὸς τρισκότειδο καὶ πίσω ἐχθροί.

Στὸ χιόνι ἐβάλτωνε τὸ παλληκάρι
τὴ γλῶσσα τὤφρυγε δίψα σκληρή,
νύχτα θεότυφλη χωρὶς φεγγάρι
καὶ δὲν ἀπόσταινε, πάντα πατεῖ.

Περνοῦν μεσάνυχτα κ' ἡ πούλια σβυέται,
τὰ πλάγια ἀσπρίζουνε, σιμών' ἡ αὐγή.
Στέκει... ἀκουρμαίνεται... δὲν ἀγροικιέται
κανένα πάτημα... παντοῦ σιγή.

Ξυπνοῦν ἡ πέρδικαις στὸ χαραμέρι...
Στὸ λόγγο ἐρρίχτηκε, γύρω θωρεῖ...
Γνωρίζει ἀνέλπιστα παληὸ λημέρι,
τὴ βρύσι ἐξάνοιξε, πὤτρεχ' ἐκεῖ.

Πάλ' ἁκουρμαίνεται... γέρνει ταὐτιά του,
πέφτει τἀπίστομα, τὴ γῆ ρωτᾷ...
Χτύπο δὲν ἄκουσε... Μόν' ἡ καρδιά του
μέσα στὰ στήθια του βαρεῖ, πετᾷ.

Τοῦ φάνηκε ὅτι ἐξέφυγε... Ἐμέτρησ' ἕνα ἕνα
τἄρματα τ' Ἀστραπόγιαννου, δὲν ἔχασε κανένα
τὸ μαῦρο τὸ κλεφτόπουλο στὸ φοβερό του δρόμο.
Σιμὰ στὴ βρύσι ἐκάθισε, κατέβασε ἀπ' τὸν ὦμο
τὸ ἔρμο τὸ δισάκκι του... Τὸ μάτι του ἔχει ἀντάρα...
Ἁπλώνει μὲς στὸ σάβανο τὸ χέρι μὲ λαχτάρα...
Σφίγγει τὰ κρύα τὰ μαλλιά... Ὁ νοῦς του ἀνεμοζάλη...
ξεσέρνει τὸ κεφάλι.

Μ' ἀνατριχίλα τὸ θωρεῖ. Στὰ χόρτα τὸ καθίζει,
παίρνει στὴ φούχτα τὸ νερό, τὸ νίβει, τὸ χτενίζει,
ζερβιὰ τοῦ βάνει τὸ σπαθί, δεξιὰ τὸ καρυοφύλλι,
πλένει τὸ στόμα τὸ βουβὸ καὶ στὰ νεκρὰ τὰ χείλη
βρίσκει ὁ Λαμπέτης ἄσβυστο, σὰν νἆταν πετρωμένο,
τοῦ γέρου τὸ χαμόγελο γλυκ' ἀποκοιμισμένο.
Τότε ἐξαλάφρωσε ἡ καρδιά, τότε ἕνα δάκρυ πέφτει
στὸ πρόσωπο τοῦ κλέφτη.

Ἔνοιωσ' ὅτ' εἶχε τὴν εὐχὴ τἀρματωλοῦ μαζί του
καὶ ξεσυγνέφιασε μὲ μιᾶς ἡ θολερὴ ψυχή του.
Τοῦ φάνηκε ὁλοζώντανος ἐκεῖ μὲ τἄρματά του
ὁ γέροντάς του νηστικὸς ὅτ' ἔστεκε σιμά του.
Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τὴ φτέρη ξεφυλλίζει,
παίρνει ἕνα κρίθινο ψωμί, στὴ μέση τὸ χωρίζει
καὶ τὴ μιὰ σφήνα ἀπὸ ταῖς δυὸ τὴ δίνει στὸ κεφάλι
κι' αὐτὸς κρατεῖ τὴν ἄλλη.

«Ξύπνα, Ἀστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει,
γιατί ἐκοιμήθηκες τόσο βαρειά;
Ξύπνα, ὁ Λαμπέτης σου γλυκὰ σὲ κράζει
νὰ ἰδῇς τὰ φράξα σου, τὰ κρύα νερά.

