Herbert James Draper (1863-1920), Halcyone, 1915 |
Δυνατή ώς τη θάλασσα με χίμαιρες θερμές του αέρα
ήτανε σα νερά στο πρόσωπο τα μαλλιά της
εγώ την έβλεπα ονειρεμένη στους αγρούς
με του φυτού τ’ ανάστημα ο μόνος.
Αλκυόνη φέγγεις τα όνειρα και χύνονται κρουστοί καρποί στο σπίτι
μιαν ώραν οπού χαράκωνες το λάμπρος μέσ’ στις σιωπές
η νοσταλγία σ’ άγγιξε βραδάκι.
Άκου, κράζει ο κόρακας ερημικά πετώντας
πηγαίνει με τον άνεμο φτεροσταματημένος: Ο καιρός θ’ αλλάξει.
Μα εσύ πέρα στην καλοσύνη αλιεύεις τ’ άστρα
κι αστράφτει το χρυσάφι έξω από κινδύνους.
Αλκυόνη έν’ άγγελμα σιμώνει μέσ’ στην ταραχή του άνθους
εγώ ο δακρύπλουτος
πίνω καφέ σύντροφο στο μυθικό γαλάζιο
σύγκορμα δευτερόλεπτα περνούν απ’ τη γεύση μου.
Φως υπεράνω έρχεται και χύνει την αγάπη
καθώς ο δρόμος είναι γυριστός – της μοναξιάς τυλιγάδι.
Κατόπιν από μια ωραία γυναίκα τι να υπάρχει; Μονάχα ο τάφος.
Κι ο έρωτας ενώνει τα κορμιά
με την υγρή του σύνδεση για πάντα
σε μια στιγμή
που ο φθόνος του καιρού την ξαναπαίρνει.
Έφυγαν οι μέρες έχω την ωραία μνήμη.
ήτανε σα νερά στο πρόσωπο τα μαλλιά της
εγώ την έβλεπα ονειρεμένη στους αγρούς
με του φυτού τ’ ανάστημα ο μόνος.
Αλκυόνη φέγγεις τα όνειρα και χύνονται κρουστοί καρποί στο σπίτι
μιαν ώραν οπού χαράκωνες το λάμπρος μέσ’ στις σιωπές
η νοσταλγία σ’ άγγιξε βραδάκι.
Άκου, κράζει ο κόρακας ερημικά πετώντας
πηγαίνει με τον άνεμο φτεροσταματημένος: Ο καιρός θ’ αλλάξει.
Μα εσύ πέρα στην καλοσύνη αλιεύεις τ’ άστρα
κι αστράφτει το χρυσάφι έξω από κινδύνους.
Αλκυόνη έν’ άγγελμα σιμώνει μέσ’ στην ταραχή του άνθους
εγώ ο δακρύπλουτος
πίνω καφέ σύντροφο στο μυθικό γαλάζιο
σύγκορμα δευτερόλεπτα περνούν απ’ τη γεύση μου.
Φως υπεράνω έρχεται και χύνει την αγάπη
καθώς ο δρόμος είναι γυριστός – της μοναξιάς τυλιγάδι.
Κατόπιν από μια ωραία γυναίκα τι να υπάρχει; Μονάχα ο τάφος.
Κι ο έρωτας ενώνει τα κορμιά
με την υγρή του σύνδεση για πάντα
σε μια στιγμή
που ο φθόνος του καιρού την ξαναπαίρνει.
Έφυγαν οι μέρες έχω την ωραία μνήμη.