Στα χόρτα μπλέκοντας τρελά κουρέλια ασημωμένα
Και λάμπει απ' το περήφανο βουνό του πέρα ο ήλιος.
Είναι μια ρεματιά μικρή που αφρίζει απ' τις αχτίδες.
Ένας στρατιώτης μ' ανοιχτό στόμα, γυμνό κεφάλι
Και με το σβέρκο στο νωπό τον κάρδαμο χωμένο
Κοιμάται κι είναι ξαπλωτός στη χλόη κάτω απ' τα νέφη,
Ωχρός, σε κλίνη πράσινη όπου χρυσόφως βρέχει.
Με τα ποδάρια στα πλατιά σπαθόχορτα κοιμάται
Κάνει έναν ύπνο ως άρρωστο παιδί χαμογελώντας,
Φύση, νανούριζέ τονε θερμά πολύ. Κρυώνει.
Δε φέρνουν στα ρουθούνια του τρεμούλιασμα τα μύρα.
Κοιμάται με το χέρι στο στήθος μες στον ήλιο,
Ατάραχος. Και στο δεξί πλευρό του έχει δύο τρύπες.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ (1909-1956)
Από τον τόμο Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης, Εκδ. Καστανιώτης
Από τον τόμο Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης, Εκδ. Καστανιώτης
Le Dormeur du Val
C'est un trou de verdure où chante une rivière
Accrochant follement aux herbes des haillons
D'argent ; où le soleil, de la montagne fière,
Luit : c'est un petit val qui mousse de rayons.
Un soldat jeune, lèvre bouche ouverte, tête nue,
Et la nuque baignant dans le frais cresson bleu,
Dort ; il est étendu dans l'herbe sous la nue,
Pâle dans son lit vert où la lumière pleut.
Les pieds dans les glaïeuls, il dort. Souriant comme
Sourirait un enfant malade, il fait un somme :
Nature, berce-le chaudement : il a froid.
Les parfums ne font pas frissonner sa narine ;
Il dort dans le soleil, la main sur sa poitrine
Tranquille. Il a deux trous rouges au côté droit.
Arthur Rimbaud