»Τὰ μάτια ἄνοιξε, ψυχοπατέρα,
νὰ ἰδῇς πού σ' ἔφερα σὲ μιὰ βραδειά.
Μὲς στὸ λημει σου μ' ηὕρηκ' ἡ μέρα,
τὤχω, Ἀστραπόγιαννε, κρυφὴ χαρά.

»Θυμᾶσαι; ἀνήλικο μ' εἶχε πετάξει
στὸν δρόμο ἡ μοῖρά μου, μικρό, μικρό,
τὴ μάννα οἱ ἄπιστοι μοὔχανε σφάξει,
στὸ λόγγο ἐκρύφτηκα γυμνό, ὀρφανό.

»Ἐδῶ ἐπρωτώρθαμε... Μ' ἀκοῦς, πατέρα;...
Ἐδῶ μ' ἀνάστησες νεκρό, φτωχό.
Ἐδῶ μὲ πότισες δροσιὰ κι' ἀγέρα,
μ' ἔκανες ἔλατο, πατέρα, ἐδῶ.

»Πρῶτος σὺ μὤδειξες τοῦ ἐχθροῦ τὴν ὄψη
καὶ σὺ μ' ἐβάφτισες μὲς στὴ φωτιά.
Ποιός νὰ σοῦ τὤλεγε πὼς θὰ σὲ κόψῃ
τὸ χέρι πὤμαθες νὰ πολεμᾷ;

»Ξύπν', Ἀστραπόγιαννε, καὶ κύτταξέ με,
φάγε μ' ἐμένα λίγο ψωμί,
φόρεσε τἄρματα, χαιρέτησέ με,
ξύπνα, ζωντάνεψε κ' ἦρθ' ἡ αὐγή.

»Ἐσὺ ἐπρωτόδινες ψηλὰ στὸ βράχο
τὸ καλημέρισμα στὸν ἀητό,
σὺ πρῶτος ἔδειχνες σ' ἐμέ, στὸ Ζάχο,
τὸ γλυκοχάραμμα στὸν οὐρανό.

»Τότ' ἐξεφύτρωνες σὰν κυπαρίσσι
στὰ καταρράχχια μας τρομαχτικό,
τὸν ἴσκιο σου ἔστενες νὰ φοβερίσῃ
κάτω τὰ Σάλωνα... καὶ τώρα ἐδῶ.

»Ὁ Ζάχος ἔπεσε... κ' ἦταν γραμμένο
ἐγώ, Ἀστραπόγιαννε, πάλ' ὀρφανό,
τὸ ξυλοκρέββατο γιὰ σὲ νὰ γένω,
γιὰ σέ, πατέρα μου, γῆ νὰ ζητῶ.»

Κ' ἐκεῖ ποὺ ὁ δύστυχος μοιρολογοῦσε
μὲ μιᾶς αὐτιάζεται... κ' ἕνα σκυλὶ
μακρὰ τοῦ φάνηκε σὰν κι' ἀλυχτοῦσε,
κούφια σὰν κι' ἄκουσε ποδοβολή.

Τὰ δέντρα ἐσείστηκαν, τὰ χαμόκλαδα·
σκιασμένα ἐπρόβαιναν συχνὰ συχνὰ
πλατώνια, ἀγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια...
Μὴν ἐπαγάνιζεν ἡ Λιαπουριά;...

Σκύφτει, ἀκουρμαίνεται... σιμών' ἡ ἀντάρα...
Τοὖβραν τὸ πάτημα στὸ χιόνι οἱ ἐχθροί.
Ἁρπάζει τἄρματα, κρύβει τὴν κάρα,
πετᾷ, ἀναλήφτηκε σὰν ἀστραπή.

Τρέχει ἐδῶθ', ἐκεῖθε γέρνει
ἡ ἔρμη φτέρνα στὸ βουνό,
μαῦρο κῦμα ἀνεμοδέρνει
καὶ δὲ βρίσκει ἕνα γιαλό,

Τὸν ἐπῆρε γι' ἀγωγιάτη
Χάρος ἄγρυπνος, σκληρός...
Σαλαγάει, βαρεῖ τὴν πλάτη
πάντα πίσω του ὁ νεκρός.

Στὸ τυφλὸ τὸ παίξιμό του
μὲς στὴ φοῦχτά του ἁρπαχτά
γιὰ νὰ βρέξῃ τὸ λαιμό του
πίνει πάχνη καὶ περνᾷ.

