Σελίδες

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XIX
Κυρά, τα πατερμά της νύχτας άναψαν καψούλια
κι απάνου στα ψηλά βουνά ξημέρωσαν οι σπάθες

Βάλιας Σεμερτζίδης Πινελιές για την Ελευθερία
Βουβά η ελιά διαβάζει μέσα της το πέτρινο βαγγέλιο
τ' αμπέλια βράζουν το χυμό για το μεγάλο δισκοπότηρο του Αγώνα
— αχ του καημού λιβανιστήρι, η Άγια Πύλη βρόντηξε: 
«σώνουν τα σαραντάμερα της νήστειας και της πίκρας
τα κόλλυβα σωθήκανε κ' η Παναγιά αρματώθη».

Κυρά, τα πατερμά της νύχτας άναψαν καψούλια
κι απάνου στα ψηλά βουνά ξημέρωσαν οι σπάθες
κι αστροβολάν οι ανηφοριές κι αχολογάν οι βίγλες
κ' ένας αϊτός τρανός αϊτός απ' το Σταυρό της Γκιώνας
φέρνει τη διάτα του Κυρού σε πλάκα μαρμαρένια:

«Σήμερα ανοίγει ο ουρανός τα παραθύρια του ήλιου,
να σκούξουνε τα σήμαντρα κ' οι αγγέλοι να σαλπίσουν — 
σήμερα αρχίζει στα βουνά το μέγα πανηγύρι
τ' Άη -Θυμαριού η ανάσταση τ' Άη -Έλατου το γλέντι»

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XVIII
Δάγκωσ' τα χείλα σου, Κυρά, μην ακουστεί το σκούσμα.
Συδαύλα τη φωτιά — μηδέ ο στερνός μηδέ κι ο πρώτος.

Bierstadt Albert: "Storm over the Rocky Mountains"
Fogg Art Museum, Cambridge (USA)
Κλείσε, Κυρά, τα παραθύρια. Καβατζάρει ο άνεμος της νύχτας.
Μπαίνει απ' τη χαραμάδα η παγωνιά κι αχνίζει τον κατρέφτη.
Στη στέγη η προκαδούρα της φουρτούνας σπάει τα κεραμίδια
και μόνο το αχ του λυχναριού σταυροκοπιέται μες στο δώμα.

Σιγά, σιγά, μην τρίξει το σανίδι. Στο κελάρι ο ποντικός
μασάει τη μετζεσόλα της σιωπής. Σιγά — ποιος είναι;
Ανοίγει η πόρτα μόνη της και μπαίνει η θαλασσοδαρμένη Δέ-
.... σποινα.
Κάτου απ' τη μασκάλη της κρατάει τα ρούχα του πνιγμένου
— η πατατούκα η ναυτική κ' η ραβδωτή φανέλα
κ' η χάρτα με την έγνοια του μελετημένη στ' άστρα
κ' ένα αμπελόφυλλο από ξύλο — ακροπρεπίδι της Γοργόνας.

Δάγκωσ' τα χείλα σου, Κυρά, μην ακουστεί το σκούσμα.
Συδαύλα τη φωτιά — μηδέ ο στερνός μηδέ κι ο πρώτος.

Σπίθα τη σπίθα η αστραπή φωτίζει τα μπακίρια στο πατάρι
και το μεγάλο σπιτικό μας διπλοκρέββατο μ' όλους τους μπρούν-
.... τζους του μες στο σκοτάδι ανάβει
σαν Επιτάφιος του σπιτιού που όλος μοσκοβολά πορτοκαλάνθι
.... και μπαρούτι.

Κι απόμακρα μουγκό - μουγκό κορφή - κορφή το κορφοβούνι
μέσ' απ' τα γιαταγάνια των κυπαρισσιών το μέγα μπουμπουνίδι
σα να κυλάει ο άγριος θεός της Κρίσης τα καζάνια.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Αμπελιών XVII
... τρεις ναύτες, τρεις ομορφονιοί σού φέρνουνε δυο ταμιζάνες φως
απ' τους μεγάλους κάβους.

J. M. W. Turner - Fishermen at Sea exhibited in 1796
Σαν τι μαντάτο φέρνει ο γλάρος στην απανεμιά του κάστρου μας —
ποιος να παστρέψει τώρα με τα νύχια του των άστρων τα κου-
.... κουνάρια
και ποιος να μείνει στην ποδιά σου, μάνα μας, να καθαρίζει μπι-
.... ζελάκια;

Σπουργίτι που γεννάει τ' αυγά του στ' άχερο της ερημιάς
ανηφοριές του Άη-Θεριστή που λιβανίζει η μαντζουράνα
αυλόπορτες της άνοιξης στου δειλινού το μοσκολίβανο
βρύσες που στριμωχτήκαν στις αλυγαριές ανάμεσα
κι αράδα - αράδα οι στάμνες στα περβάζια του ύπνου δροσι-
.... σμένες —
κάτι ποτίζουν σιωπηλά στη ρίζα - ρίζα την αθώρητη
κάτι ετοιμάζουν μες στο χέρι μας που ούτε το μάτι δεν το ξέρει.

