Σελίδες

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος — Τά γόνατα τοῦ Ἰησοῦ
«... -μιά νύχτα πού ἡ ἄνοιξη ἦταν ἀβάσταχτη/καί μύριζε ἡ γῆς
κι’ ὁ οὐρανός λεμονάνθι-/στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.»


Καρφωμένα στ’ ἀγριόξυλο τοῦ σταυροῦ, σχηματίζουν
μι’ ἀμβλεία γωνία.
Εἶναι τά ἴδια γόνατα
πού προβάτιζαν, παίζοντας, γύρω ἀπ’ τό κόκκινο
φουστάνι τῆς μάνας του, ὅταν
ἤτανε βρέφος δέκα μηνῶν.
Πού ἀργότερα, ἔφηβος, τ’ ἀκούμπαγε κάτω
στή γῆ πριονίζοντας τό ξύλο ἑνός κέδρου.
Πού λύθηκαν κ’ ἔπεσαν, ἕνας σωρός,
-μιά νύχτα πού ἡ ἄνοιξη ἦταν ἀβάσταχτη
καί μύριζε ἡ γῆς κι’ ὁ οὐρανός λεμονάνθι-
στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Κι’ εἶναι ἀκόμη τά γόνατα
πού κάθιζε, σιωπηλός, δύο-δύο τά παιδιά
κι’ ἁπλώνοντας δίπλα του, πάνω στή γῆ,
τό ἀπέραντο χέρι του, τά φίλευεν ἕνα
λουλουδάκι –
κομμένο
ἀπ’ τόν πλοῦτο τοῦ σύμπαντος.

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

John McCrae — Στις πεδιάδες της Φλάνδρας - In Flanders Fields

Το ποίημα In Flanders Fields γράφτηκε από τον Καναδό αντισυνταγματάρχη John McCrae και αποτελεί φόρο τιμής στους νεκρούς του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. 
Είναι εμπνευσμένο από το θάνατο ενός φίλου του στη δεύτερη μάχη της Φλάνδρας στο Ypres την άνοιξη του 1915. 
Παπαρούνες άνθισαν στο πεδίο τις μάχης λίγες μέρες μετά την μεγάλη καταστροφή...
Σε ελεύθερη απόδοση:
Στις πεδιάδες της Φλάνδρας

Στις πεδιάδες της Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν
Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με σειρά,
Την δικιά μας θέση έτσι θυμίζουν.
Κορυδαλλοί θαρραλέα πετώντας,
αψηφούν των όπλων την κλαγγή
σπάνια κελαηδίσματα τραγουδώντας.

Είμαστε οι νεκροί. Πριν λίγες μέρες,
ζήσαμε, νιώσαμε την αυγή και είδαμε την ομορφιά της δύσης.
Αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, και τώρα κειτόμαστε
στις πεδιάδες τις Φλάνδρας.

Κράτα αυτό που έμεινε από την μάχη μας με τον εχθρό.
Σε σένα τ' αδύναμά μας χέρια παραδίδουν τον πυρσό.
Κάνε τον δικό σου, κράτα τον ψηλά.
Και αν η πίστη σου καμφθεί για μας που 'χουμε πεθάνει
δεν θα κοιμηθούμε ποτέ, όσο φυτρώνουν παπαρούνες
στις πεδιάδες της Φλάνδρας.
In Flanders Fields

In Flanders fields the poppies blow
Between the crosses, row on row,
That mark our place; and in the sky
The larks, still bravely singing, fly
Scarce heard amid the guns below.

We are the dead. Short days ago
We lived, felt dawn, saw sunset glow,
Loved, and were loved, and now we lie
In Flanders fields.

Take up our quarrel with the foe:
To you from failing hands we throw
The torch; be yours to hold it high.
If ye break faith with us who die
We shall not sleep, though poppies grow
In Flanders fields

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Νίκος Γκάτσος — Ήρθε ο καιρός
«... πάνω στου κόσμου την πληγή ... να ξαναχτίσετε την γη.»

Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά

Ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη.

Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα
κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί.


Ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη.


Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Gabriela Mistral — Η Προσευχή της Δασκάλας - «Η καρδιά μου να είναι η κολόνα του και η αγνή μου θέληση πιο δυνατή από τις κολόνες και το χρυσάφι των πλούσιων σχολείων»

Κύριε! Εσύ που δίδαξες, συγχώρα με που διδάσκω·
που φέρω το όνομα της δασκάλας,
που Εσύ έφερες, όταν ήσουν στη Γη.

Δώσε μου την μοναδική αγάπη για το σχολειό μου·
που ούτε το κάψιμο της ομορφιάς να είναι ικανό
να κλέψει την τρυφεράδα μου απ' όλες τις στιγμές.

Δάσκαλε, κάνε ακατάπαυστο τον ενθουσιασμό μου
και περαστική την απογοήτευση.
Βγάλε από μέσα μου αυτόν τον ακάθαρτο πόθο
για δικαιοσύνη που εξακολουθεί να με ταράζει,
το γελοίο απομεινάρι της διαμαρτυρίας
που βγαίνει από μέσα μου, όταν με πληγώνουν.
Να μην πονάει η αγνόηση και να μην θλίβομαι
για την λήθη αυτών που μας δίδαξαν.

