Edvard Munch in the National Museum Self-Portrait with Cigarette, 1895 |
ανατρεπόμενα όνειρα-φορτηγά
στου ύπνου το γλυκό κατηφόρισμα
κι απόβλητο φεγγάρι συνέχεε μνήμη κι απώλεια.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει
καθώς έβγαινα
στο χρόνο που ειν’ άχρονος το αχανές
δεσμωτήριο της γλώσσας
ερχόμενος προς το στήθος ωσάν μόλις
άγγελος πειραγμένος από φαρυγγίτιδα.
(Φαίνεται πως το κάπνισμα συγγενεύει με τα ουράνια.
ο καπνός που μας ενώνει ανεβαίνοντας.)
Εκεί δεν έχει δευτερόλεπτα κι ανάσαινα νήστις
αλλ’ αυτήκοος αθανασίας.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει
πράγματα κι ανθρώπους. εκατόμβες ομοιοφρένειας.
ήμουνα ο γόνος
ο Γυμνιστής Αχάλκευτος Ήχος
φρυγικό σύντριμμα
οι θεοφρούρητοι χημικοί τύποι.
Βεβαίως ήμουνα
ο άρτιος πόνος αυτοδίδαχτο σκοτάδι
θα ’λεγες με σιγαστήρα
θα ’λεγες
με μουσουλμάνικο γαλάζιο.
η ώρα είναι πράγματι ώρα;
Σας είπα. έβγαινα ξελησμονώντας ασημοκάντηλα
πάμφωτα
στη φαντασίωση
τα στίλβοντα μανουάλια της αγάπης.
Πετάχτε μου λέξεις απ’ τα παράθυρα
πετάχτε μου λέξεις απ’ τους εξώστες
η πτήση της αγριόχηνας νεανισμός από εγρήγορη
αρχαιότητα.