Κυρά των Αμπελιών, Κυρά της θάλασσας, με πεταλίδες κι άστρα
.... κολλημένα στις κοτσίδες σου,
καράβια πάνε κ' έρχουνται μες στο μουγγό ανεμόβροχο,
τρεις ναύτες, τρεις ομορφονιοί σού φέρνουνε δυο ταμιζάνες φως
.... απ' τους μεγάλους κάβους.

Ποιος θα σε φτάσει τώρα στο φεγγάρι που χτυπάς φλουρί στου
.... βιολιστή το κούτελο;
Πέφτουν τα πικραμύγδαλα στη στέγη μας πιο πέρα απ' τα με-
.... σάνυχτα
στον πέρα μώλο τα καράβια βουλιαγμένα
στην πέρα γειτονιά της πυρκαϊάς τ' αποκαΐδια
σιδερικά και σπίτια καπνισμένα
και τα φανάρια του νοτιά στα καλντερίμια μπρούμυτα
τα καραούλια θεόγυμνα και τ' άλογα σφαγμένα.

Μια Κυριακή στη ντάπια του νησιού βαρέσαν τα κανόνια
και μπήκε η προσφυγιά η αλμυροπότιστη κάτου απ' του κόρακα
.... τον ίσκιο
και τα τραπεζομάντηλα ξεκρέμαστα στην αστραπή φέξαν τον πόνο
.... της ελιάς και του μωρού την κούνια.  

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Οδυσσέας Ελύτης — Η Καλωσύνη στις λυκοποριές
Ἡ Καλωσύνη ἐδῶ ποὺ βρέθηκε μές στὶς λυκοποριές
Πρέπει νἄχει μπαροῦτι στὸ σελλάχι της
Καὶ νὰ δαγκάνει κάμες.

“{…} ώρα να μπει στο κάθε πράγμα ο χτύπος της καρδιάς
Να συνεπάρει τα σπαρτά μια τραμουντάνα υγείας
Να πιεί ο χυμός της θύμησης το θελκτικό του μέλλον
Ν’ ανθοβολίσουν κερασιές μες στα σγουρά μαλλιά
Να καταργήσει ο λόγος το χρυσάφι”.

Οδυσσέας Ελύτης: Η καλωσύνη στις λυκοποριές

1943
I
Ποίηση ἄγουρο νεράντζι μου
Κάτω ἀπὸ τοὺς καταράχτες τοῦ ἥλιου
Ἰριδίζοντας
Ἕνα μεσημέρι σ᾿ ἄφησα
                             Ἡ καρδιά μου ἀκόμα γαλανή
Ἀπ᾿ τὸ τρέξιμο στὴν ἄμμο καὶ τὸν ἔρωτα
Ἔτρεμε
Ἀλλὰ τὰ πουλιὰ στὸ ρέμμα τ᾿ οὐρανοῦ
Ἔβλεπαν κιόλας ν᾿ ἀνεβαίνει ἕνα ἀκέφαλο ἄλογο
Χύνοντας ἀπ᾿ τὸν ἀδειανὸ λαιμό του μαῦρα φύκια
Κοῦροι ἀπὸ τὸν Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυποῦσαν τὶς καμπάνες
Κι ἡ μνήμη σὰν πουνέντες ἔμπαζε
Βουητὸ καὶ θάλασσα
Στὴ μεγάλη ἀσβεστωμένη κάμαρα
Μὲ τὰ δυὸ καρυοφύλλια.
Ἐκεῖ τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ τὰ κίτρινα λουλούδια
Τὸ ψωμὶ ἀνοιχτὸ σὰν εὐαγγέλιο
Ἡ φωνή, τὰ μαλλιὰ τῆς Ἑλένης.
Τ᾿ ἄφησα
                   στέκομουν ὀρθός
                                                     εἶχε σημάνει ἡ ὥρα
Ν᾿ ἀναβρύσει ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου τὸ αἷμα
Τρεῖς φορές αὐτὸς νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ
Καὶ τρεῖς φορές ἐκεῖνο ν᾿ ἀληθέψει
Τρεῖς φορές νὰ τὸ δῶ καὶ νὰ πῶ
                                                                τρεῖς φορές
Τινάζοντας ψηλὰ
Σὰν ἀπ᾿ τὸν ἅδη τῆς φωνῆς ἑνὸς ἀπελπισμένου:
Ἔχτρα στὰ μάτια κύτταξέ με
Βγαίνω μὲ τὰ δικά σου τ᾿ ἄρματα
Ἡ Καλωσύνη ἐδῶ ποὺ βρέθηκε μές στὶς λυκοποριές
Πρέπει νἄχει μπαροῦτι στὸ σελλάχι της
Καὶ νὰ δαγκάνει κάμες.



