Birgit Huttemann-Holz "Silent Poetry" |
Όμφακες, ακόμα όμφακες
κι αγουρίδες
πουθενά καρπός ώριμος
Και οι ώρες της μέρας κυλούν,
κυλούν των βδομάδων οι μέρες
και οι μήνες του χρόνου
Στη γη την άνυδρη στηρίζω τα πέλματα
-μην κι απ’ το νου δραπετέψει το φριχτό μοιρολόι -
στο χώμα που γυάλινο γίνηκε
το βλέμμα καρφώνω
για να θωρώ μανάδες στα μαύρα
στα μαύρα και κόρες
-τις σκηνές να μη χάσω, να μην ξεχαστώ-
Και οι ώρες της μέρας κυλούν
των βδομάδων οι μέρες …
Παιδιά στυλώνουν την ψυχή
δέονται βουβά
για παραμύθια ανάκουστα
που μέση, αρχή και τελειωμό δεν έχουνε.
Και οι ώρες της μέρας κυλούν…
Λέξεις πανάρχαιες περιμένουν,
γυρεύουνε να βγουν στο φως
στο σήμερα να πουν το όνομά τους
Και οι ώρες της μέρας …
Νύχια από σίδερο
σκαλίζουν αδιάκοπα χώμα σκληρό
καμωμένο από πάγο και δάκρυ και αίμα
να θάψουν βαθιά καρδιά κι αγάπες
και τραγούδια-ταχταρίσματα
και παραμύθια να ξεθάψουν
προτού να ΄ν αργά
προτού τα παιδιά μεγαλώσουν
και τους είναι αχρείαστα
Και οι ώρες της μέρας κυλούν
των βδομάδων οι μέρες και οι μήνες του χρόνου
Ένα βαθυγάλαζο πέλαγο να βαφτιστεί
περιμένει, εις μάτην…
Τόσα πολλά …
Πότε; Πότε;
Σε μια ζωή κοντόμερη
………. οριοθετημένη