Ένα χαϊκού διαβάζεται σε μιαν αναπνοή |
Πρόκειται για επιγράμματα 17 συλλαβών, που διαιρούνται σε τρεις ανομοιοκατάληκτους στίχους (5, 7 και 5 συλλαβών).
Α'
Στάξε στη λίμνη
μόνο μια στάλα κρασί
και σβήνει ο ήλιος.
Β'
Στον κάμπο ούτ' ένα
τετράφυλλο τριφύλλι.
Ποιος φταίει απ' τους τρεις;
Γ'
Στον κήπο του μουσείου
Άδειες καρέκλες
τ' αγάλματα γύρισαν
στ' άλλο μουσείο.
Δ'
Να 'ναι η φωνή
πεθαμένων φίλων μας
ή φωνογράφος;
Ε'
Τα δάχτυλά της
στο θαλασσί μαντίλι
κοίτα: κοράλλια.
ΣΤ'
Συλλογισμένο
το στήθος της βαρύ
μες στον καθρέφτη.
Ζ'
Φόρεσα πάλι
τη φυλλωσιά του δέντρου
κι εσύ βελάζεις.
Η'
Νύχτα, ο αγέρας
ο χωρισμός απλώνει
και κυματίζει.
Θ'
Νέα μοίρα
Γυμνή γυναίκα
το ρόδι που έσπασε
ήταν γεμάτο αστέρια.
Ι'
Τώρα σηκώνω
μια νεκρή πεταλούδα
χωρίς φτιασίδι.
ΙΑ'
Πού να μαζεύεις
τα χίλια κομματάκια
του κάθε ανθρώπου.
ΙΒ'
Άγονος γραμμή
Το δοιάκι τι έχει;
Η βάρκα γράφει κύκλους
κι ούτε ένας γλάρος!
ΙΓ'
Άρρωστη Ερινύς
Δεν έχει μάτια
τα φίδια που κρατούσε
της τρών' τα χέρια.
ΙΔ'
Τούτη η κολόνα
έχει μια τρύπα, βλέπεις
την Περσεφόνη;
ΙΕ'
Βουλιάζει ο κόσμος
κρατήσου, θα σ' αφήσει
μόνο στον ήλιο.
ΙΣΤ'
Γράφεις
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.
Το κυρίαρχο συναίσθημα στα ΙΑ΄, ΙΕ΄, ΙΣΤ΄
IA΄
Πού να μαζεύεις
τα χίλια κομματάκια
του κάθε ανθρώπου.
Ο ποιητής επιχειρεί να αποδώσει εδώ την αίσθηση πως ο ψυχικός και ο συναισθηματικός κόσμος των ανθρώπων είναι συχνά θρυμματισμένος, λόγω των πολλαπλών επώδυνων εμπειριών της ζωής τους.
Κάθε άνθρωπος έχει βιώσει ποικίλες απογοητεύσεις και οδυνηρά ψυχικά τραύματα, έχει γνωρίσει την απώλεια κι έχει αναγκαστεί να θυσιάσει πολλά από τα όνειρά και τις ελπίδες του προκειμένου να βρει το κουράγιο να συνεχίσει τον αγώνα της ζωής. Υπ’ αυτή την έννοια η ψυχοσύνθεση κάθε ανθρώπου μοιάζει μ’ ένα σκορπισμένο ψηφιδωτό που δύσκολα μπορεί κάποιος άλλος να το κατανοήσει και να το ανασυνθέσει.
Η προσπάθεια, επομένως, που απαιτείται για να γνωρίσουμε πραγματικά έναν άνθρωπο είναι εξαιρετικά κοπιώδης, εφόσον, όπως χαρακτηριστικά το παρουσιάζει ο ποιητής, είναι να σαν προσπαθούμε να μαζέψουμε τα χίλια μικρά κομμάτια της ψυχής του. Έτσι, ο ποιητής εμφανίζεται απρόθυμος να βιώσει εκ νέου αυτή τη δοκιμασία των διαπροσωπικών επαφών, φανερώνοντας μια απαισιόδοξη στάση απέναντι στην κοινωνική και προσωπική ταυτότητα των ανθρώπων∙ οι άνθρωποι έχουν χάσει την εσωτερική συνοχή τους και την ψυχική τους αρτιότητα, καθιστώντας κάθε επαφή μαζί τους μια πραγματική δοκιμασία.
