Στον πηλό το στόμα
|
*
|
μου ακόμη και σε ονόμαζε
|
Ρόδινο νεογνό
|
*
|
στικτή πρώτη δροσιά
|
.Κι από τότε σου πλάθε
|
*
|
βαθιά στα χαράματα
|
Τη γραμμή των χειλιών
|
*
|
και τον καπνό της κόμης
|
Την άρθρωση σου 'δινε
|
*
|
και το λάμδα το έψιλον
|
Την αέρινη άσφαλτη
|
*
|
περπατηξιά
|
Κι απ' την ίδια εκείνη
|
*
|
στιγμή μέσα μου ανοίγοντας
|
Άγνωστη φυλακή
|
*
|
φαιά κι άσπρα πουλιά
|
Στον αιθέρα ερίζοντας
|
*
|
ανέβηκαν κι ένιωσα
|
Πως για σένα τα αίματα
|
*
|
για σένα τα δάκρυα
|
Στους αιώνες το πάλεμα
|
*
|
το φριχτό και το υπέροχο
|
Η σαγήνη για σένα και
|
*
|
η ομορφιά
|
Στα πνευστά των δέντρων
|
*
|
και κρούοντας ο πυρρίχιος
|
Δόρατα και σπαθιά
|
*
|
να λες άκουσα Εσύ
|
Μυστικά προστάγματα
|
*
|
και παρθενοβίωτα
|
Με την έκλαμψη πράσινων
|
*
|
αστέρων λόγια
|
Και πάνω απ' την άβυσσο
|
*
|
αιωρούμενη γνώρισα
|
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ
|
*
|
|
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Σελίδες
▼