Σελίδες

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Κώστας Βάρναλης — Οἱ μοιραῖοι

Αλέξανδρος Χριστοφής - Καυγάς στην Ταβέρνα (1946)
Το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)

Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.

-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!



Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.


Ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η δράση του αφηγηματικού αυτού ποιήματος είναι μια υπόγεια ταβέρνα γεμάτη καπνούς απ’ τα τσιγάρα και βρισιές απ’ τους θαμώνες. Ενώ, ως στοιχείο εξωτερικού χώρου τίθεται παρενθετικά η σημείωση για τον ενοχλητικό ήχο της λατέρνας. 
Συντίθεται, έτσι, το σκηνικό μιας φτωχογειτονιάς, της οποίας οι άνθρωποι βρίσκουν ως μόνη διαφυγή απ’ τη δυστυχία τους το πιοτό (να πάνε κάτου τα φαρμάκια).
Ο αφηγητής αποτελεί μέλος της παρέας (πίναμε, α΄ πληθυντικό), που χθες το βράδυ -όπως και κάθε βράδυ άλλωστε- συναντήθηκε στην υπόγεια αυτή ταβέρνα, για να πνίξει τα φαρμάκια της δύσκολης ζωής στο ποτό. Το σχόλιο «σαν όλα τα βραδάκια» καθιστά σαφές πως η καταφυγή στο ποτό, αλλά και η συνάντηση των φίλων, συνιστά μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία∙ έναν τρόπο ζωής, που φανερώνει παραστατικά την ένταση της δυστυχίας που βιώνουν, και τη συνεπαγόμενη ανάγκη να αποζητούν την παρηγοριά της συντροφικότητας.

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!


Τα μέλη της παρέας σφίγγονται ο ένας πλάι στον άλλον είτε λόγω της στενότητας του χώρου είτε γιατί καθώς συζητούν θέλουν να πλησιάσουν περισσότερο μεταξύ τους. Ενώ, η αναφορά στη συνήθειά τους να φτύνουν στο δάπεδο, σε συνδυασμό και με τις βρισιές που ακούγονται στην ταβέρνα, δίνει μια ρεαλιστική εικόνα ανθρώπων χαμηλού βιοτικού επιπέδου.

Με τη γενικής ισχύος διαπίστωση πως το βάσανο της ζωής είναι πολύ μεγάλο, και πως όσο κι αν τυραννά κανείς τη σκέψη του δεν μπορεί να θυμηθεί μιαν άσπρη μέρα (μεταφορά), μια μέρα ευτυχίας, δίνεται απ’ τον αφηγητή το κλίμα των συζητήσεων και των προβληματισμών της παρέας. 
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η εναργής παρουσίαση της δυστυχίας των κεντρικών προσώπων, αλλά και η ταύτισή τους με σημαντικό μέρος του πληθυσμού εκείνης της εποχής, που βρισκόταν ανάλογα αντιμέτωπο με την οικονομική ανέχεια και τα συνεχή προβλήματα του δύσκολου βιοπορισμού.

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)


Η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στην ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος και τη μίζερη υπόγεια ταβέρνα, έρχεται να τονίσει ακόμη περισσότερο το βαθμό στον οποίο οι φτωχοί άνθρωποι μένουν αποκλεισμένοι από τη βίωση των ευδαιμονικών πτυχών της ζωής.

Ο ήλιος, η γαλάζια θάλασσα, ο ορίζοντας του απέραντου ουρανού, τα θελκτικά χρώματα της αυγής, όπως και τα εντονότερα χρώματα της δύσης, όλα προσφέρουν απλόχερα το απροσμέτρητο κάλλος τους, χωρίς ωστόσο να κατορθώνουν ν’ αγγίξουν την καρδιά των βασανισμένων ανθρώπων. 
Η φτώχεια, η απόγνωση και τα συνεχή προβλήματα δεν τους επιτρέπουν να νιώσουν τη χαρά και την αισιόδοξη διάθεση που ευαγγελίζεται η αρμονία και η ομορφιά της φύσης. Άλλωστε, για τους ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με τόσο σημαντικές δυσκολίες, η ωραιότητα της φύσης και η προσδοκία της ευδαιμονίας που προκύπτει μέσα από αυτή, καθιστούν ακόμη πιο δυσβάσταχτη την αγωνία τους.
...................
η συνέχεια εδώ: latistor