Σελίδες

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XX
«Αγάπη, εσύ μου ξανάφερες/τ' άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει/στο σιγαλό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.»

Morning harbor — By Leonid Afremov

... Η καλοκαιρινή βραδιά
έμπαινε απ’ το παράθυρο
στη λευκή κάμαρα 
του πατρικού σπιτιού μου. 

Ξαπλωμένος
στο παιδικό κρεβάτι μου
με μισόκλειστα βλέφαρα
άκουγα τ' άστρα και τους γρύλους
να τετερίζουνε στους κάμπους.

Κάτω από την εγκάρδια λάμπα
η μητέρα κεντούσε
μιαν άγκυρα με μπλε μετάξι
στη λινή μου ποδιά

Τα τρυφερά της χέρια περνοδιάβαιναν
στο φωτισμένο κύκλο
 — άσπρα πουλιά
πάνω στην ήρεμη λίμνη της καρδιάς μου.

Η κεντημένη μου άγκυρα
πόσο γερά κρατούσε αραγμένα
στο λιμανάκι του νησιού μας
τις γαληνές βαρκούλες
και τα όνειρά μου.

Ο θάνατος δεν είχε αγγίξει 
τη χλόη του σπιτιού μας
κι απ' τ' ανθισμένο μας μπαλκόνι
δεν είχε ανεμιστεί ποτέ
μαντίλι χωρισμού
προς την απέραντη θάλασσα.

Ήμερο το άγνωστο 
κοιμόταν
πίσω απ' τον ίσκιο της μητέρας.

Κι όμως εγώ
που δε γνώριζα τίποτα
έβλεπα τον καλό θεό
να μου χαμογελάει
στο βάθος του ανοιχτού παράθυρου
μέσ' από τους χρυσούς θάμνους των άστρων.

Μια μυρωδιά χόρτου νωπού και γιασεμιού 
κυμάτιζε στον ήπιο αέρα.
Κι ένα βήμα ελαφρό, 
σαν από ακτινοβόλο πόδι Αγγέλου
τριγύριζε το σπίτι μας.

Ήταν το βήμα σου, ω Αγάπη, 
που έψαχνε τόσα χρόνια πριν 
κάτω απ' τη θερινή σελήνη 
να μ' ανταμώσει! 

Κι εγώ αγρυπνούσα
ακούγοντας το βήμα σου
να γεμίζει τραγούδι
την καρδιά του κόσμου
και την καρδιά μου.

Απόψε νιώθω πάλι
έξω από το σπίτι μας
τον προστατευτικόν ίσκιο του Αγγέλου.

Αγάπη, εσύ μου ξανάφερες
τ' άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγαλό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια. 

Όλη μου η ομορφιά συνάζεται 
για να στολίσει τα μαλλιά σου. 
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό, 
που ’ταν δικό μου κ' έμενε σαν ξένο 
και μ' είχε λησμονήσει, 
ξανάρχεται στα χέρια σου 
να ζεσταθεί, 
να ξαναζήσει
και να σε φιλήσει!

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XVIII
«Αγαπημένη/έλα να μοιραστούμε/τα δώρα που μου ‘φερες.»

Summer Night ~ artist AkagenoSaru; technical pen with white ink on black paper

Κλείνω τα βλέφαρα
κάτω απ' την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα 

εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.

Είμαι
ο έναστρος ουρανός 
του θέρους.

Τόσο βαθύς κι ωραίος 
τόσο μεγάλος έγινα
απ' την αγάπη σου 
που δε δύνεσαι πια 
να μ' αγκαλιάσεις.

Αγαπημένη 
έλα να μοιραστούμε 
τα δώρα που μου ‘φερες.

Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ' το βάρος των ανθών και των φύλλων του.

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XVII
«Δε φοβούμαι./Ντυμένος το φέγγος/της θωπείας σου
περνώ τολμηρός/μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.»

Flowers in Winder
Δε φοβούμαι.
Ντυμένος το φέγγος
της θωπείας σου
περνώ τολμηρός
μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.

Κανείς δεν μπορεί
να ρυπάνει
το κράσπεδο της κλίνης μας.