Κάνε με να είμαι πιο μάνα από τις μάνες,
για να μπορέσω ν' αγαπήσω
και να υπερασπίσω, όπως αυτές,
αυτό που δεν είναι σάρκα της σάρκας μου.
Βόηθa με να πετύχω να κάνω για καθένα
απ' τα παιδιά μου τον στίχο μου τέλειο
και να σου αφήσω αυτή την άφωνη,
την πιο δυνατή μου μελωδία,
για όταν τα χείλη μου δεν θα τραγουδούν πια.

Δείξε μου τη δύναμη του Ευαγγελίου σου έγκαιρα,
για να μην εγκαταλείψω τη μάχη της κάθε μέρας
και της κάθε ώρας γι αυτό.

Βάλε στο δημοκρατικό σχολειό μου,
τη λάμψη που σκορπίζεται
από το τρέξιμο των ξυπόλυτων παιδιών.

Κάνε με δυνατή,
ακόμα και στη γυναικεία αδυναμία μου
και στη γυναικεία φτώχεια μου·
κάνε με αδιάφορη για ό,τι μπορεί
να μην είναι αγνό,
για κάθε πίεση που δεν είναι
της θερμής θέλησής Σου στη ζωή μου.

Φίλε, συντρόφεψέ με! Στήριξέ με!
Πολλές φορές δεν θα έχω άλλο
από Σένα στο πλευρό μου.
Όταν το δίδαγμά μου θα είναι πιο αγνό
και πιο θερμή η αλήθεια μου,
θα παραμείνω χωρίς τα εγκόσμια·
αλλά Εσύ τότε θα με κυβερνήσεις
ενάντια στην καρδιά Σου,
που γνώρισε αρκετά
τη μοναξιά και την αδυναμία.
Δεν θ' αναζητήσω παρά
στη ματιά Σου τη γλυκύτητα της αποδοχής.

Δώσε μου απλότητα και βάθος·
λύτρωσέ με απ' το να είμαι
περίπλοκη ή κοινότυπη στο καθημερινό μου μάθημα.

Δώσε μου δύναμη να υψώσω τα μάτια
πάνω από το στήθος μου με τις πληγές,
μπαίνοντας κάθε πρωί στο σχολειό μου.
Να μη φέρνω στην έδρα μου τις υλικές μου ανησυχίες,
τις καθημερινές μικροαστικές θλίψεις μου.

Ελάφρυνε το χέρι μου στην τιμωρία
κι απάλυνέ το, ακόμα πιο πολύ στο χάδι.
Να μαλώνω με πόνο,
να ξέρω ότι έχω διορθώσει αγαπώντας!

Κάνε να γεμίσει με πνεύμα
το χτισμένο με τούβλα σχολειό μου.
Να τυλιχτεί με τη λάμψη του ενθουσιασμού μου
η φτωχή του αυλή, η γυμνή του αίθουσα.
Η καρδιά μου να είναι η κολόνα του
και η αγνή μου θέληση πιο δυνατή
από τις κολόνες και το χρυσάφι
των πλούσιων σχολείων.

Και, τέλος, θύμιζέ μου
από την ωχρότητα του καμβά του Velazquez,
ότι το να διδάσκεις
και ν' αγαπάς παράφορα στη Γη
είναι να φτάνεις με τη λόγχη του Λογγίνου
στην καυτή πλευρά του έρωτα.


Μετάφραση, Μαριάννα Τζανάκη
hamomilaki

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Emily Dickinson — Αν ερχόσουν το φθινόπωρο
If you were coming in the fall,/I’d brush the summer by

Lost Love
Αν ερχόσουν το φθινόπωρο
Θα έδιωχνα μακριά το καλοκαίρι
με μισό χαμόγελο και μισή αποστροφή
όπως οι νοικοκυρές διώχνουνε τις μύγες
Εάν περνούσε ένας χρόνος πριν σε δω
θα τύλιγα τους μήνες σε κουβάρια
και θα τους έβαζα σε ξεχωριστά συρτάρια
μέχρι να περάσει ο καιρός τους
Κι αν ακόμα αιώνες αργούσες
στα χέρια θα τους μετρούσα
συνέχεια θ’ αφαιρούσα ίσαμε
τα δάχτυλα να έπεφταν στην γη του Van Diemen
*
Εάν, όπως είναι σίγουρο
η ζωή αυτή τελειώσει
για σένα και για μένα
θα πέταγα τον θάνατο σαν κρούστα
και αιωνιότητα θα γευόμουν
Αλλά τώρα, ανίδεη από το μήκος
του χρόνου το αβέβαιο φτερό,
με κεντρίζει, σαν δαιμόνια μέλισσα,
ότι ποτέ δεν θα μου φανερώσει το τσίμπημά του
If you were coming in the fall
If you were coming in the fall,
I’d brush the summer by
With half a smile and half a spurn,
As housewives do a fly.
If I could see you in a year,
I’d wind the months in balls,
And put them each in separate drawers,
Until their time befalls.
If only centuries delayed,
I’d count them on my hand,
Subtracting till my fingers dropped
Into Van Diemen’s land.
If certain, when this life was out,
That yours and mine should be,
I’d toss it yonder like a rind,
And taste eternity.
But now, all ignorant of the length
Of time’s uncertain wing,
It goads me, like the goblin bee,
That will not state its sting.
* Τασμανία

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ἐπάρκεια
Εἶναι κοντά μου ἐδῶ κι ὁ Ἁϊ – Γιώργης/ὁ μόνος μου γείτονας.