Τὸν ἐθέριζε ἄγρια πεῖνα
καὶ δὲν ἔχει ἄλλο ψωμί...
Στὸ σακκί του μέν' ἡ σφῆνα
τ' Ἀστραπόγιαννου ξερή.

Στἀχαμνὰ τὰ δάχτυλά του
τὴν ἐπῆρε μια φορά...
Θολωμέν' εἶν' ἡ ματιά του
καὶ τὰ χείλη του ἀνοιχτά.

Ὅλος ἔτρεμε... στὸ στόμα
τὴν ἐζύγωσε σκιαχτά...
Δὲν ἁμάρτησε, ὄχι ἀκόμα...
Ἀναστέναξε βαρειά.

Μὲ μιᾶς τὤφυγ' ἕνα δάκρυ,
τὴν ἐφλησε γλυκά,
καὶ στὸν κόρφο σὲ μιὰν ἄκρη
τὴν ἐχώνασε βαθειά.

Πόσαις μέραις καὶ ποῦ τρέχει
Πόσαις νύχταις δὲ μετρᾷ,
μέσα ὁ νοῦς του πάντα βρέχει
στὴν ψυχή του συγνεφιά.

Μὲς στὸ λόγγο ἄν σταματήσῃ
γιὰ νὰ πάρῃ ἀνασασμό,
κἄποιος λύκος θὰ χουμίσῃ
γιὰ ν' ἁρπάξῃ τὸ νεκρό.

Καλιακούδαις καὶ κοράκοι
τὸ κεφάλι κυνηγοῦν,
μὲ τὰ νύχια ἀπ' τὸ δισάκκι
νὰ τὸ κλέψουν πολεμοῦν.

Ἀνδρειεύεται ἡ καρδιά του,
τρὲχει ἀκόμη λίγο ἐμπρός,
μιὰ κρυφὴ βρίσκει σπηληά,
μέσα ρίχνεται ὁ φτωχός.

Ξεφορτώνεται, δειλιάζει,
γέρνει ἀναίσθητος στὴ γῆ,
κλεῖ τὰ μάτια του, πλαγιάζει
καὶ τὸ λείψανο κρατεῖ.

Κ' ἐκεῖ ποὔτανε θαμμένος
μὲς στοῦ ὕπνου τὴν νυχτιά,
στὸ πλευρό του ὁ σκοτωμένος
ἀνταριάζεται, ξυπνᾷ.

Στέκει ἐμπρός του... Τὰ δυὸ μάτια,
κούφια χάσκουνε πλατειά.
Πέφτ' ἡ σάρκα του κομμάτια,
τὰ δυὸ χείλη λαγκαδιά.

Τὸ γλυκὸ χαμόγελό του
λίγο λίγο εἶχε σβυστῆ
καὶ περνοῦν στὸ μέτωπό του
μαῦρα γνέφη ἐδῶ κ' ἐκεῖ.

«Παιδί μου, ἐγέρασε τὸ λείψανό μου
τόσα μερόνυχτα χωρὶς ταφή,
ὁ Χάρος ἔφαγε τὸ πρόσωπό μου·
δός μου, Λαμπέτη μου, μιὰ φοῦχτα γῆ.

»Κάτου στὰ Σάλωνα, ξεψυχισμένος
ὁ ἐχθρὸς ἐφώλιασε μακρὰ ἀπ' ἐδῶ·
ξυπνά, Λαμπέτη μου, κι' ἀποσταμένος
θέλω στὸ μνῆμά μου νὰ πάω κ' ἐγώ.

»Βλέπεις μυρίστηκαν τὸ σκοτωμό μου
ὄρνεια ἀνυπόμονα, μαῦρα πουλιά,
πρὶν μὲ ξεσχίσουνε στὸ σάβανό μου,
παιδί μου, κρύψε με στὴ γῆ βαθειά.

»Τώρα ποὺ ἐκόρνιασαν κι' ὁλόγυρά μου
σκοτάδι τρίδιπλο μὲ πλημμυρεῖ,
πάρ' τὸ δισάκκι σου, πάρ' τ' ἄρματά μου,
ξύπνα νὰ φύωμε πρὶν ἔρθ' ἡ αὐγή.

