Σελίδες

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Συμφωνία αρ. 1 (IV - απόσπασμα)
«Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη
σημαία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη -/απ' τη ζωή.»

La Capanna del Silenzio saved to Vasilij Kandinskij
“La vita colorata”, 1907
Α, ζωή
κάθε μέρα και πιο παράφορη και πιο σπαραχτική και πιο μάταιη
και πιο απέραντη
γκρεμίζοντας τις πόλεις, τις φιλίες, τους πλανήτες,
χωρίζοντας τα στόματα των ερωτευμένων και των παιδιών από το
μητρικό βυζί
και σμίγοντας ξάφνου όλες τις πληγές σε ένα μοναχικό τραγούδι
συντρίβοντας τα όνειρα και πάνω απ' την πικρή τους στάχτη
ανάβοντας, σαν ένα γαλαξία, ετούτη τη φτωχή πραγματικότητα
γενναίοι, δειλοί, ηλίθιοι, μεγαλοφυΐες, πόρνες, άγιοι, άρχοντες,
ζητιάνοι
τ' όνειρο ενός παιδιού και χίλιες ερειπωμένες δόξες,
απέραντες στρατιές νικητών και μισό σαπισμένο μήλο
ζυγίζοντας το ίδιο στη σιωπηλή παλάμη της αιωνιότητας  -
κυλάει κυλάει
μες απ' τη χιονοθύελλα του χρόνου και την ειρήνη των νεκρών
μες απ' τους καταρράκτες των αστερισμών, τα λίκνα, τις
θρησκείες, τα λαγόνια, τους λυγμούς
μες από τα τσεκούρια, τις μητέρες, τους βορβούς, τις δόξες,
τη χολέρα, τον εγωισμό,
μες απ' τα ηλιακά συστήματα και τις ταπεινές λαϊκές λάμπες
ανανεώνοντας τους έρωτες και τα καλαμπόκια και τα εγκλήματα
και τους πολικούς αστέρες
ακατανίκητη, ανεξιχνίαστη, αναπότρεπτη, ανεξάντλητη, ανένδοτη,
ασυγκράτητη
κυλάει, κυλάει...
Και πηγαίνετε να πεθάνετε, εσείς που πρέπει να πεθάνετε.
Όπως πεθαίνει το κλήμα για να γεννηθεί το τραγούδι και
τ΄ όνειρο κ’ η γιορτή.
Αν φοβηθείτε εσείς, η ζωή είναι αναρίθμητη κι άλλους θα στείλει
να την υπερασπίσουν.
Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη
σημαία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη -
απ' τη ζωή.
Και πηγαίνετε να ξεχαστείτε, εσείς που πρέπει να ξεχαστείτε.

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Νικηφόρος Βρεττάκος — Παράκληση γιά συγγνώμη / «ἂν λύγισα,/ἂν ἔφυγα, γείτονα,/σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσεις.»

Βαρλάμος Γιώργος - Κυκλάμινα, 2003
Κύριε!
Γείτονα!
Ἄνοιξε γείτονα!
Ἄν τυχὸν καὶ παραπονέθηκα
σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσεις.
Ἂν εἶπα, ἂν ἔκλαψα, ἂν ζήτησα ἀγάπη,
ἂν χάϊδεψα τῶν παιδιῶν μου τὰ χέρια
σὰν κάτι δικό μου,
ἂν δὲν στάθηκα ὅσο
περήφανος θἄπρεπε μέσα στὴ γύμνια μου,
ἂν εἶπα στὸν ἥλιο πὼς τίποτα
δὲν τοῦ χρωστάω –
σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσεις.
Κι ἂν θαρρεῖς πὼς δὲν τ’ ἄξιζα
ξέχασέ με ὣς τ’ ἀπόβραδο σὰν
τὰ πουλιὰ ποὺ περνᾶνε,
σὰν τὰ σύννεφα τ’ οὐρανοῦ
ποὺ δὲν τὰ βρίσκει τ’ ἀπόγευμα,
σὰν τὴ χλόη ποὺ μαραίνεται
καὶ δὲν τὴ θυμάται
κανεὶς πιὰ τὴν ἴδια.
Σβύσε τὰ ἴχνη μου. Σβύσε τοὺς στίχους μου
ποὺ σημαδεύουν τὸ πέρασμά μου. Δὲν τὄθελα.
Ἡ ψυχή μου φουρτούνιαζε καὶ τότες δὲν ὅριζα
τὸ χέρι μου, Κύριε! Κι ἂν
τυχὸν καὶ δὲν κράτησα
τὸν πόνο σου ὄμορφα
πάνω στὸν ὦμο μου,
ἂν τρέκλισα κάτω ἀπ’ τὸ βάρος του,
ἂν λύγισα,
ἂν ἔφυγα, γείτονα,
σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσεις.

