Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε
νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε
τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ
παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ
μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ
βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ
τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ
κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους
καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ
δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ
τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα
ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει
κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ
τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε
συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν
τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
Giorgos Seferis: "Narration"
That man walks along weeping
no one can say why
sometimes they
think he's weeping for lost loves
like those that torture us so much
on
summer beaches with the gramophones.
Other people go about their
business
endless paper, children growing up, women
ageing
awkardly.
He has two eyes like poppies
like cut spring poppies
and
two trickles in the corners of his eyes.
He walks along the
streets, never lies down
striding small squares on the earth's back
instrument
of a boundless pain
that's finally lost all significance.
Some
have heard him speak
to himself as he passed by
about mirrors
broken years ago
about broken forms in the mirrors
that no one can
ever put together again.
Others have heard him talk about sleep
images
of horror on the threshold of sleep
faces unbearable in their
tenderness.
We've grown used to him; he's presentable and
quiet
only that he walks along weeping continually
like willows on
a riverbank you see from the train
as you wake uncomfortably some
clouded dawn.
We've grown used to him; like everything else
you're used to
he doesn't stand for anything
and I talk to you
about him because I can't find
anything that you're not used to;
I
pay my respects.
Translated by E.Keely & P.Sherrard