Παρθένα Μάνα, που σαν πνεύμα ο σπόρος έπεσε
στο ανέγγιχτο κορμί σου και σαρκώθη ο Λόγος,
το απάρθενο τρυγώντας σπλάχνο σου, σα βρέφος!
Ω, Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και Συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης, χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά Σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λαμποκοπάς και πλες στου Θεού τα σκοτεινά
νερά, τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας.
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας,
στον άγριο ουρανό τρεμάμενη ανεβαίνεις
κι αχνογελώντας στέκεσαι πλάι στο γυιό Σου.
Εσύ ’σαι το ανθισμένο το κλαρί στην άβυσσο
στο ανέγγιχτο κορμί σου και σαρκώθη ο Λόγος,
το απάρθενο τρυγώντας σπλάχνο σου, σα βρέφος!
Ω, Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και Συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης, χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά Σου ο κόσμος!
Εσύ ’σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο
λαμποκοπάς και πλες στου Θεού τα σκοτεινά
νερά, τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας.
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας,
στον άγριο ουρανό τρεμάμενη ανεβαίνεις
κι αχνογελώντας στέκεσαι πλάι στο γυιό Σου.
Εσύ ’σαι το ανθισμένο το κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής Του· εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μέσ’ στο φλεγόμενο καμίνι της οργής Του.
μέσ’ στο φλεγόμενο καμίνι της οργής Του.