»Θέλω τὸ χάραμμα, πὤβγαινε πρῶτο
καὶ μοῦ καμάρωνε τὴ λεβεντιά,
τἀγέρι, πὤτρεχε χνῶτο μὲ χνῶτο
καὶ μοῦ ζωντάνευε τὰ σωθικά.

»Ἡ ἀριαῖς, τὰ πεῦκά μου, τὰ κρύα νερά μου,
θέλω, Λαμπέτη μου, νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν,
νὰ μὴ γνωρίσουνε τὴν ἀσχημιά μου...
Ἔλα νὰ φύγωμε, μὴν πικραθοῦν.

»Τώρα ποὺ μ' ἔφερες ὡς τὰ Παλάτια,
σκάψε τὸ λάκκο μου σ' αὐτὴν τὴ γῆ.
Ἐδὼ δὲ φτάνουνε τοῦ ἐχθροῦ τὰ μάτια
δὲν ἀνεβαίνουν παρὰ ἀητοί.

»Λαμπέτη, χῶσέ με μὲ τἄρματά μου
ὁλόρθα, στῆσέ τα, δεξιὰ ζερβιά.
Νἆναι στὸ μνῆμά μου κεροδοσά μου,
πρωτοπαλλήξαρα στὴν ἐρημιά.

»Κι' ὅταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσῃς,
ἔβγα στὸ Τρίκορφο γοργά, γοργὰ
νὰ πῇς πὼς σ' ἔστειλα νὰ πολεμήσῃς
πὲς χαιρετίσματα στὴν κλεφτουριά.

»Ἐχτὲς ἐπιάστηκε κ' ἐκεῖ τουφέκι,
στὸν ὕπνο βμου ἄκουσα τὸ βογγητὸ
ἐγὼ ἀποσβύστηκα κι' ἀστροπελέκι,
Λαμπέτη, μὤμεινες ἐσὺ στερνό.

»Μὴ μοῦ πικραίνεσαι, κ' εἶναι γραμμένο
μ' ἐμένα γρήγορα νἀνταμωθῇς,
τρέχα, πολέμησε καὶ σὲ προσμένω
στὸ μνῆμά μου ἄλυωτος ὅσο νἀρθῇς.»

Ξυπνᾷ, ἀλαφιάζεται, ὁ νοῦς του ἀνάφτει,
βουβὸς ἐπέρασε μιὰ λαγκαδιά.
Βρίσκει ἕν' ἀπόγωνο, τὸ χῶμα σκάφτει
τὰ χείλη ἐπέτρωσαν, πάντα βουβά.

Τὸ νύχι αἱμάτωνε μὲς στὸ στουρνάρι
ἔχωσε τἄρματα καὶ τὸ ψωμὶ
στὸ λείψανο ἔστρωσε χλωρὸ γλυπάρι,
τὸ μνῆμα ἐσφράγισε, σκύφτει, φιλεῖ.

Βαστᾷ τὸ δάκρυ του, τὸ καταπίνει,
δὲν ἐξανάσαινε μὴν προδοθῇ·
κυττάζει ὁλόγυρα, πετιέται, χύνει,
τρέμει στὸν πόλεμο μὴ δὲ βρεθῇ.

Βλέπει τὸ Τρίκορφο, σφίγγεται, φτάνει,
τὸ λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό.
Σέρνει στὰ δόντια του τὸ γιαταγάνι,
ρουφᾷ ἀνυπόμονα φλόγα, καπνό.

Ποῦθε νὰ πλάκωσε παρόμοια ἀντάρα,
παρόμοιος σίφουνας, ὁ ἐχθρὸς ρωτᾷ.
Τὸ χέρι ἐδούλευε καὶ βουβαμάρα
πάντα τὰ χείλη του κρατεῖ κλειστά.

Χάρος ἀνέλπιστος περνᾷ, θερίζει,
ἀναστηλώθηκε κ' ἡ κλεφτουριά.
Ρυάζετ' ἡ Ρούμελη στὸ μετερίζι,
ρίχνεται, πίσω του παύει ἡ φωτιά.

Δὲν τὸν ἐπρόφταιναν... Τὸν ἀνακράζουν,
δέν ἀποκρένεται, διαβαίνει ἐμπρός.
Τὰ χέρια του ἄκοπα χτυποῦνε, σφάζουν,
σκορπᾷ, ἀνταριάζεται, φεύγει ὁ ἐχθρός.

