Σελίδες

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Βασιλική Δεδούση — Η Πανδώρα και το τραγούδι του γιατρού


Χορός
Μα της καρδιάς μου τη χαρά,
ο Δίας την εφθόνεψε
και —συφορά μου μεγάλη—
εκδίκηση γύρεψε.

Φτιαχτή γυναίκα, πλάσμα αγέννητο,
χωρίς των θνητών του αφαλού το σημάδι,
σκάρωσε,
και του αδερφού σου τη χάρισε,
—γλυκιά ζωή γι αυτόν, πικροζωή για μένα—.
Ιερέας
Ασύνετα την έκαμε κυρά κι αρχόντισσά του,
και η δικιά σου συμβουλή λόγια μονάχα,
γράμματα σκόρπια, στη σειρά, μα νόημα κανένα.
Χορός
«Δώρο απ’ τους θεούς να μην καταδεχτείς,
άδωρο κι ολέθριο θα ’ναι».
Ιερέας
Έτσι του είπες, μα δε σ’ άκουσε
Το όνομά της, Πανδώρα,
γητεύτρα πανέμορφη,
—ο νους να τα χάνει—
και —ώρα μισητή, ώρα καταραμένη—
της παραδώσαν οι θεοί ένα κουτί για προίκα.
Σαν τ’ άνοιξε, έτσι απλά με τ’ άστοχό της χέρι,
όλου του κόσμου τα δεινά απάνωθέ μας πέσαν,
αρρώστιες, πόνοι, βάσανα
κι ό,τι κακό, κι ό,τι στραβό μπορεί να βάνει ο νους σου.
Αρρώστιες, πλήθος φοβερό,
ανίατες… έτσι ο Δίας το ’θελε.

Απ’ το κουτί ανάβλυσαν οι ποταμοί της θλίψης,
των θρήνων άθλια βογγητά, ολολυγμοί ανημποριάς
κατάρες για την τύχη μας,
και βλαστημούσαν άπρεπα κορμιά βασανισμένα.
Χορός
Πώς σ’ ένα τόσο δα κουτί μπόρεσαν να χωρέσουν
του κόσμου όλου τα βάσανα
και η πικρή Ανάγκη;

Γιατρός και γιάτρισσα
Ικέτες ταπεινοί τους βωμούς των θεών αγγίζοντας,
γιατρειά, απαλλαγή, λυτρωμό περιμέναμε.
Παρηγορήτρα ελπίδα, αυτή μοναχά
τους άθλιους βροτούς στη ζωή συγκρατούσε.

Εσύ ’σουν η ελπίδα μας
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας.
Γιατρός
Δάσκαλος γίνηκες σε μαθητή απελπισμένα πρόθυμο.
Κι ολημερίς πορεύομαι πα’ σε βουνών ψηλοκορφές
ή χάνομαι, για μέρες,
για εφταήμερα και για μηνούς ολάκερους,
σε φαραγγιών φιδόδρομους
σε τόπους βαλτωμένους.
Γιάτρισσα
Κλωνούς, φυλλάκια και ριζά
βρίσκω, ξεραίνω, τρίβω
και, στη χάση ή τη γέμιση,
της πάγχλωμης αρχόντισσας,
της κυβενήτρας της νυχτιάς της μαγιοφορτωμένης,
μιλημένα σκαρώνω γιατρικά,
με προσοχή και σύνεση, με μέτρημα και γνώση
μιας και όσα δίνουνε ζωή
και λύτρωση από πόνους,
τα ίδια αυτά στον ύπνο τον αιώνιο
βυθίζουν τους ανθρώπους.
Γιατρός
Με τη δροσιά της χαραυγής του δειλινού τον ίσκιο,
της μεγάλης ευθύνης το βάρος φέροντας,
σκευάζω και φτιάχνω,
από μέντα, σκόρδο δύσοσμο,
αγγελική και δυόσμο,
μάραθο, ρόδι, δίκταμο,
τσουκνίδα, και θυμάρι,
ρίγανη, δεντρολίβανο
κι απ’ άλλα χίλια μύρια της γης δωρίσματα,
σκευάζω και φτιάχνω
σκόνες, και αφεψήματα,
ματζούνια, καταπλάσματα,
βάλσαμα κι άλλα γιατρικά
να τα ’χω να γιατρεύομαι
και να γιατροπορεύω.

Για τα νεφρά τα άρρωστα,
για στομαχιού τους πόνους
μου ’μαθες το χαμαίμηλο, της γης το θείο δώρο,
και με τα δάκρυα κλαίουσας
τον πυρετό να ρίχνω.
Για τον βαθύ το βήχα,
που βασανίζει σωθικά και τα καταταράζει
τον καταπράσινο χυμό της ιερής μολόχας,
για τ’ ανακάτεμα του στομαχιού το δυόσμο
—που ’ναι καλός και σαν τριφτεί σε μέλη πονεμένα—.
Γιάτρισσα
Για να κοιμούνται τα παιδιά
αρκεί μια τόση δα γουλιά
της υπνοφόρου μύκωνος
και ο Μορφέας φτερωτός
στην αγκαλιά τα παίρνει.
Σαν αφορμίζουν οι πληγές,
με του ψωμιού τη μούχλα
κλείνουν, γιατρεύονται με μιας.
Του λιναριού το σπόρο λιώνοντας
φτιάχνω γιατρικά
για τα γυναίκεια πάθια,
τα έμμηνα.
Γιατρός
Να ξεχωρίζω μ’ έμαθες φαρμάκια από βοτάνια,
φίλτρα να φτιάχνω από βολβούς
από τα σπόρια σουσαμιού κι απ’ το γλυκό μέλι
και μ’ όλ’ αυτά
—κι άλλα πολλά που δεν τα φανερώνω—
αμίλητα φίλτρα σκαρώνω
να πιάνουν φλόγα τα κορμιά,
να συνταιριάζουν οι θνητοί
—ακόμα και οι αταίριαστοι—
ν’ σμίγουν οι αθρώποι
και να σφιχταγκαλιάζονται,
να μη χαθεί το γένος μας
κι αφανιστεί η φυλή μας.
Χορός ανδρών και γυναικών
Χάρη σε σένα και πάλι το γένος μας σώθηκε
και στη ζωή κρατήθηκε και ως τα τώρα πρόκοψε
με της φωτιάς τη θεία δύναμη
που γνώση δίνει και το νου λευτερώνει,
Πυρφόρε Προμηθέα
Προστάτη κι ευεργέτη μας

Βασιλική Π. Δεδούση
από το έργο «Προμηθεύς Πυρφόρος»