Ας έλθουν οι θύελλες
να συντρίψουν τους καθρέφτες των κήπων.
Ας κλείσει το χιόνι τη θύρα μου.
Ας καλύψει
με την παλάμη της η νύχτα
τον τελευταίο φεγγίτη μου.

Εγώ θα δείχνω στη βροχή
αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο
που απόθεσε στα χέρια μου η θωπεία σου
και θα χαμογελώ ιλαρός
μέσα στη μόνωσή μου.

Ποια τιμωρία θ’ απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ’ τα μάτια μου;

Ανάλυση Κωνσταντίνος Μάντης

Δε φοβούμαι.
Ντυμένος το φέγγος
της θωπείας σου
περνώ τολμηρός
μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.


Το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας δεχτεί τον έρωτα της αγαπημένης γυναίκας,αισθάνεται πως πια δεν έχει τίποτε να φοβηθεί. Είναι έτοιμος να διαβεί το δάσος της νύχτας -τις πλείστες παγίδες των αυθαίρετα ανακλημένων τραυμάτων του παρελθόντος-, χωρίς ν’ ανησυχεί για το αν θ’ αντέξει μια τέτοια δοκιμασία. Τώρα πια νιώθει τολμηρός, αφού έχει το φως από το χάδι εκείνης να υπερνικά ακόμη και τις πιο σκοτεινές στιγμές της νύχτας.

Κανείς δεν μπορεί
να ρυπάνει
το κράσπεδο της κλίνης μας.


Ο ποιητής αντλεί μια απίστευτη αίσθηση δύναμης από την επίγνωση πως ο έρωτάς τους είναι τόσο ισχυρός, ώστε τίποτε δεν μπορεί να τον βλάψει. Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να μολύνει την άκρη του κρεβατιού τους, αφού η αγάπη τους είναι καθαγιασμένη από την ίδια της την απολυτότητα.

Ας έλθουν οι θύελλες
να συντρίψουν τους καθρέφτες των κήπων.
Ας κλείσει το χιόνι τη θύρα μου.
Ας καλύψει
με την παλάμη της η νύχτα
τον τελευταίο φεγγίτη μου.


Πλέον ό,τι κι αν συμβεί, ο ποιητής νιώθει απόλυτα ασφαλής και προφυλαγμένος, αφού έχει μέσα στην ψυχή του τη βεβαιότητα του έρωτά τους. Ας έρθουν, λοιπόν, θύελλες κι ας συντρίψουν το καθρέφτισμα της ομορφιάς στους κήπους∙ ας κλείσει το χιόνι την πόρτα του σπιτιού του∙ ας καλύψει η νύχτα με την ίδια της την παλάμη ακόμη και τον τελευταίο φεγγίτη, κρύβοντας κάθε ίχνος φωτός από τον ποιητή. Τίποτε δεν θα μπορέσει να τον πτοήσει.

Εγώ θα δείχνω στη βροχή
αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο
που απόθεσε στα χέρια μου η θωπεία σου
και θα χαμογελώ ιλαρός
μέσα στη μόνωσή μου.


Μπροστά σε κάθε και σε όποια δυσκολία ή αναποδιά∙ μπροστά στην απρόσμενη βροχή, ο ποιητής θα δείχνει το ανοιξιάτικο τριαντάφυλλο που άφησε στα χέρια του το χάδι της αγαπημένης του και θα χαμογελά απροσμέτρητα ευτυχισμένος μέσα στην απομόνωσή του.

Ποια τιμωρία θ’ απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ’ τα μάτια μου;


Ο ποιητής νιώθει μέσα του τόσο ισχυρή την ευλογία της αγάπης της, ώστε θεωρεί πως τίποτε δεν θα μπορέσει ποτέ να του στερήσει αυτή τη βαθιά αίσθηση ευδαιμονίας. Ακόμη κι αν η ζηλόφθονη μοίρα αποφάσιζε να τον τιμωρήσει, που ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης ευτυχίας, εκείνος θεωρεί πως δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει τιμωρία ικανή να απαλείψει από τα μάτια, απ’ τη μνήμη κι απ’ την ψυχή του τα γεμάτα φως ίχνη των ματιών της.