Σελίδες

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Symphony of the Spring (1938)

Alex Alemany

I  Θά 'μαι το γλυκό παιδί/που χαμογελά στα πράγματα/και στον εαυτό του
II  Είχα κλείσει τα μάτια / για ν' ατενίζω το φως. / Τυφλός.
III  Κοίταξε αγαπημένη/πώς σε κοιτάζουν/τα λυπημένα χέρια μου.
IV*  Βηματίζεις / μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου/μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα,
V  Μια νέα κοπέλα/άνοιξε το παράθυρο/και χαμογέλασε στη θάλασσα.
VI  Αγαπημένη/δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής/τη ζωή και το φτερούγισμα.
VII  Είχε προφτάσει πολλούς θανάτους/κι είχε μάθει να μην κλαίει/να μην προσμένει
VIII  Θεέ μου Θεέ μου/η αγάπη μου ΄χε λείψει/για να χαρώ και να νοήσω/το μεγαλείο σου.
IX  Η αγάπη/πιο μεγάλη απ' τη σιωπή/γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο
X  Αγάπη, Αγάπη,/δε μούχες φέρει εμένα/μήτ' ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.
XI  Όλη τη ζωή μου ασώτεψα/σκάβοντας την έρημο
XII  Πλάθοντας ἄνθη ἀνώφελα/λησμόνησα νὰ ζήσω.
XIII  Ζεστή χρυσή μεσημβρία./Σταθμός του Απείρου/— η καρδιά μας.
XIV  Μέσα στη φούχτα της αγάπης χωράει το σύμπαν.
XV  Άξιζε να υπάρξουμε/για να συναντηθούμε.
XVI  Ἕνα ἄστρο ἔπεσε./Εἶδες;/Σιωπή./Κλεῖσε τὰ μάτια.
XVII  Ντυμένος το φέγγος/της θωπείας σου περνώ τολμηρός/μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.
XVIII  Αγαπημένη/έλα να μοιραστούμε/τα δώρα που μου ‘φερες.
XIX  Μέσ' απ' το βλέμμα σου/αγαπημένη/κοιτάω τον κόσμο
XX  Αγάπη, εσύ μου ξανάφερες/τ' άσπρα πουλιά της μητέρας
XXI  Πώς μπορεί η γη/να κρατήσει στα χέρια/της τόση ευτυχία;
XXII  Αγάπη, γιατί ήρθες;/Αν φύγεις, αγάπη;
XXIII  Ένα διάλειμμα λευκότητας/προσφερμένο στην προσευχή.
XXIV  Η δεσποτεία της νύχτας πάνω στα μέτωπά μας/και στους δρόμους.
XXV  Φοβούμαι σιμά σου/κι όμως αγαπώ το δέος μου
XXVI  Μας άγγιξε ψυχρό /το φθινοπωρινό λυκόφως
XXVII Καλοί μου άνθρωποι/πώς μπορείτε/να σκύβετε ακόμη; Πώς μπορείτε/να μη χαμογελάτε;

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XXVI
«Μας άγγιξε ψυχρό /το φθινοπωρινό λυκόφως.»

Silence of the fall painting by Leonid Afremov

Μας άγγιξε ψυχρό 
το φθινοπωρινό λυκόφως.

Χλωμό το φως αργεί
 — λησμονημένη προτομή του ποιητή
σ' εγκαταλελειμμένο πάρκο.

Πως ερημώθηκε ο τόπος.
Τα εξοχικά κέντρα κλεισμένα.
Απ' τα σπασμένα τζάμια τους
περνοδιαβαίνουν οι άνεμοι
σφυρίζοντας
στις άδειες φιάλες
και στα κατάκοπα πολύφωτα.

Μέσα στο δάσος 
οι έρημοι πάγκοι
συνομιλούν μυστικά
με τα πεσμένα φύλλα
και με τους ίσκιους.

Εδώ κι εκεί απομένουν
τα μαύρα σημάδια
κι οι στάχτες
απ' τις φωτιές που ανάβαν
χαρούμενα παιδιά
τα βράδια του θέρους.

Λίγο πιο κάτω 
η θάλασσα θαμπή
ξεδιπλώνει τα ρίγη
του ατελεύτητου δέους.

Νεκρά
τα φωτεινά κορμιά
των εφήβων
λιώνουν κάτω απ' τα φύκια.

Στην αμμουδιά περνούν
σκυφτές κάτω απ' το σούρουπο
μαυροντυμένες γριές
γυρεύονατς τα ίχνη
των πνιγμένων παιδιών τους
και τ' απορρίματα της θύελλας.
Που μοιράσαμε τον ήλιο;

Στο άνοιγμα αυτό του δάσους
φτάνουν τη νύχτα
τα φοβισμένα ελάφια
και κοιτάζουν με μάτια νωπά
την κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου.

Πόσα μάτια μας βλέπουν.
Δεν ωφελεί να κρυφτούμε.

Θα μας βρουν τα μάτια μας
που ξύπνησαν
μόλις αποκοιμήθηκε το δέρμα μας.

Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή
ρυτιδώνει χαμηλά
τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν
αποχαιρετισμού μαντήλια.

Ακούμε το βήμα της ομίχλης
στους έρημους δρόμους.

Ο θάνατος κατασκοπεύει.
Κοιτάζει απ' το φεγγίτη
την κουρασμένη λάμπα μας
κρύβεται κάτω απ' την κλίνη μας
κι ετοιμάζει φλογέρες με τα κόκαλα
των πεθαμένων χελιδονιών

(Μη τάχατες όλες οι φλογέρες
δεν έχουν γίνει
με κόκαλα πουλιών;)

Γιατί αργούμε;
Μια σειρήνα θα σφυρίξει
τα μεσάνυχτα
κι η αποδημία που δίσταζε
θ' ακολουθήσει τους γερανούς.

Ο ήλιος με φωνάζει.