Στὸ δρόμο του ἄξαφνα τοῦ λυέται ἡ χαίτη,
στὴν πλάτη ἀνέμισε σὰ δυὸ φτερά·
τότε τοῦ φώναξαν - «Στάσου, Λαμπέτη,
ἄφησε κ' ἕνανε γι' ἄλλη φορά.»

Κι' αὐτὸς δὲν ἔνοιωθε ποιός τόνε κράζει,
πάντα ἐσαλάγαγε τὴ Λιαπουριά,
τἀγέρι ἐθόλωσε, ξεμοναχιάζει...
Ἄστραψ', ἑμβρόντησε μιὰ πιστολιά.

Τὸν ἐλαβώσανε... Στὸ χῶμα γέρνει,
τὸ βόλι ἐχώνεψε μὲς στὰ πλευρά.
Πέφτι τἀπίστομα, σιμὰ ξεσέρνει,
σὰ φίδι κρύβεται μὲς στὰ κλαριά.

Ἔβοσκε ὁ θάνατος τὰ σώθικά του
κ' ἐκεῖνος ἔτρεχεν ὁλονυχτίς,
πατεῖ, σωριάζεται σβυέτ' ἡ καρδιά του...
Ποὖσ', Ἀστραπόγιαννε, νὰ τόνε ἰδῇς;...

Διαβαίνει ἀνήφορους καὶ μονοπάτια,
βράχους ἀπάτητους, νεροσυρμαίς,
ἐξημερώθηκε μὲς στὰ Παλάτια,
ἐψυχομάχησε χίλιαις φοραῖς.

Τὸ μνῆμα ἐπρόσμενε... Λιγάκι ἀκόμα
νὰ φτάσῃ τὤλειπε... πετιέται ὀρθός,
πηδᾷ, ἀνδρειεύεται... τὸ ἔρμο χῶμα
σφίγγει στὰ δόντια του, πέφτει νεκρός.

Τὸ βράδυ ἀνέλπιστα πιάνει τὸ χιόνι
κι' ὁ τάφος κρύβεται βαθειὰ βαθειά,
λὲς κ' ἐσαβάνωσαν σ' ἕνα σεντόνι
τὰ δυὸ τὰ λείψανα σφιχτὰ σφιχτά.

[1867*]
Ο Γιάννος «Αστραπόγιαννος» ήταν Έλληνας αρματωλός του 18ου αιώνα, κυρίαρχος της Δωρίδας. Άκμασε για πολλά χρόνια (1760 - 1782), και έγινε αντικείμενο λατρείας από τους υπόδουλους Έλληνες ως λαϊκός ήρωας, τιμωρός των Τούρκων, και ελευθερωτής. Η λαϊκή παράδοση τον θέλει γενναιόδωρο με τους φτωχούς και ανελέητο με τους ισχυρούς. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε ποίημα για τον Αστραπόγιαννο.

Ο Γιάννος καταγόταν από την Αγία Ευθυμία Φωκίδας. Αρχικά ήταν πολεμιστής υπό τη σημαία των αδελφών Λάμπρου και Μήτρου Τσεκούρα, αργότερα του Βλαχαρμάτα Βέργου. Λόγω της ανδρείας του, αναγνωρίστηκε ως ο Αρχηγός της δικής του ομάδας πολεμιστών, με την οποία τρομοκράτησε τους Τούρκους. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να του παραχωρήσουν το αρματωλίκι της Δωρίδας.
Όταν ο Οθωμανός δερβέναγας των Σαλώνων Μίρτζας βίασε μία γυναίκα από την επικράτεια του Αστραπόγιαννου, ο Γιάννος εξεστράτευσε εναντίον του Μίρτζα και κατέσφαξε αυτόν και όλους τους οπλοφόρους του.
Μετά από χρόνια στο αρματωλίκι και πολλές νίκες, βρήκε τραγικό θάνατο σε μάχη με τους Τούρκους στα Παλάτια της Δωρίδας. Είχε πληγωθεί θανάσιμα μετά από προδοσία, και διέταξε τον σύντροφό του Λαμπέτη να τον σκοτώσει, για να μην πέσει από χέρι Τούρκου.