Από το Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, 1957

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Εκείνο / «Γι' αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει....»

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση
απ' τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μιά μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε από 'να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.

Γι' αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο·

εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
«ΠΟΙΗΜΑΤΑ» 1958-1964

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Τάσος Λειβαδίτης — Φυσάει Στα Σταυροδρόμια Του Κόσμου

Παγωνιά
φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ’ αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους
φυσάει
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ’ τις γέφυρες
φυσάει μες απ’ τ’ αχαμνά σκέλια των κατάδικων που
σουλατσάρουν στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε έξω
απ’ τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά

φυσάει κάτω απ’ τα παλιά ανάχτορα

Μνημόσυνο για τους πεσόντες

Εξέδρες
τα ψηλά καπέλα των υπουργών
μονύελα
γάντια
ακριβές γούνες
οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα
πίσω απ’ τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν
στριμώχνεται ο λαός

Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες
φάτσες μελανιασμένες απ’ το κρύο μελανιασμένες απ’
τις καπνιές
χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια
μάτια κάτω απ’ τα τσαλακωμένα κασκέτα
κόκκινα και βλοσυρά

Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου
αλληλούια
φυσάει

Ένας γέρος μισοκοιμάται
ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ’ ασβέστη
δεν υπάρχει διέξοδος
οι Σλάβοι μας απειλούν
ο πόλεμος
ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός
ο πόλεμος
αλληλούια
φυσάει μες απ’ τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε
τις πόρτες των πολιτειών
φυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές
των δρόμων
φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών

Μια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός
ένας αρτεργάτης φτύνει
καθάρματα
αλληλούια
κι η φτυσιά του πηγμένη απ’ τ’ αλεύρι φουσκώνει σαν προζύμι
για ένα μεγάλο αυριανό ψωμί
λάβετε φάγετε
φυσάει

Εργάτες απ’ τους υπονόμους απ’ τα τσιμεντάδικα απ’ το γκάζι
σκουπιδιαραίοι χτίστες εργάτες απ’ τα σφαγεία
γυναίκες απ’ αυτές που πουλάνε χόρτα στην αγορά
κορίτσια που ζεσταίνουνε τα χέρια τους κάτω απ’ τις μασκάλες
κάτι πελώρια κόκκινα χέρια φαγωμένα απ’ τα νερά

Το έθνος μας απειλείται…
υπέρ βωμών και εστιών…
μα πρέπει να συντομεύουμε εξοχότατε
μας περιμένουν για το τσάι
ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη
ένας  ζητιάνος ξύνει τ’ αχαμνά του

Ο άγνωστος στρατιώτης κρυώνει κάτω απ’ το ψιλό χιονόνερο
ένας γεράκος αλέθει ένα κάστανο με τα φαφουτιασμένα γούλια του
μια πουτάνα κρεμασμένη στο μπράτσο ενός αμερικάνου ναύτη
ένα κορίτσι θυμάται τις παιδικές του προσευχές
«και επί γης ειρήνη»
Φυσάει

Φυσάει στα κοκκαλιάρικα απλωμένα χέρια των ζητιάνων στα
σκαλοπάτια των εκκλησιών
φυσάει στις ξεπαγιασμένες σιωπηλές ουρές έξω απ’ τα λαϊκά
συσσίτια
φυσάει στα οργανοτροφεία στα μπορντέλα στα παιδικά άσυλα
φυσάει
φυσάει