II
Τώρα κρατήσου ἀπ᾿ τὰ σκοινιὰ τῆς θύελλας
Πές μου ποιὸς εἶμαι νὰ σοῦ πῶ ποιὸς εἶσαι
Εἶσαι καλός, εἶσαι ἄνθρωπος, ἔχεις μεγαλώσει
Μὲ πετεινούς, χρυσόμυιγες, γοβιούς, γεράνια
Σὲ μιὰν αὐλὴ μικρὴ ποὺ τὴν κουνοῦσε ἡ θάλασσα
Πέρα-δῶθε
Θυμᾶσαι
Μιὰν αὐλὴ ποὺ μεγάλωνε, χωροῦσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες ποὺ ἔρριχναν φωτιὰ τοῦ Τούρκου
Τὸν καιρὸ ποὺ ἡ μητέρα σου ἦταν
Σὰν μιὰ Παναγιὰ μικρή
Θυμᾶσαι
Ἡ ἁπλὴ ζωὴ πιὸ πλούσια
Κι ἀπὸ δάγκαμα σύκου πλάι σὲ φίλο, πιὸ σεμνή
Κι ἀπὸ λόγο πουλιοῦ σὲ δέντρων ἐκκλησίασμα
Νύχτα-μέρα κρατοῦσε τὸν κανόνα
Θυμᾶσαι
Μέρα-νύχτα πιὸ γλυκιὰ ἡ φωνή σου
Σὰν ἀχτίδα μές στὰ νέα λεμόνια ἔλαμπε
Κι ἡ καρδιά σου ἡ ἀθώα
μέσα στοῦ γλαυκοῦ βυθοῦ τὸν οὐρανό
Σὰν ἄστρο
Εἶσαι καλός, ἔχεις πηδήξει πάνω ἀπὸ φωτιές
Ἔχεις χαϊδέψει
Στὸ χνούδι τοῦ νεροῦ νησιὰ παιδόπουλα
Νέος στὰ χώματά τους ἔχεις δεῖ
Μιὰ κόρη ἀπὸ ἀλαφρόπετρα καὶ αὐγὴ
Νὰ χαράζει σὲ φλούδα δεσπολιᾶς τὸ πρῶτο γράμμα σου.
Χτύπα γι᾿ αὐτὰ τὰ τίμια καὶ τ᾿ ἀγαθά
Ἡ ζωὴ γι᾿ αὐτὰ δὲ θὰ χαθεῖ ποτέ της
Χτύπα ἀπὸ τὰ μάτια σου ν᾿ ἀντιλαμπίσει
Τὸ μαρμαρένιο σπίτι
Ποὔχει ψηλὰ στὴ στέγη
Τοῦ κατακλυσμοῦ τὸ πρῶτο περιστέρι
Γύρω-γύρω περβόλια μὲ νερά
Τῆς Ὑπομονῆς τὸ χάλκινο ἄγαλμα στὴν εἴσοδο
Καὶ βαθιὰ στὸ κελλάρι
Τὴ σοδειὰ τῆς φυλῆς
Θησαυρισμένη ὅπως τὸ λάδι
Σ᾿ ἕνα πιθάρι πατρογονικό, γαλήνιο.


ΙΙΙ
Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας μέσα στὴ μαύρη πολιτεία
Δοῦλοι παζαρεύουν τὴ βροχή, τὰ δέντρα
Τὸν ἥλιο παραλυτικὸ μέσα στὸ καροτσάκι
Στοὺς στενοὺς βρώμικους δρόμους
Πυροβολοῦν μὲ τὸ μυαλό τους οἱ ἄνθρωποι
Ματώνοντας τὰ σύρματα
Κρυφὰ ἀπ᾿ τὰ τσομπανόσκυλα τοῦ φεγγαριοῦ
Τὰ πόδια σου γλυστροῦν
Στὰ βοῦρλα
Μὲς στὶς καλαμιὲς καὶ τὰ φαρμακερὰ νερά
Ἐκεῖ ποὺ μάχεται ὁ φονηάς τὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς του
Κι ἡ σκέψη παγωμένη στέκεται στὸν ἀέρα
Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
Ὅταν τὰ δέντρα μοιάζουν στῶν ἀρρώστων
Τὴ στερνὴ χαροπαλαιματιά
Κι ἕνας ἄγγελος μόνος του ὀνειρεύεται
Σὰν γκιώνης
Μὲς στὸν ἔρημο κάμπο
Ἡ ζωὴ ἀχνὰ μὴ στενάξει πιά
Ἡ ὥρα τρεῖς τῆς πίκρας
- Ἂχ ἡ ζωὴ νὰ μὴ στενάξει πιά
Τὰ χέρια σου
Τὰ βασανισμένα χέρια σου
Ποὺ δίνουν ξάφνου μιὰ τῆς σκοτεινιᾶς
Ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
Νὰ χλιμιντρήσει κορωμένος ὁ ἄνεμος
Ν᾿ ἀστράψει ὁ πόθος Λουμπαρδιάρης
Νὰ ροβολήσει ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ βουνά
Ψάλλοντας τὴν ἀγάπη
Ἕνα ἔθνος ὀξιές
Μὲ τὴν ὑγεία τῆς καταιγίδας στὶς σημαῖες του.


