Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Ημερολόγιο ήσυχο στον τοίχο, μια ημερομηνία κ’ οι άγιοι σι- ωπηλοί, χλωμοί κι αναμάρτητοι, σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα, όπως τους φώναζε η μητέρα τους.
Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει.
Από την ενότητα «ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ» της ποιητικής σύνθεσης