– Να διαφυλάξωμεν την ασφάλειαν του έθνους
– Θα διώξουν λένε κι άλλους εργάτες αύριο – τι θα γίνουμε
– Σας πάει περίφημα η ερμίνα σας αγαπητή μου
– Ελεήστε με χριστιανοί, δώστε μου μια δραχμίτσα χριστιανοί
– Μακάριοι οι πεινώντες κι οι διψώντες
– Κάνε πιο κει ντε το στόμα σου βρωμάει σαν απόπατος
– Η ελευθερία της πατρίδος
– Την πήγα στο νοσοκομείο μα θέλαν λεφτά…
– Απαιτεί να εξοπλισθώμεν
– Πέθανε
– Φυτίλια για τους αναφτήρες…  φυτίλια για τους αναφτήρες
φυσάει
τι θα γίνουμε
πάρτε αδέρφια έχουμε και φυτίλια για τους δυναμίτες
Φάτσες αυλακωμένες απ’ το χρόνο και τη βλογιά
φάτσες σημαδεμένες απ’ την πείνα και τα εργατικά ατυχήματα
φάτσες πρισμένες βρώμικες τριχωτές
φάτσες τραβηγμένες απ’ τις τανάλιες ενός άγριου χαμόγελου
φάτσες φαρδειές σαν στήθεια μητρικά
φάτσες σκληρές σαν αμόνια

Μια γυναίκα βγάζει το στήθος της και θηλάζει ένα κίτρινο μωρό
ο άνεμος μπερδεύει τα σύννεφα
τα σύννεφα μπερδεύονται στις σημαίες
ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού
κλαίνε οι γυναίκες πλένοντας τα μαύρα ρούχα τους
οι άνθρωποι κλαίνε στα κατώφλια στις γωνιές των δρόμων
στα χωράφια
κλαίνε στα χαρακώματα στα νοσοκομεία έξω απ’ τα ταμεία
ανεργίας
δάκρυα δάκρυα
τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατο μας
για να κλαίνε
φυσάει

Ο άνεμος μπερδεύει τις φωνές τα χρόνια τα ηλεχτρικά καλώδια
μπερδεύει τα δόντια ενού καπνεργάτη με τις ξιφολόγχες
μπερδεύει τον υπουργό μ’ ένα μαύρο σκυλί
μπερδεύει τον μαστό αυτής της γυναίκας που θηλάζει με τον
τρούλλο της γειτονικής εκκλησίας
φυσάει

Τα τζάμια των μεγαλουπόλεων είναι θολά βρωμισμένα απ’ τα
πεινασμένα χνώτα μας
καθώς θάβουμε τους νεκρούς έχουν το στόμα τους ανοιχτό
οι νεκροί μας
πεινάνε

Ένα κοριτσάκι κάθεται στο κατώφλι
έχει τυλίξει μ’ ένα πανί, σαν κούκλα, το δεκανίκι του πατέρα της
και το νανουρίζει
νάνι νάνι

Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκ-
καλιά μας
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά
φυσάει

Μια λεχώνα ουρλιάζει κάτω απ’ τον παραμορφώμενο ουρανό
ο άντρας της γυρίζει τους δρόμους ζητιανεύοντας ένα κερί
ν’ ανάψει δίπλα στο νηογέννητο

Οι χορταρομαζώχτρες γυρίζουν τα χωράφια
μαζεύοντας στην ποδιά τους σφαίρες σάπιες αρβύλες και
κιτρινισμένα γράμματα
ά, γεννάτε γεννάτε μανάδες
κοιλοπονάτε
ουρλιάχτε απ’ τους πόνους της γέννας
σκίστε τα ρούχα σας και τυλίχτε μη σας κρυώσει το μωρό
γεννάτε γεννάτε
χρειάζεται κι’ άλλους νεκρούς ο πόλεμος
φυσάει

Φυσάει μες απ’ τους σκισμένους αγκώνες των χαμάληδων
φυσάει μες απ’ τα τρύπια βρακιά των ανέργων
φυσάει
φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού

Ο υπουργός χειρονομεί
πάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανό
τα χέρια του σχεδιάζουν την προδοσία

Μια γριά σταυροκοπιέται : Κύριε των δυνάμεων
– των Δυτικών βέβαια Δυνάμεων
Ένας οδοκαθαριστής τρέμει απ’ το κρύο
τα δόντια του χτυπάνε
παίζοντας ένα υπόκωφο οργισμένο τραγούδι
έι αφεντικά…
ποιός φώναξε
κανείς
φυσάει