IV
Ἀκούγεται ἀπὸ τὴν περπατηξιά σου ἡ δόξα
Ὅπως ἀκούγεται ἀπ᾿ τὸ βρόντημα τοῦ μπρούντζου ὁ ἥλιος
Μελαψὸ παλληκάρι
Ποὺ ἀκουμπᾶς ἐπάνω στὴν Ἑλλάδα
Μὲ τὸ κουράγιο ποὺ ἀκουμπάει στὴ μπόρα τὸ ἔλατο
Καὶ σοῦ πᾶν οἱ αἰῶνες ὅπως τῆς πάει τῆς ἀντρειᾶς
Τὸ λουλούδι στὰ δόντια καὶ τὸ μπὰμ
Τῆς πιστολιᾶς
Πέρασαν μές στὴ μνήμη σου μῆνες ἀνέμων
Ἡ φωνή σου σκοτείνιασε σὰν δρυμός
Εἶδες κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια σου νὰ ξεκοιλιάζουνται ἄλογα
Δάση νὰ τρῶν φωτιὲς ἀνθρώπους ἄνθρωπο
Εἶδες μιὰ πέτρα τρυπημένη ἀπὸ κραυγὴ θανάτου
Νὰ σηκώνει τὴ σκιά της τέρας
Μιὰ γυναίκα μὲ ράμφος καὶ φτερά
Νὰ σπαράζει δείχνοντας ψηλά
Τὸ φεγγάρι στὸ στόμα τῆς φοβέρας
Τίποτα σύ! Μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ χρόνου
Ζώνεσαι γύρω σου τὸ διάστημα
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύομαι
Λές, ἡ ματιὰ τοῦ ἀρνιοῦ σκοτώνει τὰ τσακάλια,
Μέσα στὴ χώρα τώρα ποὺ ὀνειρεύεσαι
Μελαψὸ παλληκάρι
Λέω: Ἡ ἐλπίδα τὄφτασε τὸ μπόι τῆς κορασιᾶς
Εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ καρδιὰ τοῦ ἀντρὸς νὰ μαχαιρώσει ἀτσάλι
Κύττα: σελλώνει ὁ ἄνεμος τὰ ὄνειρα
Σπίθες πετοῦν τὰ πέταλα στὸ πυρρὸ νέφος
Ἡ μέρα ὅπου καὶ νἆναι μὲ λούλουδα μηλιᾶς
Θὰ βγεῖ νὰ σεργιανίσει πάλι στὸ ἀρχιπέλαγος!


V
Σφίξε στὰ χέρια σου μιὰ νίκη ποὺ δὲν ἦρθε ἀκόμα
Στὰ δόντια σου τὸ ὑστερικὸ φάντασμα τῆς φωτιᾶς
Μὲ τὰ κλαριὰ ποὺ ἕνα κοράλλι ξέχασε
Ν᾿ ἀνάβουνε ἀπὸ τὴ γητειὰ τοῦ παραδείσου
Σκέψου τὸ αὐγὸ ποὺ οἱ μέρες σου οἱ αὐριανὲς κλωσσᾶνε
Τὸ ἄστρο ποὺ ἡ νύχτα ἐξόρισε ἀπὸ τὸ στῆθος σου
Γιὰ νὰ τὸ πεθάνει
Σφίξε στὰ σπάργανα τοῦ Γεναριοῦ ὅπου κρύβεται τὸ μίσος
Καὶ τὸ δικό σου ἀδικοσκοτωμένο πόθο
Τὴ μιλιὰ ποὺ δὲ βρῆκε τὸ γενναῖο της στόμα
Τὸ χτικιὸ τῆς ἀγάπης σου
                                                    Γιατὶ δὲν ἦρθε ἀκόμα
Ἡ ὥρα νὰ μπεῖ στὸ κάθε πράγμα ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς
Νὰ συνεπάρει τὰ σπαρτὰ μιὰ τραμουντάνα ὑγείας
Νὰ πιεῖ ὁ χυμὸς τῆς θύμησης τὸ θελκτικό του μέλλον
Ν᾿ ἀνθοβολήσουν κερασιὲς μὲς στὰ σγουρὰ μαλλιά
Νὰ καταργήσει ὁ λόγος τὸ χρυσάφι.


