Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
————————————————
Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω, ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο...
Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονά κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένα. Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ και εσύ αφανίζονται. Αγαπώ θα πει χάνομαι...