Εργάτες απ’ τη λαχαναγορά απ’ τις πριονοκορδέλες απ’ τα
λιπάσματα
φορτοεκφορτωτές πλύστρες εργάτες απ’ τα νταμάρια
τα τσούρμα απ’ τα λιμάνια που κουβαλάνε τα σακιά του
αλευριού
80 κιλά το καθένα
γριές που καθαρίζουν τα δημόσια αποχωρητήρια
με τα μάτια τους κόκκινα και πρησμένα απ’ την αμμωνία
Ο άνεμος βουίζει στις παρόδους στις πλατείες στους σταθμούς
βουίζουν οι στέγες τα σύρματα οι καμπάνες
βουίζουν τα χρόνια που έρχονται

Δυο εργάτες κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα
δεν ακούς τι λένε
βλέπεις μονάχα τα πλατειά τους χείλια να σαλεύουνε σαν χέρια
έτοιμα να χτυπήσουν

Ένα γυαλιστερό αυτοκίνητο σταμάτησε
κυλάνε δυο φαλακροί κύριοι και μια χοντροκώλα κυρία
η πατρίς απαιτεί θυσίας

Οι τράπεζες ξαπλωμένες στα φαρδιά πεζοδρόμια
σαν προϊστορικά ζώα που χωνεύουν τη λεία τους

Η γριά κοιτάει τον άγνωστο στρατιώτη γυμνό μες στην
παγωνιά
βγάζει το σάλι της και προχωράει να σκεπάσει αυτό το γυμνό
παιδί που κρυώνει

Φάτσες τραχειές σαν κούτσουρα
φάτσες κοφτερές σαν τσεκούρια
φάτσες κόκκινες χαλκοπράσινες σταχτιές
φάτσες βαθειές κι απέραντες σαν το βαθύ κι απέραντο ορίζοντα
χέρια που χτίζουνε τον κόσμο σε μιάν ώρα
και τον γκρεμίζουν σ’ ένα δευτερόλεπτο
φάτσες χοντροκομμένες πέτρινες σημαδιακές

Ένας καρβουνιάρης με τα μάτια στο μαύρο μούτρο του
σαν κόκκινα φανάρια κινδύνου μες τη νύχτα
μια μέρα
θα λογαριαστούμε
ποιός φώναξε
κανείς
φυσάει
ο πόλεμος
ο πόλεμος
– απόψε φωνάξαμε όλοι μαζί

Ο άνεμος παίρνει το σάλι της γριάς
το σηκώνει ψηλά
το ξεδιπλώνει
και το σάλι μεγαλώνει μεγαλώνει
και σαν ένα τεράστιο μαύρο χταπόδι
αδράχνει την πολιτεία

Ο άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
παρασέρνει τη σκόνη απ’ τα πεδία των μαχών
αυτή η σκόνη θάβει σιγά – σιγά την Ευρώπη
φυσάει στα χωράφια, στα λιμάνια, στα ξέστρατα
πάνω στα τζάμια μας αντιφεγγίζουν οι μεγάλες πυρκαγιές της
Ασίας
ένα σινιάλο ουρλιάζει μες τη νύχτα
S.O.S
S.O.S
ποιός κινδυνεύει
φυσάει μες στα μεγάλα τούνελ που περνάν τα τραίνα γεμάτα
φαντάρους και σκοτεινιά
που πάνε
S.O.S
ο κόσμος βουλιάζει
φυσάει στους λόφους στα σταυροδρόμια στις εκκλησίες
οι γερμανίδες τραγουδάνε καθισμένες στα κατώφλια
τρείς φίλοι κινάνε
και πέρα τραβούν
στο Ρήνο να πάνε…
πήγαιναν οι φίλοι όταν στο δρόμο ξαφνικά
τους βρήκε ο πόλεμος
τώρα σαπίζουνε θαμένοι σ’ έναν ξένο τόπο
στο Ρήνο να πάνε
κρασάκι να πιούν…
ο άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα τα αίματα
μετατοπίζει τα σύνορα κουρελιάζει τους γεωγραφικούς χάρτες
αναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του
μπήγει έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό
παρασέρνει τα σύννεφα τα έθνη τις πυρκαγιές
φυσάει
φυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του
κόσμου

Οι φαντάροι χτυπάνε τα πόδια τους να ζεσταθούν
γλιστράει το χιονόνερο πάνω στα κράνη
μετά τον κύριο υπουργό ένας στρατηγός ανεβαίνει στο βήμα
χάιλ Χίτλερ
ώ με συγχωρείτε
η ελευθερία της πατρίδος – ήθελα να πω
τα γάντια χειροκροτούν
κάτω απ’ τα τριμμένα πανωφόρια των παιδιών
ξεχωρίζεις τις μυτερές υποσιτισμένες ωμοπλάτες