VI
Χτύπα τὴν πόρτα στὴν καρδιὰ τῆς τυχερῆς σου μέρας
Φώναξε δυνατὰ τὸν ἥλιο
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Πάρε τὸ ὕφος τοῦ βουνοῦ
Ποὺ καμαρώνει μέσα στὶς κοιλάδες
Τὴν κόψη τοῦ κυπαρισσιοῦ
Ὅταν ὁρίζει ἕνα κατακόκκινο ἄστρο Ἀντάρη
Ἐπαναστάτη
Σὲ νύχτες ποὺ ἔσυρε ὁ νοτιάς μέσ᾿ στὴ σκουριὰ τοῦ πένθους
Σὲ νύχτες ποὺ τὸ φῶς ἀλλαξοπίστησε
Ἄντρα, θυμήσου τὴ γενιά σου
Ἐθελοντή
Δούλεψε τὴ φωτιά
Ρίξε μιὰ τουφεκιά
Στὴ λόχμη τῶν πουλιῶν τοῦ ἀνάξιου παραδείσου.
Θησαυριστὲς τοῦ βούρκου
Τοῦ ἥλιου μεροκαματιάρηδες
Ποὺ μές στὰ χέρια σας ἡ τύχη κουρελιάστηκεν
Ἔννοια σας, δὲ θὰ πᾶν χαμένες οἱ ἀστραψιὲς
Τοῦ πάθους ποὺ ἀχτιδώνει τὰ μελλούμενα
Κιόλας πλανιέται στὸν ἀγέρα τῆς φωνῆς ἡ σάλπιγγα
Καιρὸς ν᾿ ἀνοίξουν τ᾿ οὐρανοῦ οἱ γαμήλιες εὐωδιές
Νὰ μπεῖ τοῦ τραγουδιοῦ ὁ λαλὲς στὰ περβολίσια νειᾶτα
Τοῦ κάθε ἀγῶνα ἡ τρικυμία νὰ σπαρθεῖ στὴ θάλασσα
Φτέρες νὰ στείλουν μήνυμα στὰ πρωινὰ πουλιά:
Καιρός, καιρὸς νὰ ξημερώσει πιά
Ἡ Ἀνατολὴ περήφανη σ᾿ ἀδερφικὴ ἀγκαλιά!


VII
Τριώνι τῆς θαλασσινῆς νυχτιᾶς· Ἄλετροπόδι
Ποὺ σὰ νεύεις μὲ χρυσοὺς σταυρούς
Τὰ πεισματάρικα παιδιὰ τῆς χίμαιρας·
Καὶ σὺ ἐκστατικό μου Ἐλίκι
Στὴν ἀσημένια ζώνη τῆς ματιᾶς μου
Ἀπόψε
Ἀγρυπνήσετε
Κι ὅταν φυσήξει ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τῆς ἐρημιᾶς ἡ γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρὰ στὴν ὑπνωμένη γῆς
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Σὲ βάτους ποὺ ἔφτυσαν φωτιὰ καὶ τώρα κρυώνουν
Σὲ δέντρα ποὺ ματώσαν, σ᾿ ἐρημοκκλησιές ποὺ ράισαν
Σὲ μοναξιὲς ἀπέραντες μαρμαρωμένου ἀνέμου
Σὲ φέγγη ποὺ ἀνατρίχιασαν ἕνα ἀθῶο κορμί
Σ᾿ ἀγκάθια ποὺ φαρμάκωσαν ἕνα φεγγάρι
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Στὶς σπαραγμένες σάρκες τοῦ γκρεμοῦ
Στά ρίγη ποὺ κρυστάλλωσαν τὶς ἀγωνίες τοῦ λόγγου
Γιὰ μιὰ στερνὴ φορά
Φωνάζω
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Ἄστρα, ὁ χρησμός σας δὲ θὰ πάει χαμένος
Παιδιά, ὁ χαμὸς ὁ χαλασμὸς ἡ πεῖνα
Κι ἡ ἀνάγκη τρεμοσβυοῦν στὸ ψυχορράγημα
Ὀρθώσετε τ᾿ ἀρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, ἔκσταση
Ἑτοιμάσετε τὴ χώρα σας
Τοῦ χάρου τὴ φωνὴ δὲν θὰ τὴν ἀνεχτοῦμε.
Ἡ μέρα εἶναι κοντὰ ποὺ θὰ ψοφήσει ὁ λύκος
Ποὺ ἡ ἀπονιὰ θὰ φάει τὶς σάρκες της
Ποὺ θὰ βουτήξει σὲ μιὰ δόξα μύρου τὸ βουνό
Καὶ ποὺ ἡ ψυχὴ θ᾿ ἀνάψει ἀπὸ τὶς μυστικές φλογίτσες σας
Ὅπως καὶ πρὶν Τριώνι, Ἀλετροπόδι, Ἐλίκι!





ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ
Με την ευκαιρία της πρόσφατης αναδρομικής μου έκθεσης στο Πανεπιστήμιο του Alcala de Henares, της Μαδρίτης, στο πλαίσιο της οποίας παρουσίασα και τα βιβλία που φιλοτέχνησα με χαρακτικά μου, αναρτώ εδώ με συγκίνηση το συνθετικό ποίημα Η ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΛΥΚΟΠΟΡΙΕΣ του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και τέσσερα από τα ευρισκόμενα στο Αρχείο μου γράμματα του Νομπελίστα ποιητή μας, που αναφέρονται σε λεπτομέρειες της συνεργασίας μας για την έκδοση του εν λόγω ποιήματος. 

