Έρημος σταθμός
Μόλις πέθανα, βγήκα απ΄το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού
σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλε-
γε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολουθού-
σαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χε-
ρια των τυφλών, που εντούτοις ανάβαν την λάμπα,
ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις
γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν
μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο
φοβισμένος που αν μ΄ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο
Θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε
ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την
υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχα-
νε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μα
κριά κι απ΄ τους νεκρούς κι ο αμαξάς των παιδικών καιρών έξω
απ΄ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμα
ρωμένα άλογα.
Δολοφονία
«Ποιος είναι;», « ησύχασε κανείς» είπε, οι μύγες πνίγονταν με-
σα στ’ απομεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας με μαύρες κηλίδες
τη λάμψη του φθινοπώρου, «που πάμε;» ρώτησα, « σ’ έπαιξα, είπε,
κι έχασα»
τ’ αγάλματα μου γνέφαν, μα ήταν κάτι το ανεξήγητο, που το
ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόμουν, και τις νύχτες έσκυβα, « είσαστε
καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς μου,
η αμαρτία μου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωμένο,
γέμισα ξανά τα ποτήρια, « πιες, κάθαρμα» είπα, παλέψαμε με λύσ-
σα πάνω στο χαλί, όταν με πέταξε απ’ το παράθυρο, μια μακρι-
νή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και με σκέπασε με τα βλέφαρα της,
τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ, έπρεπε να κρύψω
όλα αυτά τα πτώματα που πλημμύριζαν το υπόγειο – Θεέ μου,
πόσες φορές με είχαν σκοτώσει,
κι όπως άνοιξε την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυμένο
κρασί το μακρινό μας ταξίδι, « αν ξανάρθω, θα συναντηθούμε, άρα-
γε;» είπε, « ναι, του λέω, γιατί εγώ θα βρίσκομαι πάντα στην
άκρη».
Ο εφημέριος
Την άλλη νύχτα ξανάρθε, κι όπως ανέβαινε, σκέφτηκα τα ραπί-
σματα στο πρόσωπο του Ιησού, που αναλήπτονταν τώρα κι αυτά
μαζί του, «επιτέλους, ποιος είσαι:» ρώτησα, «πάντα ήμουν αλλού»
είπε, κι οι τοίχοι ράγισαν απ΄το θανάσιμο αμάρτημα,
εγώ, γονατισμένος κάτω στο πάτωμα, έγλειφα αυτήν την κηλί-
δα από μια παλιά παιδική γιορτή, δυνατός αγέρας φυσούσε στο
διάδρομο, ο φωταγωγός είχε γεμίσει φωνές, ματωμένα πανιά, δού-
λες βογκούσαν στο υπόγειο,
κάποιο έγκλημα γινόταν χρόνια στο σπίτι, κι όταν το αίμα έτρε-
ξε κι έφτασε μέχρι κάτω τα σκαλοπάτια, είδα τις μέρες μου σαν
τις νεκρές ψείρες στο φτωχό φέρετρο των απόρων,
και τις νύχτες ταξίδευα με τον παλιό καναπέ, ήταν βέβαια κι οι
ανταύγειες του κεριού που ανοίγαν τους τοίχους, μα πιο πολύ βοη-
θούσαν οι ταπεινώσεις,
κι όταν έφεξε η αυγή, ο εφημέριος δίπλωσε σε μια εφημερίδα το
κομμένο κεφάλι μου, σαν δανεισμένη εικόνα.
poiein
Μόλις πέθανα, βγήκα απ΄το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού
σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλε-
γε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολουθού-
σαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χε-
ρια των τυφλών, που εντούτοις ανάβαν την λάμπα,
ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις
γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν
μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο
φοβισμένος που αν μ΄ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο
Θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε
ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την
υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχα-
νε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μα
κριά κι απ΄ τους νεκρούς κι ο αμαξάς των παιδικών καιρών έξω
απ΄ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμα
ρωμένα άλογα.
Δολοφονία
«Ποιος είναι;», « ησύχασε κανείς» είπε, οι μύγες πνίγονταν με-
σα στ’ απομεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας με μαύρες κηλίδες
τη λάμψη του φθινοπώρου, «που πάμε;» ρώτησα, « σ’ έπαιξα, είπε,
κι έχασα»
τ’ αγάλματα μου γνέφαν, μα ήταν κάτι το ανεξήγητο, που το
ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόμουν, και τις νύχτες έσκυβα, « είσαστε
καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς μου,
η αμαρτία μου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωμένο,
γέμισα ξανά τα ποτήρια, « πιες, κάθαρμα» είπα, παλέψαμε με λύσ-
σα πάνω στο χαλί, όταν με πέταξε απ’ το παράθυρο, μια μακρι-
νή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και με σκέπασε με τα βλέφαρα της,
τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ, έπρεπε να κρύψω
όλα αυτά τα πτώματα που πλημμύριζαν το υπόγειο – Θεέ μου,
πόσες φορές με είχαν σκοτώσει,
κι όπως άνοιξε την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυμένο
κρασί το μακρινό μας ταξίδι, « αν ξανάρθω, θα συναντηθούμε, άρα-
γε;» είπε, « ναι, του λέω, γιατί εγώ θα βρίσκομαι πάντα στην
άκρη».
Ο εφημέριος
Την άλλη νύχτα ξανάρθε, κι όπως ανέβαινε, σκέφτηκα τα ραπί-
σματα στο πρόσωπο του Ιησού, που αναλήπτονταν τώρα κι αυτά
μαζί του, «επιτέλους, ποιος είσαι:» ρώτησα, «πάντα ήμουν αλλού»
είπε, κι οι τοίχοι ράγισαν απ΄το θανάσιμο αμάρτημα,
εγώ, γονατισμένος κάτω στο πάτωμα, έγλειφα αυτήν την κηλί-
δα από μια παλιά παιδική γιορτή, δυνατός αγέρας φυσούσε στο
διάδρομο, ο φωταγωγός είχε γεμίσει φωνές, ματωμένα πανιά, δού-
λες βογκούσαν στο υπόγειο,
κάποιο έγκλημα γινόταν χρόνια στο σπίτι, κι όταν το αίμα έτρε-
ξε κι έφτασε μέχρι κάτω τα σκαλοπάτια, είδα τις μέρες μου σαν
τις νεκρές ψείρες στο φτωχό φέρετρο των απόρων,
και τις νύχτες ταξίδευα με τον παλιό καναπέ, ήταν βέβαια κι οι
ανταύγειες του κεριού που ανοίγαν τους τοίχους, μα πιο πολύ βοη-
θούσαν οι ταπεινώσεις,
κι όταν έφεξε η αυγή, ο εφημέριος δίπλωσε σε μια εφημερίδα το
κομμένο κεφάλι μου, σαν δανεισμένη εικόνα.
poiein