Μια παρέα κορίτσια χαχανίζει
κοιτώντας το ξεκούμπωτο βρακί ενός μεθυσμένου

Το κοριτσάκι όλο μουρμουράει
νάνι νάνι
μα το δεκανίκι δεν μπορεί να κοιμηθεί
– θυμάται τον πόλεμο
φυσάει

Φάτσες από κατράμι φάτσες από μπετόν
χοντρά δυνατά σαγώνια γυμνασμένα απ’ τις αμασίες
μάτια που κι απ’ τις ξιφολόγχες κόβουν πιό καλά
τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
εις τους αιώνας των αιώνων

Πιο σιγά λοιπόν
πιο σιγά
θα ξυπνήσετε τους νεκρούς –
θα ξυπνήσουμε
φυσάει στους καταφρονεμένους και τους γυμνούς

Κάποιος πέφτει
ποιός είναι ποιός είναι
δυο αστυφύλακες τρέχουν
τίποτα τίποτα
ένας άνεργος
λιγοθύμησε
φυσάει
μπορεί και να πέθανε
αλληλούια
τα σταυροδρόμια σαν μεγάλοι σταυροί ακουμπισμένοι στο
χώμα
οι ξιφολόγχες γυαλίζουν
πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα
ρουφιάνοι
οι μελανιασμένες φάτσες
ο άνεμος τι θα γίνουμε φυσάει
αλληλούια αλληλούια αλληλούια

Κι έγινε τότε μεγάλη σιωπή.
Κι άρχισε ο ήλιος να κατεβαίνει μέσα στις φλόγες της δύσης.
Κι ο ουρανός έγινε κόκκινος. Και το χώμα κόκκινο. Σαν αίμα.
Και δεν ακουγόταν τίποτα σ’ όλη τη γη.
Και προβάλλοντας σιγά – σιγά πίσω απ’ τα υψώματα
μεγάλες σκοτεινές φάλαγγες φάνηκαν νάρχονται.
Απ’ τις πεδιάδες, απ’ τα φαράγγια, απ’ τις χαράδρες, απ’ τα βουνά
απ’ όλους τους δρόμους φάνηκαν νάρχονται
οι νεκροί του πολέμου.

Ξετυλίγονταν σε μακριές μαύρες σειρές σα να πηγαίναν σε μάχη.
Και προχωρούσαν σέρνοντας τα βήματα τους και τρικλίζοντας
το κορμί τους έγερνε μπροστά σα νάχαν πολύ περπατήσει
σα νάχαν κουραστεί να περιμένουν τόσο πολύ
Και προχωρούσαν κουτσαίνοντας και σαλεύαν αργά ως το βάθος
του κόσμου.

Και κάθε τόσο τρεμούλιαζε η γης, ύστερα έσκαγε κι άνοιγε
ένα μαυροπράσινο χέρι έβγαινε απ’ το χώμα και τέντωνε τα σάπια
δάχτυλα.
Οι νεκροί ανακλαδίζονταν και σηκώνονταν όρθιοι
Και πατούσαν πάνω στους άλλους νεκρούς και προχωρούσαν
και σερνόντουσαν κι αυτοί στο χώμα κι αρπάζονταν απ’ τις
χλαίνες των άλλων κι ανασηκώνονταν
και σμίγαν τις φάλαγγες και πλήθαιναν και προχωρούσαν
εκατομμύρια νεκροί.

Κι ανάβαν κόκκινοι οι ορίζοντες σα να καιγόταν ο κόσμος.