Οι δραματικές ανθρωπο-λυκοποριές στις οποίες και πάλι βρίσκεται η πατρίδα μας, καθιστούν το πατριωτικό αυτό ποίημα ιδιαίτερα επίκαιρο και ωφέλιμο, όπως ακριβώς το χαρακτήριζε το 1975 ο ίδιος ο δημιουργός του, σε σχέση με τη δύσκολη συγκυρία εκείνων των ημερών…
Δημήτρης Παπαγεωργίου (DIMITRI)
Μαδρίτη, 31 Μαϊου 2013

περισσότερα εδώ

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Γιάννης Ρίτσος — Η Κυρά των Aμπελιών XVI / «Έξω απ’ την πόρτα μας περνάν οι σιδερόφραχτοι... »

WW2 Wallpapers
Μιλιά. Mιλιά. Διπλές-τριπλές αμπάρες φράξανε τ’ αμπέλια μας.
Κλείσε το στόμα σου, Κυρά, κλείσε και το παράθυρο του απο-
    σπερίτη,
κάτω απ’ τη μαύρη σου ποδιά σφίξε τα δώδεκα κλειδιά της νύ-
    χτας.

Έξω απ’ την πόρτα μας περνάν οι σιδερόφραχτοι σιδεροφράζον-
    τας τα στάχυα.

Σφίγγει στον κόρφο της η μάνα μας της σιγαλιάς τη Βίβλο.
Βασίλεψε στην πίκρια του σπιτιού ο δίσκος ο ασημένιος σάμπως
    ψόφια μέδουσα
και τα παλιά χαλκώματα στα νοικοκυρεμένα ράφια
μαυροκοκκίνησαν αγάνωτα σάμπως φεγγάρια στης ερημιάς το
    στρίψιμο.
Περνάν οι σιδηρόφραχτοι, σιδεροφράζοντας σκάφη και στάμνα.

Μιλιά. Τα καρφοπλούμιστα σεντούκια πετρωμένα —
φανέλες ναυτικές και φέρμελες* κι άσπρα τσουράπια και του-
    ζλούκια*
παππουδογονικά θυμητικά, παλιά σπορά, σακκούλες με τους λου-
    λουδόσπορους —
το καραβάκι κρεμασμένο από το μεσιανό δοκάρι
κάντρα στο σκήμα της καρδιάς που κλείνουνε τον όρκο της φα-
    μίλιας
άγιοι θαλασσινοί ζωγραφιστοί μέσα σε πίνες* κι αχηβάδες
κι όλος ο αγέρας του σπιτιού πηγμένος στα δυο στέφανα με τα κε-
    ρένια λεμονάνθια.
Κάτι σαλεύει κάτου απ' τη σιγαλιά —δεν είναι οι κατσαρίδες,
είναι το φίδι το πανάρχαιο του σπιτιού που το σκουντάει με τον
    αγκώνα της η περηφάνεια.

Περνάν,  περνάν οι σιδερόφρακτοι — το μαύρο πόδι, μαύρο πάτημα,
μαύρα λεβέτια κουβαλάν να βάψουν μαύρα τα περβόλια μας
μαύρο να βάψουν το νερό, και το καρβέλι μαύρο.
Φεγγάρι παγωμένο σε σπασμένη ρόδα του αραμπά στο δρόμο απ'
    έξω,
το αλέτρι, γκόλφι* στην καρδιά του κάμπου, απίστομο,
η αξίνα προσευχή στην ξώπορτα, και το χωράφι απ' το δρεπάνι
    κρεμασμένο.

Τώρα διπλώνει την καρδιά ο παππούς όπως διπλώνει στην πε-
    τσέτα το ψωμί μετά το δείπνο
κι όπως διπλώνει ο κυνηγός τα μπαρουτόσκαγα προτού κινήσει
    για το δάσος
και κείθες κάτου στο γιαλό ο ίσκιος του καραβιού μονάχος μεγα-
    λώνει
έτσι που μεγαλώνει η στάλα του λαδιού πάνου στο μάλλινο της
    πίκρας.

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ

* Η φέρμελη, το γιλέκο του εύζωνα. Αποτελεί το δυσκολότερο, όσον αφορά την κατασκευή του, κομμάτι της ευζωνικής στολής. Διαθέτει λευκά και επίχρυσα νήματα, με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. 
Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά Χ και Ο, τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις χριστιανός και ορθόδοξος.
* Τουζλούκια, ζεύγος περικνημίδων από υπόλευκη τσόχα, φοδραρισμένη με υπόλευκο σαγιάκι (μαλλί της νεροτριβής), εξάρτημα της ενδυμασίας του φουστανελά, που φορέθηκε αρχικά από τους αρματολούς, τους κλέφτες και του αγωνιστές του 1821 και στη συνέχεια, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, καθιερώθηκε από τον Όθωνα ως αυλική ενδυμασία.
* Η πίννα (Pinna) (γράφεται και πίνα), ζει στις εύκρατες και στις θερμές θάλασσες. Μοιάζει με τεράστιο μύδι.