Συχνά, άλλωστε, οι άνθρωποι λόγω ακριβώς των ποικίλων εσωτερικών τους αντιθέσεων και του ψυχικού τους κατακερματισμού αδυνατούν να επιτύχουν την επιζητούμενη αίσθηση πληρότητας και ικανοποίησης. Βρίσκονται διαρκώς σε μία κατάσταση έλλειψης, που τους οδηγεί είτε στο να επικρίνουν τον εαυτό τους είτε στο να μεταθέτουν την ευθύνη αυτής της έλλειψης στους άλλους.
Η καθημερινότητά τους αποτελεί ένα διαρκές παράπονο και μια συνεχή μεμψιμοιρία, καθώς αισθάνονται πως δεν έχουν όσα ή ό,τι επιθυμούν και πως οι άνθρωποι γύρω τους δεν τους βοηθούν όσο ή όπως θα το ήθελαν οι ίδιοι.
IE΄
Βουλιάζει ο κόσμος
κρατήσου, θα σ’ αφήσει
μόνο στον ήλιο.
Ο ποιητής εκφράζει την αίσθησή του πως απομονώνεται και απομακρύνεται απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς, όπως διαπιστώνει ολοένα και περισσότερο, η πλειονότητα των συμπολιτών του «βουλιάζει» σ’ ένα τέλμα ανομίας, ανηθικότητας και εξαχρείωσης.
Η συνεχής επιδίωξη του κέρδους, η αναζήτηση της ευκολίας, η αδιαφορία απέναντι στα κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, και η απαξίωση κάθε ηθικής αξίας, έχει διαμορφώσει ένα τοξικό περιβάλλον εντελώς ασύμβατο με τις ψυχικές και ηθικές ποιότητες του ποιητή.
Το αίτημα προς τον εαυτό του να κρατηθεί, ώστε να μην παρασυρθεί από την κατάπτωση των άλλων, θα τον διαφυλάξει μεν από την απώλεια της ηθικής του ταυτότητας, θα τον αφήσει όμως μόνο του στο φως του ήλιου και στην αγνή θέαση της ζωής. Ο ποιητής θα βρεθεί έτσι αντιμέτωπος με μια ιδιότυπη μοναξιά, καθώς, ενώ θα βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους, επί της ουσίας θα είναι σα να μην έχει κανέναν γύρω του, αφού κανείς δεν θα μοιράζεται πια την εκτίμησή του για τις ηθικές αξίες της ζωής. Σ’ έναν κόσμο όπου θα κυριαρχεί η διαφθορά κι η αποκλειστική επιδίωξη του προσωπικού κέρδους, ο ποιητής θα αισθάνεται εντελώς απομονωμένος, διότι δεν θα θέλει να ακολουθήσει μια αντίστοιχη πορεία απομάκρυνσης από τις αγαθές αξίες της ζωής.
IΣT΄
Γράφεις·
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.
Ο ποιητής απευθυνόμενος εκ νέου στον εαυτό του σε β΄ πρόσωπο αποδίδει μέσα από μια απρόσμενη αντίθεση τις δυσκολίες που παρουσιάζει η τέχνη του. Τη στιγμή που γύρω του η «θάλασσα» των προβλημάτων, και κατ’ επέκταση τα πιθανά, προς μετουσίωση σε ποιητικό λόγο, θέματα πληθαίνουν διαρκώς, το δικό του μελάνι -η έμπνευση κι η δυνατότητά του να δημιουργεί ποιητικό λόγο- λιγοστεύει.
