Σελίδες

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος — Η νύχτα και το κερί
«Ο μισθός των ανθρώπων δε φτάνει να βλέπουν.
Δε φτάνει ν’ ακούν, ν’ αγαπούν/και να σκέφτονται.»

The coalminers: In the shadow of disaster …
Φαγωμένα, καμπούρικα, τρέχουν τα χέρια.
Το μεροκάματο είναι το μόνο τους άνθος.
Φουχτιάζουν το μέταλλο φουχτιάζουν το κάρβουνο,
γαντζώνουν σαν νύχια γερακιού το ψωμί.
Ο μισθός των ανθρώπων δε φτάνει να βλέπουν.
Δε φτάνει ν’ ακούν, ν’ αγαπούν
και να σκέφτονται.
Η μεγάλη στρατιά τους:
ένα ποτάμι, ατέλειωτο, άμορφο.
Ο μισθός τους δε φτάνει να γίνουνε πρόσωπα.
Κι ο λόγος, το ξέρω, δεν φτάνει ως τη μαύρη
μάζα τους, ούτε σαν σταγόνα λαδιού.
Κι ο λόγος μου, λόγος του καιόμενου αίματος,
δε φτάνει για τίποτα. Σε μι’ απέραντη νύχτα
μοιάζει σα νάχω μόλις ανάψει
ένα κερί.

Το βάθος του κόσμου (1961)