Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Οι αριθμοί μου εξαντλήθηκαν μετρώντας το βάθος της σταγόνας που στάλαξε πάνω απ’ το φύλλο του δέντρου στο χέρι μου. Ξανάρχισα πάλι και πάλι εξαντλήθηκαν. Κύριε, Πού τελειώνει το φως; Πού τελειώνει η αγάπη; Πού τελειώνουν τα χρώματα; Νικηφόρος Βρεττάκος, από τη συλλογή «Το βάθος του κόσμου» (1961)