Ο ποιητής ως ευαίσθητος αποδέκτης της κοινωνικής πραγματικότητας αντιλαμβάνεται τον συνεχή πολλαπλασιασμό των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι συγκαιρινοί του και γνωρίζει πόσο πιο δύσκολη γίνεται μέρα με τη μέρα η ζωή∙ γνωρίζει πόσο πιο περίπλοκες έχουν γίνει με τον καιρό οι ανθρώπινες σχέσεις και πόσο βαθύτερες είναι οι ανησυχίες των ανθρώπων γύρω του. Δυσκολεύεται, ωστόσο, ολοένα και πιο πολύ να μετουσιώσει σε ποιητικό λόγο αυτούς του προβληματισμούς, καθώς όσο περισσότερο επιχειρεί να πλησιάσει τις δυσκολίες της καθημερινότητας τόσο πιο απαιτητική γίνεται η προσπάθεια να διαφυλάξει την ποιητικότητα της έκφρασής του.
Ό,τι μπορεί, άλλωστε, να διερευνηθεί με επάρκεια στο πλαίσιο του πεζού λόγου, δεν είναι εξίσου εύκολο να δοθεί με ποιητικό λόγο, χωρίς ζημιωθεί η λυρική εκείνη πτυχή της ποίησης που τη διακρίνει από τα άλλα είδη του γραπτού λόγου.
Υπ’ αυτή την έννοια η αύξηση των ερεθισμάτων λόγω του πλήθους των κοινωνικών ζητημάτων και προβλημάτων, όχι μόνο δεν διευκολύνει το δύσκολο έργο του ποιητή, αλλά το καθιστά ακόμη δυσκολότερο, εφόσον η ποιητική έκφραση δεν μπορεί να λάβει την ελεύθερη και άμεση διατύπωση του πεζού λόγου. Η ποίηση θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς και απαιτεί σημαντική προσπάθεια -όπως και έμπνευση- από τη μεριά του δημιουργού, γεγονός που την καθιστά μια δύσκολα επιτεύξιμη μορφή έκφρασης.
Δοκιμάστε να εντοπίσετε σε κάθε ποίημα μια παράδοξη εικόνα και να την ερμηνεύσετε.
Στάξε στη λίμνη
μόνο μια στάλα κρασί
και σβήνει ο ήλιος.
Β'
Στον κάμπο ούτ' ένα
τετράφυλλο τριφύλλι.
Ποιος φταίει απ' τους τρεις;
Γ'
Στον κήπο του μουσείου
Άδειες καρέκλες
τ' αγάλματα γύρισαν
στ' άλλο μουσείο.
Δ'
Να 'ναι η φωνή
πεθαμένων φίλων μας
ή φωνογράφος;
Ε'
Τα δάχτυλά της
στο θαλασσί μαντίλι
κοίτα: κοράλλια.
ΣΤ'
Συλλογισμένο
το στήθος της βαρύ
μες στον καθρέφτη.
Ζ'
Φόρεσα πάλι
τη φυλλωσιά του δέντρου
κι εσύ βελάζεις.
Η'
Νύχτα, ο αγέρας
ο χωρισμός απλώνει
και κυματίζει.
Θ'
Νέα μοίρα
Γυμνή γυναίκα
το ρόδι που έσπασε
ήταν γεμάτο αστέρια.
Ι'
Τώρα σηκώνω
μια νεκρή πεταλούδα
χωρίς φτιασίδι.
ΙΑ'
Πού να μαζεύεις
τα χίλια κομματάκια
του κάθε ανθρώπου.
ΙΒ'
Άγονος γραμμή
Το δοιάκι τι έχει;
Η βάρκα γράφει κύκλους
κι ούτε ένας γλάρος!
ΙΓ'
Άρρωστη Ερινύς
Δεν έχει μάτια
τα φίδια που κρατούσε
της τρών' τα χέρια.
