Morning harbor — By Leonid Afremov |
... Η καλοκαιρινή βραδιά
έμπαινε απ’ το παράθυρο
στη λευκή κάμαρα
του πατρικού σπιτιού μου.
Ξαπλωμένος
στο παιδικό κρεβάτι μου
με μισόκλειστα βλέφαρα
άκουγα τ' άστρα και τους γρύλους
να τετερίζουνε στους κάμπους.
Κάτω από την εγκάρδια λάμπα
η μητέρα κεντούσε
μιαν άγκυρα με μπλε μετάξι
στη λινή μου ποδιά
Τα τρυφερά της χέρια περνοδιάβαιναν
στο φωτισμένο κύκλο
— άσπρα πουλιά
πάνω στην ήρεμη λίμνη της καρδιάς μου.
Η κεντημένη μου άγκυρα
πόσο γερά κρατούσε αραγμένα
στο λιμανάκι του νησιού μας
τις γαληνές βαρκούλες
και τα όνειρά μου.
Ο θάνατος δεν είχε αγγίξει
τη χλόη του σπιτιού μας
κι απ' τ' ανθισμένο μας μπαλκόνι
δεν είχε ανεμιστεί ποτέ
μαντίλι χωρισμού
προς την απέραντη θάλασσα.
Ήμερο το άγνωστο
κοιμόταν
πίσω απ' τον ίσκιο της μητέρας.
Κι όμως εγώ
που δε γνώριζα τίποτα
έβλεπα τον καλό θεό
να μου χαμογελάει
στο βάθος του ανοιχτού παράθυρου
μέσ' από τους χρυσούς θάμνους των άστρων.
Ξαπλωμένος
στο παιδικό κρεβάτι μου
με μισόκλειστα βλέφαρα
άκουγα τ' άστρα και τους γρύλους
να τετερίζουνε στους κάμπους.
Κάτω από την εγκάρδια λάμπα
η μητέρα κεντούσε
μιαν άγκυρα με μπλε μετάξι
στη λινή μου ποδιά
Τα τρυφερά της χέρια περνοδιάβαιναν
στο φωτισμένο κύκλο
— άσπρα πουλιά
πάνω στην ήρεμη λίμνη της καρδιάς μου.
Η κεντημένη μου άγκυρα
πόσο γερά κρατούσε αραγμένα
στο λιμανάκι του νησιού μας
τις γαληνές βαρκούλες
και τα όνειρά μου.
Ο θάνατος δεν είχε αγγίξει
τη χλόη του σπιτιού μας
κι απ' τ' ανθισμένο μας μπαλκόνι
δεν είχε ανεμιστεί ποτέ
μαντίλι χωρισμού
προς την απέραντη θάλασσα.
Ήμερο το άγνωστο
κοιμόταν
πίσω απ' τον ίσκιο της μητέρας.
Κι όμως εγώ
που δε γνώριζα τίποτα
έβλεπα τον καλό θεό
να μου χαμογελάει
στο βάθος του ανοιχτού παράθυρου
μέσ' από τους χρυσούς θάμνους των άστρων.
Μια μυρωδιά χόρτου νωπού και γιασεμιού
κυμάτιζε στον ήπιο αέρα.
Κι ένα βήμα ελαφρό,
σαν από ακτινοβόλο πόδι Αγγέλου
τριγύριζε το σπίτι μας.
Ήταν το βήμα σου, ω Αγάπη,
που έψαχνε τόσα χρόνια πριν
κάτω απ' τη θερινή σελήνη
να μ' ανταμώσει!
Κι εγώ αγρυπνούσα
ακούγοντας το βήμα σου
να γεμίζει τραγούδι
την καρδιά του κόσμου
και την καρδιά μου.
Απόψε νιώθω πάλι
έξω από το σπίτι μας
τον προστατευτικόν ίσκιο του Αγγέλου.
Αγάπη, εσύ μου ξανάφερες
τ' άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγαλό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.
Κι εγώ αγρυπνούσα
ακούγοντας το βήμα σου
να γεμίζει τραγούδι
την καρδιά του κόσμου
και την καρδιά μου.
Απόψε νιώθω πάλι
έξω από το σπίτι μας
τον προστατευτικόν ίσκιο του Αγγέλου.
Αγάπη, εσύ μου ξανάφερες
τ' άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγαλό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται
για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό,
που ’ταν δικό μου κ' έμενε σαν ξένο
και μ' είχε λησμονήσει,
ξανάρχεται στα χέρια σου
να ζεσταθεί,
να ξαναζήσει
και να σε φιλήσει!