  Άι Γιώργης Κουρκούτα
Εἶναι κοντά μου ἐδῶ κι ὁ Ἁϊ – Γιώργης
ὁ μόνος μου γείτονας. Κατοικεῖ
στό ἐκκλησάκι πού χτίσαν γι’ αὐτόν
καί τό ἄσπρο του ἄλογο οἱ πρόγονοι.
Κι ἀπό τότε δέν ἔπαψε νά δέχεται
πότε μικρές ἀνεμῶνες, πότε χρυσάνθεμα
καί πότε μυρτιές πού τοῦ φέρνουνε
οἱ ἐπισκέπτες του. Πηγαίνω κ’ ἐγώ,
τόν βλέπω συχνά, αλλά μόνο
σάν φίλος του. Δέν μοῦ χρειάστηκε
τίποτα. Μοῦ ἐδόθη ἐξαρχῆς ὅ,τι
εἶχα ἀνάγκη νά πορέψω
τό βίο μου.
Κ’ ἔχω μέσα μου
ἀκόμη ψωμί καί νερό.

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Θανάσης Χατζόπουλος — Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά

Ένα παιδί την ώρα που κοιμάται
Ονειρεύεται
Στο λίκνο της ανάσας του
Βγάζει έναν φθόγγο, έναν αναστεναγμό
Ακούγεται μια φυσαλίδα ν’ ανεβαίνει

Ύπνε που φέρνεις τα παιδιά, έλα φέρε και τούτο…

Ένα παιδί την ώρα που κοιμάται
Ταξιδεύει
Στο κύμα του ιδρώτα του
Πνέει η αύρα της ζωής με τις εικόνες της
Στο άλμπουρο χτυπάει το πανί, τεντώνεται

Ύπνε που φέρνεις τα παιδιά, έλα φέρε και τούτο…

Ένα παιδί την ώρα που κοιμάται
Μεγαλώνει
Έναν έρωτα που βρίσκει μες στο σώμα του
Μια ιστορία στους χτύπους της καρδιάς του
Στους βράχους της αλλάζει τη ροή της

Ύπνε που φέρνεις τα παιδιά, έλα φέρε και τούτο…

Ένα παιδί την ώρα που κοιμάται
Διασταυρώνεται
Στ’ αλώνια με του Διγενή το πάθος
Τα πόδια του απλώνει και σηκώνεται με μια κραυγή
Ένα σπαθί γυαλίζει πλάι στο γυμνό του κράτος
Από τη συλλογή «Πρόσωπο με τη γη»
εκδ. Γαβριηλίδης, 2012
andro

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος — Μάνα και Γιος (1940)
«Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν»


Στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο ὄρθιος ὁ γιὸς πολέμαγε
κι ἡ μάνα κράταε τὰ βουνά, ὄρθιος νὰ στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καὶ σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σὰ νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τὰ φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τὰ ἔλατα καὶ χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινὲς σπάθες οἱ ψυχὲς σταύρωναν στὸν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν
καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους
κι ἔδερνε τὰ φουστάνια τους καὶ τὶς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτὲς ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τὴν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσο ποὺ μὲς στὰ σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη.

1940

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος — Ἡ γραφή μου

War Pieta by Max Ginsburg
Ἔμαθα γραφή καί ἀνάγνωση (πρίν
ἀπό τή γραφή καί πρίν από τήν ανάγνωση)
γιά νά γράψω τή μέρα, τή νύχτα, τό φῶς,
προπαντός τούς πολύχρωμους ἐκείνους ψιθύρους
πού βρίσκονται μέσα μου. Νά γράψω
τή γλώσσα τῶν λυγμῶν πού εἶναι μία
σ’ ὅλο τόν κόσμο. Τίς μητέρες – Μαρίες
πού ἄν ξεκινούσανε ὅλες μαζί,
ἡ μαύρη πομπή τους θά σχημάτιζε
ζώνη γύρω ἀπ’ τή γῆς.
Ὅλες τοῦτες
οἱ πέτρες πού βρίσκονται γύρω μου
εἶναι πλάκες τοῦ Θεοῦ ὅπου πάνω τους,
ἔμαθα γραφή καί ἀνάγνωση,
νά γράψω μέ μιά κιμωλία τήν ἀγάπη.
"ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ", 1984