ΙΔ'
Τούτη η κολόνα
έχει μια τρύπα, βλέπεις
την Περσεφόνη;
ΙΕ'
Βουλιάζει ο κόσμος
κρατήσου, θα σ' αφήσει
μόνο στον ήλιο.
ΙΣΤ'
Γράφεις
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.
IA΄
Πού να μαζεύεις
τα χίλια κομματάκια
του κάθε ανθρώπου.
Ο ποιητής επιχειρεί να αποδώσει εδώ την αίσθηση πως ο ψυχικός και ο συναισθηματικός κόσμος των ανθρώπων είναι συχνά θρυμματισμένος, λόγω των πολλαπλών επώδυνων εμπειριών της ζωής τους.
Κάθε άνθρωπος έχει βιώσει ποικίλες απογοητεύσεις και οδυνηρά ψυχικά τραύματα, έχει γνωρίσει την απώλεια κι έχει αναγκαστεί να θυσιάσει πολλά από τα όνειρά και τις ελπίδες του προκειμένου να βρει το κουράγιο να συνεχίσει τον αγώνα της ζωής. Υπ’ αυτή την έννοια η ψυχοσύνθεση κάθε ανθρώπου μοιάζει μ’ ένα σκορπισμένο ψηφιδωτό που δύσκολα μπορεί κάποιος άλλος να το κατανοήσει και να το ανασυνθέσει.
Η προσπάθεια, επομένως, που απαιτείται για να γνωρίσουμε πραγματικά έναν άνθρωπο είναι εξαιρετικά κοπιώδης, εφόσον, όπως χαρακτηριστικά το παρουσιάζει ο ποιητής, είναι να σαν προσπαθούμε να μαζέψουμε τα χίλια μικρά κομμάτια της ψυχής του. Έτσι, ο ποιητής εμφανίζεται απρόθυμος να βιώσει εκ νέου αυτή τη δοκιμασία των διαπροσωπικών επαφών, φανερώνοντας μια απαισιόδοξη στάση απέναντι στην κοινωνική και προσωπική ταυτότητα των ανθρώπων∙ οι άνθρωποι έχουν χάσει την εσωτερική συνοχή τους και την ψυχική τους αρτιότητα, καθιστώντας κάθε επαφή μαζί τους μια πραγματική δοκιμασία.
Συχνά, άλλωστε, οι άνθρωποι λόγω ακριβώς των ποικίλων εσωτερικών τους αντιθέσεων και του ψυχικού τους κατακερματισμού αδυνατούν να επιτύχουν την επιζητούμενη αίσθηση πληρότητας και ικανοποίησης. Βρίσκονται διαρκώς σε μία κατάσταση έλλειψης, που τους οδηγεί είτε στο να επικρίνουν τον εαυτό τους είτε στο να μεταθέτουν την ευθύνη αυτής της έλλειψης στους άλλους.
Η καθημερινότητά τους αποτελεί ένα διαρκές παράπονο και μια συνεχή μεμψιμοιρία, καθώς αισθάνονται πως δεν έχουν όσα ή ό,τι επιθυμούν και πως οι άνθρωποι γύρω τους δεν τους βοηθούν όσο ή όπως θα το ήθελαν οι ίδιοι.
IE΄
Βουλιάζει ο κόσμος
κρατήσου, θα σ’ αφήσει
μόνο στον ήλιο.
Ο ποιητής εκφράζει την αίσθησή του πως απομονώνεται και απομακρύνεται απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς, όπως διαπιστώνει ολοένα και περισσότερο, η πλειονότητα των συμπολιτών του «βουλιάζει» σ’ ένα τέλμα ανομίας, ανηθικότητας και εξαχρείωσης.
Η συνεχής επιδίωξη του κέρδους, η αναζήτηση της ευκολίας, η αδιαφορία απέναντι στα κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, και η απαξίωση κάθε ηθικής αξίας, έχει διαμορφώσει ένα τοξικό περιβάλλον εντελώς ασύμβατο με τις ψυχικές και ηθικές ποιότητες του ποιητή.