Ερχόντουσαν απ’ τα χαρακώματα, απ’ τις υπόγειες στοές, απ’ τις
τρύπες
ερχόντουσαν απ’ τους ομαδικούς τάφους τους ανοιγμένους στις
πεδιάδες
εκεί που τους είχαν σωριάσει γρήγορα – γρήγορα σα να φτυαρίζαν
ένα σωρό κοπριά.
Ερχόντουσαν με τις κομματιασμένες, ματωμένες χλαίνες τους
σκεπασμένες από ένα παχύ στρώμα λάσπη
με τα μάτια τους γυάλινα, πελώρια ανοιγμένα, όπως μείναν την
ώρα που τους κάρφωναν την ξιφολόγχη
με το στόμα συσπασμένο, σκισμένο απ’ την τελευταία κραυγή.
Ερχόντουσαν απ’ τα σταχτιά, ερημωμένα πεδία της μάχης
με τα πρόσωπα χωματένια, παραμορφωμένα
καθώς την ώρα που έπεσαν, οι άλλοι τρέχοντας πατούσαν πάνω
τους και προχωρούσαν
κι όλη τη μέρα, αρβύλες ρόδες άλογα, τους ποδοπατούσαν ανάμεσα
στις κανονιές και τον καπνό.

Ερχόντουσαν ξεκοιλιασμένοι, σπαραγμένοι, σαπισμένοι
ανασαίνοντας δύσκολα με το κεφάλι ανεστραμένο και το στόμα,
σαν μια πληγιασμένη τρύπα, ανοιχτό.
Και προχωρούσαν αργά μέσα στο κόκκινο πελώριο ηλιοβασίλεμα.

Άλλοι κρατούσαν με τα χέρια τους τα χυμένα τους σπλάχνα
άλλοι βαστούσαν σαν ντουφέκια στους ώμους τούς ξεριζωμένους
σταυρούς
άλλοι με τα κομμάτια της οβίδας ακόμα καρφωμένα στα
κόκκαλά τους
κι άλλοι με γαντζωμένα πάνω τους τα συρματοπλέγματα, όπως
τάχαν αγκαλιάσει την ώρα που τους θέριζε το πολυβόλο.

Κι απ’ τις βομβαρδισμένες πολιτείες γυναίκες ερχόντουσαν
αναμαλλιασμένες
σφίγγοντας στο σαπισμένο βυζί τους τα κομματιασμένα βρέφη τους.
Και σκελετοί μαύροι καρβουνιασμένοι στα κρεματόρια
με χέρια καμμένα, στρεβλωμένα, σα ρίζες δέντρου, απ’ την αγωνία.

Και προχωρούσαν βαρειά, γυαλίζοντας από έναν παχύ λιπαρό
ιδρώτα
μ’ ένα ηλίθιο γέλιο όπως γελάνε αυτοί που δεν περιμένουν πια
τίποτα
όπως γελάνε εκείνοι που έχουν αποφασίσει κάτι τρομαχτικό.
Και προχωρούσαν και συστρέφονταν κι ανεβοκατέβαιναν
και κουλουριάζονταν και πλήθαιναν και προχωρούσαν
τόπο, τόπο, κάντε τόπο στους νεκρούς.

Και κατέβαινε ο ήλιος μέσα στις φλόγες του δειλινού.

Που πάνε που πάνε
σταματήστε τους

οι στρατηγοί χειρονομούν
οι υπουργοί κι οι πόρνες τρέμουν
σταματήστε τους

Τα ψηλά καπέλα πέφτουν
οι γούνες ξαναγίνονται ζώα και τους δαγκώνουν το λαιμό
ο τεράστιος ίσκιος των νεκρών τους συνθλίβει τα κόκκαλα
κάτω απ’ αυτόν τον ασήκωτο ίσκιο ζαρώνουν οι επίσημοι
σαν φυσαρμόνικες που κλείνουν

Στρατιώτες επιτεθείτε
αξιωματικοί επιτεθείτε
όλοι οι λόχοι όλα τα όπλα
επιτεθείτε

Οι μεγαλόσταυροι μπήγουν τα δόντια τους στα στήθεια των
στρατηγών
τα μάτια τους τρομαγμένα χύνονται στην άσφαλτο και σαλεύουν
σαν αράχνες
πως να σκοτώσουμε τους σκοτωμένους εξοχώτατοι
χι – χι – χι

Οι φαντάροι είναι κίτρινοι
τα όπλα στα χέρια τους αλλάζουν και γίνονται δεκανίκια
ύστερα αλλάζουν και γίνονται κεριά
ύστερα αλλάζουν
και δεν υπάρχουν μήτε όπλα μήτε στρατιώτες πια

Οι νεκροί
προχωράνε
αμίλητοι
αναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τάνκς
πατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγες

Επιτεθείτε
χι – χι – χι

Μια γυναίκα ουρλιάζει: γιέ μου
και χύνεται στα πόδια ενός νεκρού
ένας νταμαρτζής φωνάζει
μαζί τους
ένας χτίστης : δολοφόνοι
ένας αχθοφόρος σηκώνει το χέρι του
κι η γροθιά του πελωρια κρέμεται πάνω απ’ τα μέγαρα
βοήθεια
μαζί τους
δολοφόνοι
γιέ μου γιέ μου…

Και τότε ξανάρχισε ο άνεμος

Κι ολάκαιρο το πλήθος σάλεψε κι άρχισε να προχωράει
ένα δάσος από σηκωμένες γροθιές
ένα απέραντο βουητό
ειρήνη
ειρήνη

Τα μεγάλα ρολόγια των πολιτειών τρίζουν καθώς σπρώχνουν τον
χρόνο

οι χτίστες κατεβαίνουν απ’ τις σκαλωσιές και προχωράνε
αυτοί που στρώνουνε τις δημοσιές βάζουν τις αξίνες στους ώμους
και προχωράνε
ειρήνη
ειρήνη

Οι τοίχοι τα σπίτια οι πλατείες οι σταθμοί
κοιτάζουν έκπληχτα αυτό το σκοτεινό πλήθος
που κάνει τον κόσμο να τρέμει
και να ξαναγεννιέται
έρχονται απ’ τα ορυχεία απ’ τα χαντάκια απ’ τους υπονόμους
έρχονται απ’τα βάθη του χρόνου καβάλα στους οδοστρωτήρες
ακούστε
αγκομαχάνε οι ρόδες τους σαν την ανάσα της ιστορίας

Οι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνε
ο άνεμος βουίζει μες στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις
αυλές
ξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέρα
οι δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμου
σφυροκοπάνε από κραυγές
ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει
μεγαλώνει

Μια απέραντη θέρμη απο χιλιάδες χνώτα
τα κεριά λυώνουν μονομιάς στο βάθος των εκκλησιών
τραντάζεται ο θόλος τ’ ουρανού απ’ τα μεγάλα καρδιοχτύπια
ερχόμαστε από πολύ μακριά
πηγαίνουμε πολύ μακριά
βαδίσαμε μες στη λάσπη και το αίμα
βαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μας
βαδίσαμε χιλιάδες χρόνια για νάρθουμε
φάτσες σημαδεμένες απ’ τα οξέα και τις μπαλνταδιές του
μέλλοντος
χέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρειές και την τύχη του
κόσμου
ειρήνη

Σφυρίζουν τα τραίνα
μια μεγάλη βουή απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα
χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες
οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα
σκοινιά
οι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά
σαν λάβαρα
ο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τους
ο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τους
θέλουμε να σπείρουμε
θέλουμε να υφάνουμε
θέλουμε να γεννήσουμε
ειρήνη
ειρήνη

Ο άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ’ αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταρράχτης φως
είμαστε εμείς που ζυμώνουμε και δεν έχουμε ψωμί
εμείς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη
ειρήνη
είμαστε οι προλετάριοι

Σαν μια αστραπή το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες
οι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες απ’ τους αγκώνες του
πλήθους
οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν
αξίνες
αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού
– θάλεγες πως το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα

Οι τυφλοί πίσω απ’ το σκοτάδι τους με τρεμάμενα ρουθούνια
μυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν’ ανατείλει
είμαστε εμείς που γκρεμιζόμαστε απ’ τις σκαλωσιές
εμείς που μας θάβουν οι στοές των ορυχείων
εμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μες τα λειωμένα μέταλλα
ειρήνη
ειρήνη
ο άνεμος που σας παρασέρνει απόψε
έρχεται απ’ τα χνώτα μας και τα φυσερά μας

Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε
βλοσυροί
χοντροκομμένοι
βρώμικοι
μην πιστεύοντας στο Θεό
κουβαλώντας σαν ένα καινούργιο πελώριο Θεό
τη δύναμη τους
είμαστε εμείς που κλαίμε σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου
εμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμου
είμαστε εμείς που τραγουδάμε σ’ όλες τις γλώσσες του
κόσμου
ειρήνη
ειρήνη

Προχωράνε απ’ όλα τα σημεία της γης
με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα
με τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στον
κόκκινο ορίζοντα
τις φαρδιές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου

Και πίσω έρχεται ο άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη
ειρήνη

ε ι ρ ή ν η
1953