* γκόλφι το εγκόλπιο, το φυλακτό

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Γιῶργος Σεφέρης — Η μορφή της μοίρας
... άφησε μη ρωτάς, περίμενε∙ το αίμα, το αίμα/ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη/για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το/δράκοντα.

Νικόλαος Γύζης - Μάνα και παιδί

Ιστορισμένα παραμύθια στην καρδιά μας

σαν ασημένια σκούνα μπρος στο τέμπλο
μιας άδειας εκκλησίας, Ιούλιο στο νησί.
Γ.Σ.

Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού,
γύροι των άστρων κι ο άνεμος μιας σκοτεινή βραδιά του
Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που
τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην
αυλή.

Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας
μαυρομαντιλούσας
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στή-
θος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρ-
μένος
πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.

Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθού-
σαν
καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα
κι όταν ακόμη ανεμίζοντας δευτερόπριμα κοίταζες το
λάκκο των κυμμάτων∙
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.

Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,
γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί σε τρύπησαν με τη
λόγχη,
γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από τη
γυναίκα
που κοίταξε στυλώνοντας τα μάτια και δεν ήξερε καθόλου
να μιλήσει,
γιατί σου στέρησαν το φως, το πέλαγο, το ψωμί.

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα
γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πρα-
μάτεια∙
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω
από μας;

Άφησε μη ρωτάς∙ τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνι
γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια
δεμένα,
άφησε μη ρωτάς, περίμενε∙ το αίμα, το αίμα
ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιώργη τον καβαλάρη
για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το
δράκοντα.

1η Οχτώβρη ‘41

Ανάλυση
Ένα χρόνο αφότου έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα ο μεγάλος πόλεμος, ο Γιώργος Σεφέρης αποτυπώνει στο έντονα θεατρικό αυτό ποίημα τη φρίκη της φονικής λαίλαπας που έχει χτυπήσει τη χώρα. 
Ο παραλογισμός της αιματηρής αυτής σύρραξης προσεγγίζεται με τρόπο σχεδόν μοιρολατρικό, εφόσον είναι σαφές πως δεν μπορεί να δοθεί απάντηση στο εναγώνιο «γιατί» τόσων αθώων ανθρώπων που βλέπουν τη ζωή τους να ρημάζεται διαμιάς. 
Ο ποιητής, αν και κατέχει υψηλή διπλωματική θέση, ως Διευθυντής του τότε Τμήματος Εξωτερικού Τύπου, που του επιτρέπει να έχει πρόσβαση σε σημαντικές πηγές πληροφόρησης, στέκει το ίδιο ενεός απέναντι σ’ αυτή τη συμφορά, όπως και κάθε άλλος πολίτης. Του είναι αδύνατο να κατανοήσει το πώς οι άνθρωποι έφτασαν σ’ ένα τέτοιο σημείο βαρβαρότητας και απανθρωπιάς. 
Έτσι, μη έχοντας να δώσει κάποια εξήγηση, αρκείται στην καταγραφή μιας προσδοκίας -που λειτουργεί ίσως τη στιγμή που γράφεται περισσότερο ως απόπειρα παραμυθίας παρά ως ουσιαστική πεποίθηση- ότι κάποια στιγμή θα επέλθει η αναγκαία αντεκδίκηση ή καλύτερα η αναγκαία αντίδραση που θα θέσει οριστικό τέρμα στη φονική δράση των ανελέητων κατακτητών.

Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού,
γύροι των άστρων κι ο άνεμος μιας σκοτεινή βραδιά του
Φλεβάρη,
γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που
τρίζουν
και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην
αυλή.