Το αίτημα προς τον εαυτό του να κρατηθεί, ώστε να μην παρασυρθεί από την κατάπτωση των άλλων, θα τον διαφυλάξει μεν από την απώλεια της ηθικής του ταυτότητας, θα τον αφήσει όμως μόνο του στο φως του ήλιου και στην αγνή θέαση της ζωής. Ο ποιητής θα βρεθεί έτσι αντιμέτωπος με μια ιδιότυπη μοναξιά, καθώς, ενώ θα βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους, επί της ουσίας θα είναι σα να μην έχει κανέναν γύρω του, αφού κανείς δεν θα μοιράζεται πια την εκτίμησή του για τις ηθικές αξίες της ζωής. Σ’ έναν κόσμο όπου θα κυριαρχεί η διαφθορά κι η αποκλειστική επιδίωξη του προσωπικού κέρδους, ο ποιητής θα αισθάνεται εντελώς απομονωμένος, διότι δεν θα θέλει να ακολουθήσει μια αντίστοιχη πορεία απομάκρυνσης από τις αγαθές αξίες της ζωής.
IΣT΄
Γράφεις·
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.
Ο ποιητής απευθυνόμενος εκ νέου στον εαυτό του σε β΄ πρόσωπο αποδίδει μέσα από μια απρόσμενη αντίθεση τις δυσκολίες που παρουσιάζει η τέχνη του. Τη στιγμή που γύρω του η «θάλασσα» των προβλημάτων, και κατ’ επέκταση τα πιθανά, προς μετουσίωση σε ποιητικό λόγο, θέματα πληθαίνουν διαρκώς, το δικό του μελάνι -η έμπνευση κι η δυνατότητά του να δημιουργεί ποιητικό λόγο- λιγοστεύει.
Ο ποιητής ως ευαίσθητος αποδέκτης της κοινωνικής πραγματικότητας αντιλαμβάνεται τον συνεχή πολλαπλασιασμό των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι συγκαιρινοί του και γνωρίζει πόσο πιο δύσκολη γίνεται μέρα με τη μέρα η ζωή∙ γνωρίζει πόσο πιο περίπλοκες έχουν γίνει με τον καιρό οι ανθρώπινες σχέσεις και πόσο βαθύτερες είναι οι ανησυχίες των ανθρώπων γύρω του. Δυσκολεύεται, ωστόσο, ολοένα και πιο πολύ να μετουσιώσει σε ποιητικό λόγο αυτούς του προβληματισμούς, καθώς όσο περισσότερο επιχειρεί να πλησιάσει τις δυσκολίες της καθημερινότητας τόσο πιο απαιτητική γίνεται η προσπάθεια να διαφυλάξει την ποιητικότητα της έκφρασής του.
Ό,τι μπορεί, άλλωστε, να διερευνηθεί με επάρκεια στο πλαίσιο του πεζού λόγου, δεν είναι εξίσου εύκολο να δοθεί με ποιητικό λόγο, χωρίς ζημιωθεί η λυρική εκείνη πτυχή της ποίησης που τη διακρίνει από τα άλλα είδη του γραπτού λόγου.
Υπ’ αυτή την έννοια η αύξηση των ερεθισμάτων λόγω του πλήθους των κοινωνικών ζητημάτων και προβλημάτων, όχι μόνο δεν διευκολύνει το δύσκολο έργο του ποιητή, αλλά το καθιστά ακόμη δυσκολότερο, εφόσον η ποιητική έκφραση δεν μπορεί να λάβει την ελεύθερη και άμεση διατύπωση του πεζού λόγου. Η ποίηση θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς και απαιτεί σημαντική προσπάθεια -όπως και έμπνευση- από τη μεριά του δημιουργού, γεγονός που την καθιστά μια δύσκολα επιτεύξιμη μορφή έκφρασης.
Δοκιμάστε να εντοπίσετε σε κάθε ποίημα μια παράδοξη εικόνα και να την ερμηνεύσετε.