La Charitén Jean-François Millet |
Το σπίτι είναι ήσυχο, συγυρισμένο καθώς είναι τα μεγάλα διπλο-
σέντονα μες στο
σεντούκι με λεβάντα.
Ο ήλιος το 'χει ασβεστωμένο μέσα κ' έξω κ' είναι ριζωμένα τα
θεμέλια του
μέσα στη δροσερή σιωπή του χρόνου.
Κάθε που τ' αστροπέλεκο ξύνει της ερημιάς τον καπνοδόχο
ετούτο σίγουρο απαγκιάζει στων δεντρών το κυριελέησον
με το μεγάλο τζάκι του για να κονεύουν οι φτωχοί και τ' άλογα
τα μουσκεμένα
με τ' αγκωνάρια του τα διλποσταυρωτά σαν πέτρινα καρβέλια
με τα δοκάρια του γερά σαν τις πλάτες του κύρη μας
κι όλο μοσκοβολάει οξυά, κυπαρισσόμηλο και κέδρο.
Με το λουλάκι τ' ουρανού βαφτήκαν τα σκουτιά και τα προσόψια
μας,
στη μέση στέκει το τραπέζι διάπλατο για τους μουσαφιραίους
ως στέκουν τα βουβάλια στη νεροποντή, και μας στους μύλους οι
μυλόπετρες.
Ό,τι ακουμπήσεις πάνω του φτουράει σα ναν το βλόγησε η υπο-
μονή της μάνας
μας,
πληθαίνει το ψωμί και τα λαγήνια μας γεμίζουνε ρετσίνα
κι όταν αδειάζει το σκουτέλι ανάμεσα στα ψίχουλα του δείπνου
γίνεται το σκουτέλι μας καλοκαιριάτικο φεγγάρι ανάμεσα στ'
αστέρια.
Απάνου στους σουβάδες μένει ανέγγιχτος ο ίσκιος απ' τις γε-
νειάδες των
παππούδων μα
ο ίσκιος απ' τις χατζάρες και τις καραμπίνες τους
οι ίσκιοι απ' τα χέρια των παιδιών που φτιάχναν με το φως του
λύχνου
πρόβατα, γαϊδουράκια και γοργόνες προτού πέσουνε στο στρώμα.
Έτσι κ' οι τοίχοι του σπιτιού μα γίνηκαν σα φλωροκαπνισμένα
κονοστάσια —
εδώ η Μαρία κι ο Ιωσήφ κι ο Γιός τους κι ο Άλλος Πατέρας
που 'χει χοντρά μαλλιά σαν καραβόσκοινα και που κρατέι στα
χέρια του ένα τόπι
(ένα μεγάλο τόπι που 'χει απάνω του ζωγραφισμένη όλη την Πελο-
πόννησο)
πιο πέρα ο Μεγαλέξαντρος, η θεια-Παρασκευούλα κι ο Κολοκο-
τρώνης
κ' Εσύ αχνοφέγγοντας, Κυρά των Αμπελιών, πίσω απ' τα λιο-
δεντρα, πίσω απ'
τα κυπαρίσσια,
σταυρός, σπαθί και δόξα, αγνάντια σ' όλων των εχθρών μας, μέσα
κ' έξω, τα λεφούσια.ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