Το ποίημα ξεκινά με αφηγηματικές αναφορές στη γέννηση ενός παιδιού μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη∙ το Φλεβάρη του 1940, όταν ο ελληνικός στρατός συνέτριβε ουσιαστικά τις ιταλικές δυνάμεις και σημείωνε εκπληκτικές νίκες κατά των πρώτων εκείνων εισβολέων∙ το Φλεβάρη του 1940 που ακόμη τίποτε δεν προμήνυε το μέγεθος της καταστροφής που θα επερχόταν στη χώρα από τη στιγμή που θα εμπλεκόταν στην αναμέτρηση κι η Γερμανία.
Το σκηνικό που συνθέτει ο ποιητής είναι ιδιαίτερα υποβλητικό. Μια ακαθόριστη γυναικεία μορφή, που ενσαρκώνει τη Μοίρα, παρίσταται στη γέννηση ενός παιδιού -ενός αθώου και πάναγνου παιδιού-, με τη σαφή πρόθεση να καθορίσει την πορεία της ζωής του∙ να αποφανθεί για το μέλλον του και την καλοτυχία ή ενδεχομένως την ατυχία που θα το συνοδεύει από εκείνη τη στιγμή και μετά. Ενώ, την ίδια στιγμή, τ’ αστέρια περιστρέφονται, λαμβάνοντας τη θέση που θα σηματοδοτεί το ακριβές χρονικό σημείο της γέννησης του παιδιού∙ κι ο άνεμος προσδίδει με την έντασή του μια δυσοίωνη αίσθηση.
Το όλο σκηνικό συμπληρώνεται ηχητικά με τα τριξίματα της σκάλας από τα βήματα των γεροντισσών που φέρνουν τα γιατροσόφια για τη λεχώνα, και οπτικά με τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς που βρίσκονται ολόγυμνα στην αυλή, παραδομένα κι αυτά στο χειμωνιάτικο κλίμα.
Τι είναι αυτό που ωθεί τον Σεφέρη, έναν ποιητή με τόσο σαφή γνώση των ιστορικών εξελίξεων της εποχής του να καταφύγει στην υπερκόσμια και άλογη μορφή της μοίρας προκειμένου να εξηγήσει ή να κατανοήσει τον παραλογισμό των γεγονότων εκείνων; 
Ίσως η δυσκολία να ερμηνεύσει μέσω της λογικής τόσο την έκταση που έλαβαν οι πολεμικές εκείνες αναμετρήσεις όσο και την ακραία απάνθρωπη βιαιότητά τους. Υπάρχει, άλλωστε, τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να γνωρίζεις ή να υποθέτεις εκ των προτέρων πως οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις οδηγούν σε μια πολεμική σύγκρουση και στο να βλέπεις γύρω σου τους ανθρώπους να ξεπερνούν κάθε μέτρο και να επιδίδονται σε ανελέητες σφαγές. Πρόκειται για μια βιαιότητα τόσο έξω από τη λογική και τη φύση του ποιητή, που, εύλογα, τον αναγκάζει να αναζητήσει την πηγή αυτού του μίσους κι αυτής της αγριότητας πέρα από τα στενά όρια των εθνικών και οικονομικών ανταγωνισμών. 
Ίσως, τελικά, ό,τι κινεί τα νήματα αυτού του φονικότατου πολέμου να είναι μια άλλη μορφής ανάγκη∙ μια ανάγκη που υπηρετεί τους σχεδιασμούς της ίδιας της Μοίρας.
Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας
μαυρομαντιλούσας
χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στή-
θος άσπρο σαν το γάλα
κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρ-
μένος
πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.

Η μορφή της μοίρας που στέκει πάνω απ’ την κούνια του παιδιού, φορώντας το μαύρο μαντίλι της, χαμογελά αμφίσημα, μιας και κανείς δεν μπορεί να ξεδιαλύνει αν το χαμόγελο αυτό φανερώνει κάποια ευνοϊκή διάθεση ή αντιθέτως έναν ψυχρό υπολογισμό. 
Με τα βλέφαρα χαμηλωμένα και το ολόλευκο στήθος της, στέκει εκεί και προδιαγράφει το μέλλον του νεογέννητου παιδιού, αδιάφορη για τον ερχομό του πατέρα του. Τίποτε, άλλωστε, δεν μπορεί να επηρεάσει το δικό της το έργο, ούτε καν η αγάπη του πατέρα, που δίχως άλλο θα έκανε το οτιδήποτε για να προστατεύσει το αθώο αυτό παιδί από τη σκληρότητα του κόσμου.
Ο πατέρας, ο θαλασσοδαρμένος καραβοκύρης, έρχεται στο σπίτι και πετά σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο από τα χειμωνιάτικα κύματα σκουφί του, χωρίς να γνωρίζει πως την ίδια στιγμή η μοίρα παίρνει αμετάκλητες αποφάσεις για το μέλλον του παιδιού του∙ αποφάσεις που σχετίζονται άμεσα μ’ εκείνον.

Αυτά τα πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθού-
σαν
καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα
κι όταν ακόμη ανεμίζοντας δευτερόπριμα κοίταζες το
λάκκο των κυμμάτων∙
σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους
ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.

Σ’ αυτόν τον θαλασσοδαρμένο καραβοκύρη αναφέρεται ο ποιητής -απευθύνοντάς του μάλιστα σε β΄ πρόσωπο τα λόγια του-, επισημαίνοντας πως τα περιστατικά που σχετίζονταν με τη γέννηση του παιδιού του, όπως και τα πρόσωπα που συμμετείχαν σ’ αυτά τα γεγονότα είναι όσα κρατούσε στην ψυχή του και τον ακολουθούσαν όλο το αμέσως επόμενο διάστημα. 
Τη στιγμή που ετοίμαζε τα δίχτυα στην ακρογιαλιά, αλλά και τη στιγμή που έπλεε δευτερόπριμα (με τον καιρό στο ισχίο της πρύμης), κοιτάζοντας το λάκκο που σχημάτιζαν τα κύματα της θάλασσας∙ τον ίδιο το λάκκο που σχηματίζεται σ’ όλες τις θάλασσες και σ’ όλους τους κόλπους που έτυχε να τον οδηγήσουν τα ταξίδια του, εκείνος είχε στη σκέψη του τη γέννηση του παιδιού του και τα πρόσωπα της οικογένειάς του, για τα οποία και δούλευε πια όσο πιο σκληρά μπορούσε.
............
η συνέχεια εδώ: latistor